Slide background

Mέ ἀφορμή τήν ἐπέτειο συμπληρώσεως 1990 ἐτῶν ἀπό τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.

Ἡ ἐπέτειος τῆς συμπληρώσεως χιλίων καί ἐννεακοσίων καί ἐνενήκοντα  (1990) ἐτῶν ἀπό τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ πρώτου μάρτυρος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀρχιδιακόνου ἁγίου Στεφάνου ἔρχεται ἐν πρώτοις νά σηματοδοτήσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι θεμελιωμένη στά ἅγια αἵματα τῶν μαρτύρων της, ἐκείνων δηλαδή τῶν μορφῶν, πού θυσιάστηκαν μέ τήν ὁμολογία Ἰησοῦ Χριστοῦ καί πότισαν μέ τό αἷμα τους τό γεώργιον αὐτῆς.

Ὁ Πρωτομάρτυς καί Ἀρχιδιάκονος Στέφανος, σύμφωνα μέ τό βιβλίο τῆς Κ. Διαθήκης «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων», ἦταν ἀνὴρ «πλήρης πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. 6,5) καί συνάμα ἔκαμνε μεταξύ τοῦ λαοῦ καταπληκτικά θαύματα καί ὑπερφυσικά ἔργα, πού μαρτυροῦσαν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Μάλιστα, ὅλοι ἐκεῖνοι, πού τόν ἔβλεπαν καί τόν ἄκουγαν, «οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει» (Πράξ. 6,10).

Γι' αὐτό καί τόν ἐμίσησαν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως καί ἐπεδίωξαν τόν διωγμό του. Ἐπιστράτευσαν ἀκόμα καί ψευδομάρτυρες καί τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, κατηγορούμενο γιά βλασφημία. Ὑπόδικος, ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀντιμετωπίζει τήν μοχθηρία καί τήν ἐμπάθεια τῶν γραμματέων καί τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. Σ’ αὐτό τό Συνέδριο – Δικαστήριο τῶν Ἰουδαίων, ὁ Στέφανος δίδει γενναία ἀπολογία καί ὁμολογία τῆς ἀληθοῦς πίστεως στόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά καί τούς ἐλέγχει, καθ’ ὅτι, ἄν καί ἔλαβαν τόν νόμο μέ τίς θεῖες ἐντολές, οὐδόλως τόν ἐφύλαξαν. Μάλιστα, ὡς γράφουν οἱ «Πράξεις»: «Ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου» (Πράξ. 6,15). Καί, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι «διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ' αὐτόν», ὁ Στέφανος «ὑπάρχων πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 7,55). Τή στιγμή ἐκείνη εἶπε  τά συγκλονιστικά λόγια: «Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα» (Πράξ. 7,56). Ὁ Πρωτοδιάκονος Στέφανος βλέπει τόν Χριστόν νά στέκεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ! Ὁποία ἐνατένιση! Ὁποία ὀπτασία ἐπουράνια! Ὡστόσο, οἱ διῶκτες του δέν ἀντέχουν καί ἀρχίζουν τόν λιθοβολισμό. Ἀλλά ὁ ἅγιος προσεύχεται.  Τό ἱερό κείμενο, ἐν προκειμένῳ, εἶναι συγκλονιστικό: «Θεὶς τὰ γόνατα (ὁ Στέφανος) ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ˙ Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7, 60). Ἰδού μέγεθος μακροθυμίας καί συγχωρητικότητος!

Ἦταν πλέον ἡ ὥρα τῆς ἀναδείξεως τοῦ πρώτου μάρτυρος τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πρώτου ἐκείνου Διακόνου, πού ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς θείας δόξας. Ὡς γράφει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, οἱ λίθοι, μέ τούς ὁποίους ἐλιθοβολήθη, κατέστησαν βαθμίδες καί κλίμακες πρός τήν εἰς οὐρανούς ἄνοδο τοῦ Πρωτομάρτυρος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τόν ἐγκωμιάζει μέ αὐτά τά λόγια: «Μέγας Στέφανος, πρῶτος τόν στέφανον τῆς ὁμολογίας ἀναδησάμενος, πρῶτος τῷ χορῷ τῶν μαρτύρων ὁδοποιήσας τήν εἴσοδον» (Γρ. Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Στέφανον τόν πρωτομάρτυρα, PG 46, 704 B). Ἡ Ἐκκλησία τόν κατέταξε στούς ἁγίους της καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τήν 27η Δεκεμβρίου.

*

Ὁ Πρωτομάρτυρας ἅγιος Στέφανος, ὡς Ἀρχιδιάκονος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, μᾶς εἰσάγει στό ἐξαιρετικό θέμα τῆς διακονίας.

Κατ’ ἀρχήν, ἡ διακονία ἔχει ἀναφορά στή ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος, καθ' ὅτι περικλείει μέσα της τήν ἀγάπη. Ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι ἀγάπη καί ἡ ἀγάπη εἶναι φανέρωση τῆς θείας ζωῆς. Ἔτσι, ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι ζωή ἀγάπης, διακονίας, ἐλεημοσύνης, φιλανθρωπίας, προσφορᾶς, γίνεται εἰκών τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκάλυψε καί φανέρωσε τό λειτούργημα τῶν Ἀποστόλων ὡς διακονία, ὡς ὑπηρεσία πρός τόν ἄλλο. Διάκονοι ὅλων καί ὄχι ἐξουσιαστές. Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικοί οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς  (τούς Μαθητές Του), λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Μάρκ. 10, 42-45). Ἔτσι θά εἰσέλθουν στή δόξα τοῦ Πατρός. Δίδοντας δέ στό ὑπερῶον τήν καινή ἐντολή, τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 15,17), «λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν» (Ἰω. 13,4) ὁ Χριστός καί ἔνιψε τούς πόδας τῶν Μαθητῶν, δίδοντας ἐμπράκτως τό μέγα ὑπόδειγμα τῆς διακονίας τοῦ πλησίον.

Εἶπε πάλιν ὁ Χριστός: «Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται˙ καὶ ἐὰν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ» (Ἰω. 12,26). Ἐπίσης, μέ τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε τόν Ἰσραηλίτη ἐκεῖνον, πού ἔπεσε στά χέρια τῶν ληστῶν, «ἐσπλαγχνίσθη καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον καὶ ἐπιβιβάσας αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ» (Λουκ. 10,34), ὁ Κύριος ἔδειξεν ἐπακριβῶς τό βάθος καί τό πλάτος τῆς διακονίας πρός τόν πλησίον.

*

Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, πού ἄκουγαν τόν θεῖο Διδάσκαλο, παρέμεναν πιστές στή διακονία. Ἐν συνεχείᾳ οἱ Μαθητές καί  Ἀπόστολοι, οἱ δώδεκα καί οἱ ἑβδομήκοντα, ἦσαν διάκονοι λόγου καί ἔργων.     Εἰδικότερα, στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» βλέπουμε ὅτι ἡ ὅλη ἀποστολική δράση, τό ἀποστολικό, δηλαδή, ἀξίωμα θεωρεῖται διακονία, «κλῆρος διακονίας» (Πράξ. 1, 17. 25).

Ἔπειτα, καί ἡ κλήση τοῦ Ἀπ. Παύλου γιά ἀποστολική δράση (Ρωμ. 1,1) εἶναι μία κλήση σ' ἕνα λειτούργημα διακονίας. Γράφει, ὁ Παῦλος, πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο: «Καὶ χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστὸν με ἡγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν» (Α' Τιμ. 1,12). Καί πρός τούς Κορινθίους ἀναφέρει: «Διὰ τοῦτο, ἔχοντες τὴν διακονίαν ταύτην καθὼς ἠλεήθημεν, οὐκ ἐκκακοῦμεν» (Β' Κορ. 4,1). Ἔχει πράγματι ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος τή συνείδηση ὅτι εἶναι διάκονος Θεοῦ, διάκονος Χριστοῦ (Β' Κορ. 11,23) καί λέγει ὅτι προσέχει πολύ, ὅπως πρέπει νά προσέχουν καί ὅλοι οἱ διακονοῦντες, «μηδεμίαν ἐν μηδενί διδόντες προσκοπήν», «ἵνα μή μωμηθῇ ἡ διακονία» (Β' Κορ. 6,3). Συναισθάνεται βαθειά μέσα του ὅτι εἶναι πολύ σπουδαῖο τό ὑπούργημα αὐτό, γιατί εἶναι ἡ διακονία τοῦ Πνεύματος (Β' Κορ. 3, 6-9), τῆς καταλλαγῆς (Β' Κορ. 5, 18), τοῦ Εὐαγγελίου (Κολ. 1, 23 καί Ἐφεσ. 3,7), τῆς Ἐκκλησίας (Κολ. 1,25). Ἔτσι ἀγωνίζεται, αὐτό τό λειτούργημα τῆς διακονίας, νά τό φέρει εἰς πέρας ἐπάξια, γι' αὐτό καί ὁμολογεῖ: «Ἀλλ' οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι οὐδὲ ἔχω τὴν ψυχὴν μου τιμίαν ἐμαυτῷ, ὡς τελειῶσαι τὸν δρόμον μου μετὰ χαρᾶς καὶ τὴν διακονίαν ἥν ἔλαβον παρὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 20, 24).

*

Κατόπιν, ἡ Ἐκκλησία, σέ ἐφαρμογή τῆς μεγάλης αὐτῆς ἐντολῆς, τῆς πρός ἀλλήλους ἀγάπης, ἔρχεται καί διακονεῖ τόν ἄνθρωπο. Ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας πρός τό ἦθος τῆς διακονίας ἔχει τόν χαρακτῆρα μητρικῆς συνέπειας. Ὡς μήτηρ φιλόστοργος «ὡς ἄν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα» (Α' Θεσσ. 2,7), θυσιαζομένη «ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10,11) καί ἔχοντας τό λέντιον ὡς σύμβολόν της χάριν τοῦ πλησίον, φέρει τήν διακονία ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ βιώματός της.

Βασικό χαρακτηριστικό της εἶναι τό γεγονός ὅτι, προσευχομένη καί ἁγιάζουσα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ποιμαίνουσα καί διακονοῦσα τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ξεκινᾶ ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους καί συνεχίζει ἀνά τούς αἰῶνες νά διακονεῖ. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό τὸ παράγγελμα τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν», «πρόνοιαν ποιεῖσθε τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν καὶ πάντων τῶν δεομένων».

Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακονοῦν, ὅπως ὁ Μέγ. Ἀθανάσιος, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἔβλεπαν «... ἡ πενία τὸν ποριστήν, ἡ εὐπορία τὸν οἰκονόμον, οἱ νοσοῦντες τὸν ἰατρόν, οἱ ὑγιαίνοντες τὸν φύλακα τῆς ὑγείας...» καί ὅπως ὁ  Μέγ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος «περιήρχετο τά σπίτια τῶν ἀσθενῶν καί τούς περιεποιεῖτο αὐτοπροσώπως». Καί ἡ περίφημη «Βασιλειάς» του ἦταν ἕνα ἵδρυμα πραγματικῆς διακονίας σ’ ὅλους τούς τομεῖς. Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος ἐπάνω ἀπό τό ράσο του ἐνδυόταν τό «λευκόν λέντιον» καί ὑπηρετοῦσε ταπεινά, εἰδικά ὅλους τούς ἀσθενεῖς καί μάλιστα τούς λεπρούς.

Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι δύο σημαντικότατα ἔργα τῆς ἀρχαίας χριστιανικῆς φιλολογίας, ἡ «Λαυσαΐκή Ἱστορία» τοῦ Παλλαδίου καί ὁ «Λειμών» τοῦ Ἰωάννου Μόσχου, περιέχουν σπουδαῖα κατορθώματα διακονίας, μέ διήκουσα γραμμή τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης καί προσφορᾶς πρός τόν συνάνθρωπο. Εἰδικότερα, μέσα ἀπό τήν ἁπλοϊκότητα τῶν διηγήσεων, συναντοῦμε τόν φιλάδελφο μοναχό, τόν φιλόξενο, τόν πρόθυμο σέ συμπαράσταση, σέ ἀναψυχή καί παραμυθία τοῦ ἐξαντλημένου ὁδοιπόρου, τοῦ ἀστέγου, τοῦ πτωχοῦ, τοῦ πάσχοντος. Σ' ὅλες τίς σελίδες τῶν παραπάνω συγγραμμάτων πραγματικά διαλάμπει, ὡς συνέπεια τῆς ἀφοσιώσεως στό Θεό, ἡ ἀγάπη, ἡ διακονία, ἡ τιμή στόν πλησίον.

Ἀξίζει ν' ἀναφέρουμε ἀκόμη, ὡς φωτεινά παραδείγματα διακονίας, τήν Εὐδοκία τοῦ 5ου αἰῶνα, σύζυγο τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Β', πού ἵδρυσε «πτωχεῖον» στήν Παλαιστίνη καί ἐκεῖ προσέφερε τίς ὑπηρεσίες της καί τήν Εἰρήνη τοῦ 8ου αἰῶνα, σύζυγο τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Δ', πού ἵδρυσε εὐαγῆ ἱδρύματα στήν Κωνσταντινούπολη, μέ πνεῦμα διακονίας στίς δραστηριότητές τους.

Καθ' ὅλους τούς βυζαντινούς αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει νά διακονεῖ. Ἀποτελεῖ φωτεινό πρότυπο καί γιά τούς μετέπειτα αἰῶνες. Ἡ ὅλη προνοιακή ἐργασία ὑπέρ τῶν πασχόντων καί πτωχῶν ἦταν ἄρτια ὀργανωμένη, ἀποκλειστική ἐργασία τῆς Ἐκκλησίας «μέ ἐπί κεφαλῆς τούς κατά τόπους Ἐπισκόπους, βοηθουμένους, παλαιότερον μέν ὑπό τῶν Διακόνων καί Πρεσβυτέρων, βραδύτερον δέ ὑπό τοῦ Οἰκονόμου» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Βυζαντινῶν Βίος καί Πολιτισμός, τόμ. Β' Ι, σελ. 88).

Ἔπειτα, στά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, πάλιν ἡ Ἐκκλησία πρωτοστατεῖ καί διακονεῖ τό δοῦλο Γένος. Στά δυσχερῆ ἐκεῖνα χρόνια διακρίθηκε γιά τήν διακονία της, ἡ «Ἀρχόντισσα τῶν Ἀθηνῶν», ἡ Ἁγία Φιλοθέη: πραγματικά, τό Μοναστήρι της στήν Ἀθήνα, ὡς «οἰκόσημο» εἶχε τήν διακονία. Σ' αὐτό λειτουργοῦσε σχολεῖο, ἐργαστήριο τεχνῶν, νοσοκομεῖο, γηροκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, ξενῶνας ἀπόρων, πτωχῶν καί ἀστέγων. Ὅλα ἦσαν διαποτισμένα ἀπό τό φιλόθεο πνεῦμα τῆς διακονίας τῆς ἴδιας τῆς Ὁσίας καί τῶν συνεργατῶν της.

Κατά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση καί πάλι ἡ Ἐκκλησία διακονεῖ τόν λαό καί ἀργότερα, στά ἄλλα δύσκολα χρόνια, τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, μέ τούς χιλιάδες πρόσφυγες, ὡς καί ἀκόμη στά χρόνια τῆς Κατοχῆς. Σ' ὅλες αὐτές τίς περιόδους, πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀνεδείχθησαν διάκονοι τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς παραμυθίας, τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἀνθρωπιστικῆς βοήθειας. Καί δέν περιωρίζετο ἡ διακονία μόνο στήν ὑλική καί οἰκονομική στήριξη τῶν ἐμπερίστατων συνανθρώπων, ἀλλά ἐπεκτεινόταν καί στήν ἠθική καί πνευματική συμπαράσταση πρός αὐτούς .

Καί σήμερα, ἡ διακονία ἀσκεῖται στό σπίτι τοῦ πόνου, στό νοσηλευτικό ἵδρυμα, στίς στέγες γερόντων, στίς στέγες κατακοίτων, στά ὀρφανοτροφεῖα, στά συσσίτια, στά κέντρα ἀποκαταστάσεως δυσπροσαρμόστων ἀτόμων, στά κέντρα στηρίξεως οἰκογενείας, στίς στέγες φιλοξενίας ἀστέγων καί ἐμπεριστάτων,  στούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, στά ἱδρύματα περιθάλψεως ἀτόμων μέ νοητική ὑστέρηση ἤ μέ σύνδρομο down, σέ κέντρα γεροντολογίας καί προνοιακῆς ὑποστήριξης, σέ μονάδες ἀνακουφιστικῆς φροντίδας, σέ κέντρα ἀποθεραπείας καί ἀποκαταστάσεως. Ἡ Ἐκκλησιαστική διακονία εἶναι πράγματι κοντά στόν ἄρρωστο, στή χήρα, στό ὀρφανό, στόν ψυχολογικά βασανισμένο, στόν ἀπογοητευμένο, στόν ἄνεργο, στόν πεινασμένο, κοντά σέ τόσους καί τόσους συνανθρώπους μας. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει νά ἐπιδείξει στόν τομέα αὐτό τῆς διακονίας ἀδιαφιλονίκητους τίτλους τιμῆς, ἔργα, διακονήματα καί συνάμα μεγάλες μορφές ἤθους διακονίας. Εἶναι γνωστό ὅτι ὅλες οἱ Ἱερές Μητροπόλεις σήμερα ἀναμφίβολα ἐπιτελοῦν μεγάλο ἔργο διακονίας πρός τόν κάθε συνάνθρωπο. Εἰδικότερα, σπουδαιότατο ἔργο διακονίας, ἀπό τῆς ἱδρύσεώς της τό ἔτος 1936, συνεχίζει νά προσφέρει ἡ Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ πλείστους τομεῖς.

*

Ἀλλά, μέ τή λέξη διακονία νοεῖται προσέτι καί τό εἰδικό ἀξίωμα τοῦ Διακόνου στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.

Στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» ἔχουμε ἀναφορά στά τῆς ἐκλογῆς τῶν ἑπτά πρώτων Διακόνων. Πρῶτος ἀναφέρεται ὁ Στέφανος καί ἀκολουθοῦν οἱ: Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων, Παρμενᾶς καί Νικόλαος (Πράξ. 6,5). Οἱ Διάκονοι αὐτοί ἐξελέγησαν  ἀπό  τούς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ προσευχήθηκαν, ἔβαλαν ἐπάνω τους τά χέρια τους γιά  τή μετάδοση τῆς θείας χάριτος (Πράξ. 6,6). Ἔτσι, ἐπωμίσθησαν φιλανθρωπικά καθήκοντα στίς πρῶτες χριστιανικές κοινότητες καί βοηθοῦσαν τούς Ἀποστόλους στό ἔργο τους. Ἀνέλαβαν πρωτίστως τό ἔργο τοῦ «διακονεῖν τραπέζαις» (Πράξ. 6,2), στίς περίφημες «Ἀγάπες», τίς κοινές ἑστιάσεις τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἀλλά  μέ  τήν πάροδο τοῦ χρόνου τούς ἀνατέθηκαν καί ἄλλα καθήκοντα, ὅπως ἡ διακονία κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τό κήρυγμα καί ἡ κατήχηση, ὅπως καταδεικνύεται ἀπό τό βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων» στήν περίπτωση τοῦ Στεφάνου καί τοῦ Φιλίππου (Πράξ. στ΄5-8,  η΄26-40,  κα΄8).

Ἔτσι, ἀρχικά οἱ λέξεις «διακονία» καί «Διάκονος» εἶχαν γενική σημασία καί χρησιμοποιοῦνταν γιά ὅλα τά ἐκκλησιαστικά ὑπουργήματα.

Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ἀναφερόμενος στούς Διακόνους, ἐπισημαίνει τίς ἀρετές, πού πρέπει νά διακρίνουν τήν προσωπικότητα καί τόν βίο τους: «Διακόνους ὡσαύτως (δεῖ εἶναι) σεμνούς, μὴ διλόγους, μὴ οἴνῳ πολλῷ προσέχοντας, μὴ αἰσχροκερδεῖς, ἔχοντας τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρᾷ συνειδήσει. Καὶ οὗτοι δὲ δοκιμαζέσθωσαν πρῶτον, εἶτα διακονείτωσαν ἀνέγκλητοι ὄντες... Οἱ γὰρ καλῶς διακονήσαντες βαθμὸν ἑαυτοῖς καλὸν περιποιοῦνται καὶ πολλὴν παρρησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Α’ Τιμοθ. 3,8-10 καί 12-13).

*

Μετά τούς Ἑπτά Διακόνους καί ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων ἀναγνωρίζονται οἱ Διάκονοι ὡς κληρικοί. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἐξαίρει τή σημασία αὐτῶν στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει συγκεκριμένα: «Ὁμοίως πάντες ἐντρεπέσθωσαν τούς Διακόνους ὡς Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς καί τόν Ἐπίσκοπον, ὄντα τόπον τοῦ Πατρός, τούς δὲ Πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον Θεοῦ καὶ ὡς σύνδεσμον Ἀποστόλων. Χωρίς τούτων Ἐκκλησία οὐ καλεῖται» (Ἐπιστ. Τράλλ. Γ’).

Οἱ Διάκονοι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχαν τελετουργικόν ἔργον και συνάμα ἐπιστατικόν. Κυρίως ἦσαν οἱ βοηθοί τοῦ Ἐπισκόπου. Χαρακτηρίζονταν ὡς «ἀκοὴ καὶ ὀφθαλμὸς καὶ στόμα, καρδία τε καὶ ψυχή» τοῦ Ἐπισκόπου (Ἀποστ. Διατ. Β’, 44, Ἰγνατ. Ἐπιστ. Ἐφεσ. Β’, 1 και Ἐπιστ. Φιλαδελφ. Β’, 1-2). Καί δέν ἦταν μόνον ἡ βοήθεια στήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀλλά καί στήν ὅλη δράση τῆς φιλανθρωπίας. Ἦταν, δηλαδή, ὀφθαλμός, γιατί ὁ Διάκονος ἀγρυπνοῦσε γιά τήν ἀσφαλῆ τήρηση τῆς πίστεως. Αὐτί, γιατί ἄκουγε καί μετέφερε στόν Ἐπίσκοπο τά αἰτήματα τῶν πιστῶν. Στόμα, ἐπειδή μετέδιδε τίς ἀποφάσεις του. Ψυχή καί καρδία, διότι μέσῳ αὐτοῦ γίνονταν γνωστές οἱ ποικίλες ἀνάγκες τῶν πτωχῶν,  ὥστε ὁ Ἐπίσκοπος νά μεριμνᾶ γι’ αὐτούς.

Εἰδικότερα, κατά τήν λατρεία οἱ Διάκονοι βοηθοῦσαν τά μέγιστα γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Πρόσεχαν τήν ὅλη συμπεριφορά τῶν πιστῶν, μικρῶν καί μεγάλων στήν ἡλικία, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ὥστε νά εἶναι ἡ πρέπουσα. Οἱ «Ἀποστολικές Διαταγές» ἀναφέρουν: «Τὰ παιδία δὲ στηκέτωσαν πρὸς τῷ βήματι, καὶ Διάκονος αὐτοῖς ἕτερος ἔστω ἐφεστώς, ὅπως μὴ ἀτακτῶσιν˙ καὶ ἄλλοι Διάκονοι περιπατείτωσαν καὶ σκοπείτωσαν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας, ὅπως μὴ θόρυβός τις γένηται καὶ μὴ τις νεύσῃ ἤ ψιθυρίσῃ ἤ νυστάξῃ. Οἱ δὲ Διάκονοι ἱστάσθωσαν εἰς τὰς τῶν ἀνδρῶν θύρας καὶ οἱ Ὑποδιάκονοι εἰς τὰς τῶν γυναικῶν, ὅπως μὴ τις ἐξέλθῃ μήτε ἀνοιχθῇ ἡ θύρα, κἄν πιστός τις ᾖ» (Ἀποστ. Διατ. Η', 11). Συγχρόνως: «Εὐθὺς ὁ Διάκονος λέγει˙ μὴ τις τῶν κατηχουμένων, μὴ τις τῶν ἀκροωμένων, μὴ τις τῶν ἀπίστων, μὴ τις τῶν ἑτεροδόξων. Οἱ τὴν πρώτην εὐχὴν εὐχόμενοι προσέλθετε˙ τὰ παιδία προσλαμβάνεσθε αἱ μητέρες. μὴ τις κατὰ τινος, μὴ τις ἐν ὑποκρίσει˙ ὀρθοὶ πρὸς Κύριον μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἑστῶτες ὦμεν προσφέρειν» (Ἀπ. Διατ. Η’, 12). Ἐπίσης, κατά τήν Θεία Λειτουργία, οἱ Διάκονοι ἔλεγαν τά Εἰρηνικά καί τά Πληρωτικά, ἀνεγίγνωσκαν τήν Εὐαγγελική περικοπή, ἐκφωνοῦσαν τά Δίπτυχα, μετέδιδαν τήν Θ. Εὐχαριστία, ἀλλά  εἶχαν καί    τήν δυνατότητα τοῦ κηρύγματος.

Ὡραιότατα οἱ «Ἀποστολικές Διαταγές» γράφουν γιά τά καθήκοντα τοῦ Διακόνου: «Σὺ δὲ, ὁ Ἐπίσκοπος,... ὡς ἄν κυβερνήτης νηὸς μεγάλης, μετ’ ἐπιστήμης πάσης κέλευε ποιεῖσθαι τὰς συνόδους, παραγγέλλων τοῖς Διακόνοις, ὡσανεὶ ναύταις, τοὺς τόπους ἐκτάσσειν τοῖς ἀδελφοῖς, καθάπερ ἐπιβάταις, μετὰ πάσης ἐπιμελείας καὶ σεμνότητος. Καὶ πρῶτον μὲν ὁ οἶκος ἔστω ἐπιμήκης... ὅστις ἔοικε νηΐ... οἱ Διάκονοι παριστάσθωσαν εὐσταλεῖς τῆς πλείονος ἐσθῆτος˙ ἐοίκασι γάρ ναύταις καὶ τοιχάρχοις...» (Ἀπ. Διατ. Β’, 57).

Ἔτσι, οἱ Διάκονοι κατέστησαν μόνιμοι λειτουργοί κάθε χριστιανικῆς κοινότητας καί ἀνήκουν στόν πρῶτο ἀπό τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ἤτοι  τοῦ Διακόνου, τοῦ Πρεσβυτέρου και τοῦ Ἐπισκόπου.

*

Στό διάβα  τῶν αἰώνων, ὁ Διάκονος κατέστη τό «κόσμημα» τῆς Ἐκκλησίας. Θεωρεῖται  μιμητής τῶν Ἀγγέλων. Τό ὁράριον, τό ὁποῖο φορεῖ ἐπί τῶν ὤμων του κατά τή Θεία Λατρεία, εἰκονίζει τίς πτέρυγες τῶν ἁγίων Ἀγγέλων, ἐπειδή διακονεῖ κατέχων τάξη ἀγγελική. Περιζώννυται δέ τοῦτο, ὅταν πρόκειται νά μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, σέ ἔνδειξη συστολῆς καί ἱεροῦ δέους (βλ. Συμεών,  Ἀρχιεπ. Θεσ/κης,  Ἅπαντα, 1882, σελ. 165).

Ἰδιαίτερα οἱ Διάκονοι τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί κατά τή διάρκεια τῶν διωγμῶν μεριμνοῦσαν γιά τούς δοκιμαζομένους χριστιανούς καί εἶναι πολλές καί συγκινητικές οἱ ἱστορικές ἀναφορές γιά τήν ὑλική καί ἠθική συμπαράστασή τους πρός αὐτούς. Πολλοί, μάλιστα, ἀνεδείχθησαν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρουμε, ἐκτός ἀπό τούς Ἑπτά Διακόνους, μερικούς ἀκόμη, ὅπως:  τόν Εὔπλο ἀπό  τή Σικελία (3ος αἰ.), τόν Λαυρέντιο ἀπό τή Ρώμη (3ος αἰ.), τόν Φαῦστο ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια (3ος αἰ.), τόν Ἀμμοῦν ἀπό τήν Ἀνδριανούπολη (4ος αἰ.), τούς Κύριλλο και Δημήτριο ἀπό τήν Κύπρο (4ος αἰ.), τόν Ἀειθαλᾶ ἀπό τήν Περσία (4ος αἰ).

*

Ἐκτός ἀπό τούς Διακόνους ἡ Ἐκκλησία ἔχει καί τούς  Ὑποδιακόνους, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν τήν χειροθεσία ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί ἀνήκουν στόν κατώτερο Κλῆρο. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἔργο τῶν Ὑποδιακόνων ἦταν ἡ φύλαξη τῶν θυρῶν μετά τήν ἀποχώρηση τῶν κατηχουμένων, γι’ αὐτό καί σήμερα, μετά τήν χειροθεσία του και τήν ἀπόνιψη τοῦ χειροθετοῦντος Ἀρχιερέως, ὁ Ὑποδιάκονος ἀναφωνεῖ τρίς τό: «ὅσοι πιστοί», πού ὑπενθυμίζει τό πρώτιστο ἀρχαῖο ἔργο του. Εἶχε βέβαια καί ἄλλα καθήκοντα κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας.

Ἐπίσης, στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ὑπῆρχαν καί γυναῖκες Διακόνισσες, ὅπως ἡ Φοίβη στίς Κεγχρεές, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ Ἀπ. Παῦλος (Ρωμ. 16, 1-2). Ἀλλά καί ἄλλοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς καί ἱστορικοί κάμνουν λόγο γιά τόν διακονικό αὐτό θεσμό. Μάλιστα, τό ἔργο τους ὑπῆρξε σπουδαιότατο καί χρήσιμο γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στούς τομεῖς τῆς κατήχησης, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ἱεραποστολῆς, τῆς εὐπρέπειας τῶν ναῶν. Ἡ πλέον γνωστή Διακόνισσα τῶν χρόνων τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἡ ἁγία Ὀλυμπιάς, ἡ συνεργάτις τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Μέ τό τέλος τοῦ βυζαντινοῦ κράτους ἐξέλιπε καί ὁ θεσμός αὐτός (βλ. περισσότερα, στήν Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 4, λῆμμα «Διακόνισσα» τοῦ καθηγ. Εὐ. Θεοδώρου, στ. 1144-1151).

*

Ἡ διακονία εἶναι βαθύτερη ἔννοια, περιεκτικότερη ἀπό τόν ἐθελοντισμό. Κρύβει μέσα της καί αὐτή τήν αὐτοθυσία. Εἶναι ἡ «καρδία ἡ ἐλεήμων», ἡ «καῦσις καρδίας», ὡς λέγει ἡ «Κλῖμαξ». Καρδιά, πού νά δίνεται, νά μπορεῖ νά κλείνει ὅλους τούς ἀνθρώπινους πόνους, τά βογγητά τῆς γῆς, νά στέκει ὄρθια πλάϊ στόν ἀνήμπορο, στόν ἡλικιωμένο, στόν μοναχικό, στόν παραστρατημένο. Διακονία σημαίνει συμπαράσταση στό παράπονο τῆς μάνας καί στήν πίκρα τοῦ πατέρα. Διακονία σημαίνει συμμετοχή στή θλίψη τοῦ πλησίον συνανθρώπου μας ἀλλά καί στή χαρά του, ὡς ἐφαρμογή τοῦ παύλειου λόγου: «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 13,15). Ἡ ἄσκηση τῆς διακονίας ἔχει τήν ἄπειρη ὀμορφιά τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ διακονία περικλείει ἀκόμη ἐκτός ἀπό τή βαθειά ἔννοια τῆς ἀγάπης καί τήν ἔννοια τῆς φιλαδελφίας. Λέγει ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος: «τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι» (Ρωμ. 12,10). Παροτρύνει, δηλαδή, τούς χριστιανούς νά συνδέονται πρός ἀλλήλους μέ φιλαδελφία, μέ φιλοστοργία, μέ αὐθεντικό πνεῦμα διακονίας πρός τόν ἄλλον. Ἄλλωστε, ὅλοι μας εἴμεθα ἑνός Πατέρα τέκνα.

Ἡ διακονία εἶναι ἡ προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ στόν πλησίον. Ἀνοίγει τήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Ἐξασφαλίζει τήν αἰωνιότητα. Καί προσφέρει ἐσωτερική ἀγαλλίαση, γιατί πλουτίζει τήν ζωή. Ἡμερώνει τήν κοινωνία. Ὅπου δέν ὑπάρχει διακονία, ἔρχεται κοινωνία ἀπανθρωπίας. Ἀνήκει, συνεπῶς ἡ διακονία  στό περιεχόμενο τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους καί συντελεῖ στήν ἀνύψωση τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ψυχῆς. Λοιπόν, «μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α’ Κορ. 10,24).

Κατ' ἀκολουθίαν, προβάλλει ἐνώπιόν μας καί στούς καιρούς μας τό ἱερότατο χρέος τῆς διακονίας. Σέ μιά ἐποχή ἀντιπνευματική καί μηχανοκρατική, πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή σκληροκαρδία τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀδιαφορία,  τόν ἀπομονωτισμό, τά πολλά ψυχολογικά προβλήματα, τήν ἐσωτερική ἀναταραχή, τά ναυάγια περί τήν πίστη, ἀλλά καί τόν πόνο -ἐνίοτε κρυφό- καί τόν παραπικρασμό, ἡ διακονία πρός τόν πλησίον, μ’ ὅλες τίς μορφές της, εἴτε λειτουργική εἴτε διδακτική εἴτε  φιλανθρωπική, μαρτυρεῖ εὐγένεια τοῦ «ἔσω ἀνθρώπου», συνιστᾶ κόσμημα ψυχῆς καί ἀποτελεῖ ὑψηλό εὐεργέτημα πρός τήν «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ», τόν ἄνθρωπο.       

© Copyright 2023 Ιερά Μητρόπολις Μάνης Back To Top