Ὁ Γέροντας Μητροπολίτης, τοῦ σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Σηλυβρίας Αἰμιλιανός (Τιμιάδης) ἐκοιμήθη στίς 22 Φεβρ. τοῦ ἔτους 2000 στὸ Ἐκκλησιαστικό Ἵδρυμα, τὸ Ἀγάπης Μέλαθρον «Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ», τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας, ὅπου καὶ διέμενε φιλοξενούμενος τὰ τελευταία χρόνια τῆς ζωῆς του.
Ὁ ἀοίδιμος εἶχε γεννηθεῖ στίς 10 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1916 στό Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τὸ 1934 ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Δημόσια Ἐμπορική Σχολὴ Ἀθηνῶν, ἐνῶ τὸ 1940 ἀπὸ τὴν ἱστορική θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Ἔλαβε σπουδαιότατη θρησκευτική ἀγωγὴ στὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καὶ ἀποκτῶντας πολλὰ πνευματικὰ ἐφόδια, ἀνοίχθηκε στὸν κόσμο, ἀνὰ τὴν οἰκουμένη, γιὰ νὰ προσφέρει ζῶσα τὴν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Οἱ δυσκολίες ἦταν πολλές, σὲ χρόνια μὲ πολλὲς ἀντίξοες συνθῆκες καὶ μὲ πενιχρά μέσα, ἀλλ’ ἐκεῖνος κατόρθωσε καὶ ἔδωσε τὴν μαρτυρία ἀληθείας τοῦ ὀρθοδόξου πνεύματος καὶ ἤθους σέ ξένους τόπους. Δὲν εἶναι ὀλίγοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἀξιόλογη προσωπικότητά του γνώρισαν τὴν ὀρθοδοξία, τὴν μελέτησαν καὶ τὴν ἀσπάστηκαν. Μάλιστα, κορυφαῖοι Εὐρωπαῖοι ἐπιστήμονες ἐπέστρεψαν στὴν ὀρθοδοξία χάρις στὴ θεολογική παρουσία τοῦ Ἱεράρχου. Ἤξερε νὰ διαλέγεται μὲ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, εἶχε τὴν ὑπομονὴ ν᾿ ἀκούει τὰ προβλήματα καὶ μὲ πολλὴ διάκριση ἔδινε λύσεις. Ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ἀκόμη, ὅτι θεῖος του ἦταν ὁ ἅγιος-ἐθνομάρτυρας Αἰμιλιανός (Λαζαρίδης), Μητροπολίτης Γρεβενῶν, ὁ ὁποῖος κατακρεουργήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους το 1911.
Μὲ τέτοιες πνευματικὲς καὶ ἐθνικές ρίζες, ὁ ἀείμνηστος Αἰμιλιανὸς χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Αἰμιλιανὸ, τήν 8ην Αὐγούστου 1940 καὶ πρεσβύτερος ἕνα χρόνο ἀργότερα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Δέρκων Ἰωακείμ, τὴν 29ην Ἰουνίου 1941. Ὡς πρεσβύτερος ὑπηρέτησε στόν Ἱ. Ναό Ἁγ. Γεωργίου Μακροχωρίου Κων/λεως μέχρι το 1947, ὁπότε διορίσθηκε Πρωτοσύγκελλος τοῦ Μητροπολίτου Θυατείρων Γερμανοῦ (Στρηνοπούλου) στὸ Λονδῖνο. Παράλληλα, συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδὲς στὴν Ποιμαντική Θεολογία καί Ἐξομολογητικὴ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, ἀπ' ὅπου τὸ 1951 ἔλαβε τόν τίτλο B.LITT. ὑποβάλλοντας τὴν διατριβή «The Ains of Penance». Τό 1952 διορίζεται στό Βέλγιο ἱερεύς καί ἐργάζεται μὲ πολὺ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση κοντά στούς ἀνθρακωρύχους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀποτελεῖτο τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλὰ δὲν ἦταν μόνον οἱ ἀνθρακωρύχοι στὸ Βέλγιο οἱ ὁποῖοι βοηθήθηκαν. Ἦσαν ἀκόμα οἱ ναυτικοί στήν Ἀμβέρσα καὶ τὸ Ρόττερδαμ καὶ τόσοι ἄλλοι ξενιτεμένοι Ἕλληνες καί ξένοι, ποὺ ζητοῦσαν τὴν συμβουλή του καὶ τὴν συμπαράστασή του. Καὶ ὁ Αἰμιλιανὸς στάθηκε γιὰ ὅλους σύμβουλος καὶ πνευματικὸς καθοδηγός.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπον Μελόης (6 Σεπτεμβρίου 1960) καί ἡ εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία του ἔγινε τὴν Κυριακὴ 25 Σεπτεμβρίου 1960 στὸν Ἰ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Παρισίων ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων Ἀθηναγόρα καὶ τοὺς Ἐπισκόπους Κατάνης Κασσιανό, Ρηγίου Μελέτιο, Θερμῶν Χρυσόστομο καὶ Ἀπαμείας Ἰάκωβο. Τὸ 1967 προήχθη εἰς τιτουλάριον Μητροπολίτη Καλαβρίας καὶ τὸ 1978 εἰς Μητροπολίτη Σηλυβρίας. Σημειώνουμε ἀκόμη, ὅτι τὸ 1965 ἔγινε διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μὲ διατριβή του ἡ ὁποία εἶχε τὸ θέμα: «Ὑπάρχουν ἀσυγχώρητα ἁμαρτήματα εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν;». Δίδαξε ὀρθόδοξη θεολογία σὲ πολλὰ ξένα πανεπιστήμια στὴν Ἀγγλία, Ἑλβετία, Φιλλανδία καὶ στὶς Η.Π.Α. Πλούσιο ἦταν καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο. Πρωτότυπο, στοχαστικό, ποιμαντικό.
Ὁ ἀοίδιμος σεβάσμιος λόγιος Ἱεράρχης, ὑπῆρξε ἄνθρωπος πολλῆς ἀγάπης καί μεγάλου ἱεραποστολικοῦ ζήλου, μειλίχιος, ταπεινός, εὐγενής, ἤρεμος, ἁπλοῦς, ἀνιδιοτελής, κατ' ἐξοχὴν ἐλεήμων. Ἦταν ἕνας «καλὸς ποιμὴν» σὲ Ἑλλάδα καὶ ἐξωτερικό.