Slide background

xristos

Σε συνέχεια των μηνιαίων συνεντεύξεων που παραχωρεί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄, στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Arxon.gr, έχουμε την τιμή σήμερα, να παρουσιάσουμε συνέντευξή του με θέμα το “Πρόσωπο του Ιησού Χριστού“.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

– Μιλήστε μας για το Πρόσωπο του Χριστού.

Ἀνάξιοι εἴμεθα γιά νά μιλήσουμε γιά τόν Χριστό. Ὅμως ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Του, ψελλίζουμε λόγους γιά τό Θεῖο Πρόσωπό Του. Ναί, δηλαδή, μέ ρωτᾶτε νά μιλήσουμε περί Χριστολογίας. Αὐτό εἶναι τό ὅλο περιεχόμενο τοῦ ἐρωτήματός σας. Στή Χριστολογία, λοιπόν, σ’ αὐτή ἀκριβῶς περιλαμβάνεται ἡ σάρκωση, ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄλλως μέ τήν θεολογική ὁρολογία ἡ ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Νά ἐξηγήσουμε δι’ ὀλίγων λόγων.

     Πρῶτον, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου. Εἶναι ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐν χρόνῳ πραγματοποίηση τῆς ἀϊδίου μυστηριώδους θείας βουλήσεως. Αὐτό ἔγινε μέ σκοπό τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔγινε ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ἡ σάρκωση ἤ ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ βέβαια μέγα μυστήριο γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μία ὑπερφυσική ἀλήθεια τῆς πίστεως. 

     Δεύτερον, ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος κατά πάντα ὅμοιος πρός ἐμᾶς ἐκτός τῆς ἁμαρτίας, εἶναι τό δεύτερον Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι ὁμοούσιος τῷ Πατρί καί ἀϊδίως ὑπάρχων παρά τῷ Πατρί. Ὑπῆρχαν, ὡστόσο, καί ἀρνητές τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ Ἄρειος καί οἱ ὀπαδοί του καί οἱ ὁποῖοι κατεδικάστηκαν ἀπό τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Καί σήμερα βέβαια ὑπάρχουν καί διάφοροι «θεολογούντες» πού λένε, ὅτι ἄλλος εἶναι «ὁ Χριστός τῆς ἱστορίας» καί ἄλλος «ὁ Χριστός τῆς πίστεως». Κυρίως Προτεστάντες τά λέγουν αὐτά.

     Τρίτον, ὑπάρχει ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ πού δηλώνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὄχι μόνο τέλειος Θεός ἀλλά καί τέλειος ἄνθρωπος, ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, χωρίς βέβαια ἁμαρτίας. Πάλιν καί σ’ αὐτή τήν δογματική διδασκαλία ἐμφανίστηκαν ἀρνητές τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ, ἄλλοι πλήρως καί ἄλλοι μερικῶς. Αὐτοί ἦταν οἱ Δοκητές, οἱ Ἀπολλιναριστές, οἱ Μονοφυσῖτες καί ἄλλοι. Καί αὐτοί βέβαια κατεδικάστηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. 

     Καί τέταρτον, οἱ δύο αὐτές φύσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, ἑνώθησαν στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἄλλως στήν ὑπόστασί Του. Ἔτσι μιλᾶμε γιά τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Καί αὐτή ἡ ἕνωση ἔγινε: «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως». Ἔτσι ὁ Χριστός ἔχει δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη καί δύο φυσικές θελήσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη καί κατά συνέπειαν ἔχουμε καί μία προσκύνηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεανθρώπου. Ὅλα αὐτά εἶναι δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὐτέστιν ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας γιά τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. 

– Τί έχετε να μας πείτε για την Γέννηση, τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού; Αυτοί δεν είναι οι κορυφαίοι σταθμοί του επίγειου βίου του Χριστού;

Βεβαίως. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, γεννήθηκε στή Βηθλεέμ, ἔπαθε, σταυρώθηκε, ἀπέθανε καί ἐτάφη καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Καί ὅλα αὐτά γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν λύτρωσή μας ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁλόκληρη ἡ θεία ζωή τοῦ Χριστοῦ ἔχει πράγματι σωτηριώδη σημασία γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅλοι, δηλαδή, οἱ σταθμοί, ὅπως τούς ὀνομάσατε, τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου ἦσαν καί εἶναι θεία Ἀποκάλυψη. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι «διά τοῦτο (=γι’ αὐτό ἔγινε) ἡ μετά σαρκός ἐπιδημία (=ὁ ἐρχομός) Χριστοῦ, αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις (=ὁ βίος του ὅπως περιγράφεται στά Εὐαγγέλια), τά Πάθη, ὁ Σταυρός, ἡ Ταφή, ἡ Ἀνάστασις, ὥστε τόν σωζόμενον ἄνθρωπον διά μιμήσεως Χριστοῦ τήν ἀρχαίαν ἐκείνην υἱοθεσίαν (=δηλ. τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν) ἀπολαβεῖν». Αὐτό τό ὁμολογοῦμε καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅταν λέγουμε: «Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν… τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν… ἐνανθρωπήσαντα… σταυρωθέντα… καί ταφέντα καί ἀναστάντα καί ἀνελθόντα εἰς τούς οὐρανούς καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός…». 

     Ἔτσι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πρώτιστον δόγμα. Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι ἐσώθημεν καί ἐθεώθημεν κατά χάριν. Τό μυστήριο βέβαια τοῦτο μένει ἄρρητο καί νοούμενο ἄγνωστο. Δέν θά πρέπει μάλιστα νά ἐξετάζουμε τό Μυστήριο, διότι θά εἴμαστε ὄντως ἀσύνετοι. Εἶναι αὐτό ἀπερινόητο καί ὅπως λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος «ὁμολογουμένως μέγα ἐστι τό μυστήριον τῆς εὐσεβείας ἡμῶν  ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Ἤ ὅπως λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «Τό κατά φύσιν ζητείσθω, τό δέ ὑπέρ φύσιν σιγῇ τιμάσθω, οὐχ ὡς φευκτόν, ἀλλ’ ὡς ἀπόρρητον καί σιωπῇ τιμᾶσθαι ἄξιον». Ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι θεῖο Μυστήριο.

     Ἔπειτα ὁ Χριστός πρόσφερε τόν Ἑαυτό Του θυσία ὑπέρ ἡμῶν. Μέ τό Τίμιο καί Ἅγιον Αἷμα Του ὁ Χριστός πάνω στό Σταυρό ἔγινε τό ἱλαστήριο θῦμα, Ἀναμάρτητος Αὐτός, «τάς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐνήνεγκεν ἐν τῷ σώματι Αὐτοῦ ἐπί τό ξύλον», τόν Σταυρό. Θύτης ἅμα καί θῦμα γενόμενος ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ἔδωσε τήν ψυχή Του «λύτρον ἀντί πολλῶν». Ὁ Κύριος «ὑπέρ πάντων ἀπέθανε». Εἶναι ἡ ὑπέρτατη θυσία τοῦ Θεανθρώπου.

     Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως θνήσκων, μέ τήν μετέπειτα ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του συντρίβει, νικᾶ τόν θάνατο. Αὐτό εἶναι τό μοναδικό. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος λέγει πολύ χαρακτηριστικά: «Ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος τόν θάνατον ἐθανάτωσε». Μάλιστα, χωρισθείσης μέ τόν θάνατο τῆς ψυχῆς ἀπό τοῦ σώματος καί κατελθούσης στόν Ἅδη, τό σῶμα τό παρέλαβε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί τό ἐνεταφίασε. Ἐνῶ ὅμως θά ἔπρεπε κατά τούς φυσικούς νόμους νά ἀρχίσει νά ἀποσυντίθεται, τοῦτο παρέμεινε ἀπόλυτα ἀνέπαφο. Ὅπως γράφει ὁ ἱερός ὑμνογράφος «Χριστός διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος». Αὐτή ἡ ἀφθαρσία τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου ὀφείλεται στό ὅτι καί μετά τόν σωματικό θάνατο, ἡ θεότητα παρέμεινε ἑνωμένη μετά τοῦ σώματος, ὅπως παρέμεινε ἑνωμένη καί μετά τήν εἰς Ἅδου κάθοδο τῆς ψυχῆς. Λέγει καί τό τροπάριο τῆς Ἀκολουθίας τῆς Προσκομιδῆς: «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ἅδῃ δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός». Ἔτσι ὁ Χριστός μέ τόν θάνατό Του καί διά τοῦ σώματος Αὐτοῦ, τοῦ ἑνωμένου μέ τήν θεότητα καταλύει τόν θάνατο καί μέ τήν ψυχή Αὐτοῦ, τῆς ἐπίσης ἑνωμένης μέ τήν θεότητα συντρίβει τόν Ἅδη καί ἐλευθερώνει τούς ἐκεῖ δεσμίους. Μάλιστα, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅτι «ὁλόκληρον τό σῶμα ἀνέστη ἐπεί μηδέ ἄλλου τινός, ἀλλ’ αὐτῆς τῆς ζωῆς ἦν τό σῶμα». Ἔτσι Σταύρωση καί Ἀνάσταση ἀποτελοῦν δύο ἐνέργειες πού διαγράφουν τό θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. 

     Ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἀνάσταση, ναί, ὁ Κύριος ἀνεστήθη. Τοῦτο εἶναι ἱστορικό γεγονός. Δέν εἶναι ψεῦδος. Εἶναι ἀλήθεια. Καί ἡ πιό τρανή ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ ἐμφανίσεις Του γιά σαράντα ἡμέρες μέχρι τήν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς. Τόν Ἀναστάντα Κύριον τόν εἶδαν πολλοί καί κατ’ ἐπανάληψιν. Τά Ἱερά Εὐαγγέλια καί ὁ Ἀπ. Παῦλος μιλοῦν γιά τίς ἐμφανίσεις αὐτές. Ἄλλωστε, οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου, ἐάν δέν εἶχαν βεβαιωθεῖ γιά τήν Ἀνάσταση, δέν θά μποροῦσαν οὐδόλως νά Τόν κηρύξουν, ὡς τόν μόνο ἀληθινό Θεό, ἀνά τήν οἰκουμένη, ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου. Ἔτσι τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὁλοκληρώθηκε μέ τήν Ἀνάστασή Του καί ἡ Ἐκκλησία ἐπακριβῶς στή συνέχεια στηρίζεται στήν Ἀνάσταση. Λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή καί ἡ πίστις ἡμῶν». Χωρίς τήν Ἀνάσταση ὅλα θά ἦταν μάταια. «Χωρίς τήν Ἀνάσταση δέν θά ὑπῆρχε χριστιανισμός» ὅπως ἔλεγε προσφυέστατα ὁ ἀείμνηστος καθηγητής τῆς ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης Γαλίτης. Γι’ αὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως.

– Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της διδασκαλίας του Χριστού;

     Ἡ κεντρική διδασκαλία, θά λέγαμε, τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πῶς θά ἐπανέλθουμε στόν «Κῆπο τῆς Ἐδέμ», στόν Παράδεισο. Πῶς θά γίνουμε πολῖτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, τῆς θείας Διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Τό Εὐαγγέλιο πού τά λέγει ὅλα αὐτά εἶναι ὁ νόμος τῆς πίστεως καί ἔτσι διά τῆς πίστεως δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ πίστη στό Χριστό εἶναι ἐκείνη τελικά πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἐκπλήρωση τοῦ θείου θελήματος. Ἡ ἀπιστία ἀντίθετα εἶναι ἡ γενέτειρα τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν σώζουσα ἀλήθεια. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος μίλησε γιά μετάνοια, τήν ὁλοκληρωτική ἀπάρνηση τοῦ παλαιοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ καί τήν ἐπιστροφή στό Θεό Πατέρα, ὡς ὁ ἄσωτος ἐκεῖνος υἱός τῆς Παραβολῆς. Ὁ Χριστός συνδέει ἄμεσα τό γεγονός τῆς μετάνοιας μέ τήν Βασιλεία Του: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», μᾶς λέγει. Καί βέβαια ἡ πίστη καί ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος ἐκδηλώνεται μέ τήν ταπεινοφροσύνη, τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἀγάπη. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Κύριος λέγει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου˙ αὕτη ἐστι πρώτη καί μεγάλη ἐντολή, δευτέρα δέ ὁμοίᾳ αὐτῇ˙ ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆται κρέμανται». Καί αὐτά πραγματώνονται μέ τήν Θεία Χάρι διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. 

– Διεπίστωσα, μιλώντας για τον Ιησού Χριστό, ότι χρησιμοποιήσατε διάφορα ονόματα για το Πρόσωπό Του. Είπατε, Υιός του ανθρώπου, Χριστός, Κύριος, Σωτήρ και άλλα. Όλα αυτά έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία;

Ναί, εἶναι οἱ λεγόμενοι χριστολογικοί τίτλοι, οἱ προσωνυμίες γιά τόν Χριστό καί ὅλες ἔχουν τήν ἀξία καί τήν σημασία τους. Ἀξίζει, λοιπόν, νά ἀναφέρουμε μερικές προσωνυμίες. 

     Ἰησοῦς: Σημαίνει Σωτήρ. Κατ’ ἀκρίβειαν, Θεός Σωτήρ. Τό ὄνομα αὐτό δόθηκε κατά θεία ἐντολή στόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος κατά τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πρός τήν Θεοτόκο τῆς εἶπε: «Ἰδού συλλήψει ἐν γαστρί καί τέξει υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν». Τό ἴδιο ὄνομα εἶπε καί στόν δίκαιο Ἰωσήφ πάλιν ὁ ἄγγελος, ὅτι ἡ Παρθένος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου «τέξεται υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν», καί μέ τό ὄνομα αὐτό, «Ἰησοῦς» τόν γνώρισαν οἱ μαθητές καί ὁ λαός. Καί μάλιστα ὁ Πιλάτος στήν ἐπιγραφή ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἔγραψε αὐτό τό ὄνομα. 

     Χριστός: Μέ τό λατρευτό ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπως εἴπαμε, συνδέεται στενότατα καί τό ὄνομα Χριστός. Εἶναι λίαν χαρακτηριστική ἡ προσωνυμία Ἰησοῦς Χριστός! Αὐτό μάλιστα τό ὄνομα εἶναι τό πιό γνωστό καί ἀπ’ αὐτό ὀνομαστήκαμε χριστιανοί. Χριστός σημαίνει Μεσσίας. Δηλαδή, εἶναι ὁ χρισμένος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι Ἐκεῖνος πού φέρει τό τρισσόν ἀξίωμα: Ἀρχιερεύς, Προφήτης, Βασιλεύς. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς Ἀρχιερεύς προσέφερε τόν ἑαυτό Του θυσία ἀπείρου ἀξίας πάνω στό Σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ καί μεσιτεύει διηνεκῶς γιά μᾶς στόν οὐράνιο Πατέρα Του, ὡς Προφήτης κήρυξε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὡς Βασιλεύς ἵδρυσε τήν αἰώνια καί ἀκατάλυτο βασιλεία Του, τήν Ἐκκλησία. 

     Ἐμμανουήλ: Ὀνομάζεται ἔτσι ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού σημαίνει «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν». Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Τό εἶχε πρίν τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ προαναγγείλει ὁ προφήτης Ἡσαΐας ὅταν εἶπε: «Ἰδού, ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». Καί ὁ ἄγγελος Κυρίου τό εἶπε καί στόν δίκαιο Ἰωσήφ πρίν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, τό νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τό ὁποῖο θά γεννιόταν τόσο ἄσημα καί πτωχικά στή φάτνη θά ἦταν ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος θά λάμβανε ἀνθρωπίνη σάρκα γιά νά μείνει μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους γιά τή σωτηρία μας. 

     Λόγος: Εἶναι ἕνα ἄλλο ὄνομα μέ τό ὁποῖο ὀνομάζεται ὁ Χριστός. Χαρακτηριστικά στό πρῶτο κεφάλαιο καί στόν πρῶτο στίχο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου διαβάζουμε: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν». Καί λίγο παρακάτω μᾶς λέγει: «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός, πλήρως χάριτος καί ἀληθείας». Γιατί, ὅμως, ὀνομάζεται Λόγος; Διότι γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα, χωρίς ὁ Θεός Πατήρ νά πάθει καμμία μεταβολή ἤ ἀλλοίωση. Γεννᾶται δέ προαιωνίως ἐφόσον προαιωνίως ὑπῆρχε καί ὑπάρχει ὁ Θεός καί ἐξαγγέλλει σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους τό θέλημα τοῦ Πατρός, ὅπως ἀκριβῶς ὁ προφορικός λόγος καθιστᾶ γνωστά στούς ἄλλους τά διανοήματα τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια γιά νά γίνει πιό κατανοητό, ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ. Αὐτός ὁ νοῦς γεννᾶ τόν προφορικό λόγο, χωρίς νά παθαίνει τίποτα καί χωρίς νά μεταβάλλεται καί ἐκφράζει ἐκεῖνα πού ὑπάρχουν μέσα στόν ἀνθρώπινο νοῦ. Ἔτσι ὅπως λέγει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ὀνομάζεται τό δεύτερον πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος Λόγος, διότι ἔχει τοιαύτην στενήν καί μυστηριώδη σχέσιν πρός τόν Πατέρα, τήν ὁποίαν ἔχει ὁ προφορικός λόγος τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν νοῦν». Ἐπιπλέον, ἡ λέξη λόγος στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα σημαίνει τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἔγινε καί γιά τήν ὁποία ὑπάρχει κάτι. Ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι ὁ λόγος, δηλαδή εἶναι μαζί μέ τόν Πατέρα ἡ αἰτία πού ἔγινε ὅλος ὁ ὁρατός καί ἀόρατος κόσμος καί βέβαια ἡ αἰτία καί τῆς δικῆς μας πνευματικῆς ἀναδημιουργίας καί σωτηρίας. 

     Υἱός Θεοῦ: Ὁ Χριστός, ἐν προκειμένῳ, δέν λέγεται Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τή σημασία μέ τήν ὁποία λέγονται οἱ ἄνθρωποι. Γιατί καί οἱ ἄνθρωποι ἀποκαλοῦνται υἱοί Θεοῦ καί τέκνα Θεοῦ, ἀλλά αὐτό εἶναι κατά χάριν, κατά συγκατάβασιν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ὅμως λέγεται «Υἱός τοῦ Θεοῦ» μέ ἐντελῶς διαφορετική σημασία, διότι εἶναι Θεός, ἴσος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν ὑπάρχει ἄλλος ἴσος πρός αὐτόν υἱός καί γι’ αὐτό καί λέγεται ὁ Μονογενής Υἱός, ὁ Ἕνας καί ὁ Μοναδικός. Στή Κ. Διαθήκη ἀποδίδεται στό Χριστό πολύ συχνά τό ὄνομα Υἱός Θεοῦ. Κυρίως στόν Ἰορδάνη ποταμό κατά τήν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ Οὐράνιος Πατήρ διεκήρυξε, ἀκούστηκε ἡ φωνή: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν ᾧ εὐδόκησα». Καί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ὠνόμασε τόν ἑαυτό Του Υἱόν Θεοῦ. Τό ἴδιο καί οἱ μαθητές. Ὁ Ἀπ. Πέτρος, ὅταν ὁ Χριστός ρώτησε τούς μαθητές, τί νομίζουν περί αὐτοῦ, ἔδωσε τήν ἀπάντηση: «Σύ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Τό ὄνομα αὐτό, Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔχει βαθύτατη σημασία πού δύσκολα ἐμεῖς μποροῦμε νά κατανοήσουμε. 

     Υἱός τοῦ ἀνθρώπου: Ἐκτός ἀπό «Υἱός τοῦ Θεοῦ» ὀνομάζεται καί Υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρῶτο, δηλώνει τήν θεότητα αὐτοῦ, τήν σχέση Του μέ τόν Πατέρα, τήν ἄπειρη δόξα καί ἐξουσία, τό δέ δεύτερο, δηλώνει τήν ἄκρα συγκατάβαση, τήν ἄπειρο ταπείνωση γιά τήν δική μας σωτηρία. Δηλώνει ἀκόμη καί τήν θλίψη καί πόνο πού ἀνέλαβε γιά μᾶς. «Ἐκένωσε», ὅπως γράφεται, τόν ἑαυτό του ἀπό τήν δόξα καί μακαριότητά Του, ἔγινε ἄνθρωπος, ἔζησε μέ πτωχεία. Δέν εἶχε πού νά κλίνει τήν κεφαλή. Προδίδεται ἀπό τόν Ἰούδα, ἐγκαταλείπεται ἀπό τούς μαθητές, ὑποφέρει τόσα πάθη καί πεθαίνει ἐπάνω στό Σταυρό. Ὅλα αὐτά γιά τή δική μας λύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Ἔτσι ὁ Κύριος τίμησε καί δόξασε τό ὄνομα «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» καί ὅλους τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων πού θά θελήσουν νά γίνουν μαθητές Του καί θά πιστέψουν σ’ Αὐτόν. 

Κύριος: Ἔχει τήν βαθειά ἔννοια ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔχει θεία ἐξουσία καί κυριότητα, ὅπως ὁ Θεός Πατήρ. Ἄλλωστε τό ὄνομα Κύριος ἀποδίδεται πάντοτε στό Θεό. Παντοῦ σ’ ὅλη τήν Κ. Διαθήκη ὁ Χριστός ἀποκαλεῖται «Κύριος καί Θεός». Αὐτός ὁ ἴδιος συνομιλῶντας μέ τούς μαθητές Του κατά τήν νύκτα τῆς Μεγ. Πέμπτης τούς εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων: «Σεῖς μέ ὀνομάζετε ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος˙ καί καλῶς λέγεται˙ διότι εἶμαι ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος». Ὁ Ἀπ. Θωμᾶς πώς τόν ὁμολογεῖ καί τόν προσκυνεῖ;: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Καί ὁ Ἀπ. Παῦλος στίς ἐπιστολές του τόν ὀνομάζει «Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν». Μάλιστα στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του γράφει ὅτι «ὁ Θεός ἀνύψωσεν αὐτόν καί τοῦ χάρισε ὄνομα, τό ὄνομα Κύριος, τό ὁποῖο εἶναι ἀνώτερο ἀπό κάθε ἄλλο ὄνομα». Ὁ Κύριος, λοιπόν, εἶναι ὁ Ἀρχηγός, ὁ Νικητής, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνος πού κυβερνᾶ τήν Ἐκκλησία, πού μᾶς προστατεύει καί συντρίβει τόν διάβολο. 

     Ἀναφέραμε μερικούς μόνον τίτλους καί ὀνόματα. Ὑπάρχουν καί ἄλλοι τίτλοι βέβαια μέ βαθύτατο θεολογικό καί ἐξόχως διδακτικό περιεχόμενο, ὅπως «Ἀμνός τοῦ Θεοῦ», «Ὁ ποιμήν ὁ καλός», «Ναζωραῖος», «Διδάσκαλος», «Ἀρχιερεύς», «Βασιλεύς», «Προφήτης», «Δίκαιος» κἄ.. 

– Εκτός από την πρώτη στη γη παρουσία του Χριστού, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δευτέρα παρουσία Του.

Ναί, τῷ ὄντι, διακηρύττουμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». 

     Εἰδικότερα, ἡ πρώτη παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο εἶχε σκοπό τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅπως ἀναφέρεται στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο ὅτι «οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον, ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ», ἡ δευτέρα ὅμως παρουσία θά ἔχει ὡς σκοπό τήν κρίση αὐτοῦ. Στή πρώτη παρουσία ἦλθε ὁ Ἰησοῦς ἐν ταπεινώσει, στή δευτέρα θά ἔλθει ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ. Ὅπως ἔγραφε ὁ Ἰουστῖνος μιλᾶμε γιά δύο παρουσίες, ἡ μία «ἄδοξος» καί ἡ ἄλλη «ἔνδοξος».

     Ἐπί πλέον, τόσο στή Παλαιά Διαθήκη ὅσο καί στή Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος γιά τήν δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου. Στή Παλαιά Διαθήκη, ἡ πιό μεγαλειώδης περιγραφή τῆς ἡμέρας αὐτῆς ὑπάρχει στόν προφήτη Ἡσαΐα, ἡ δέ πληρεστέρα εἶναι στόν προφήτη Σοφονία. Καί ὁ πρ. Δανιήλ γράφει καί βέβαια οἱ Ψαλμοί. Τά βιβλικά αὐτά κείμενα κάμνουν λόγο γιά «ἡμέρα κρίσεως», «ἡμέρα ὀργῆς Κυρίου», «ἡμέρα ἀνταποδόσεως». Ὁ Κύριος θά κάμνει «τόν οὐρανόν καινόν καί τήν γῆν καινήν καί κρινεῖ τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσυνη». Δηλ. δέν θά ἔλθει ὁ Κύριος ὡς μακρόθυμος βασιλεύς, ἀλλ’ ὡς ἐξουσιαστής καί κριτής. 

     Ἔπειτα, στή Καινή Διαθήκη μᾶς μιλᾶ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός γιά τήν δευτέρα παρουσία Του καί τήν τελική κρίση τῶν ἀνθρώπων. Εἰδικά, στά κεφαλαία 24 καί 25 τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου γίνεται λόγος περί τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν καί τῆς δευτέρας παρουσίας καί συγκεκριμένα στό κεφ. 25 ἀναγράφονται οἱ σχετικές παραβολές τῶν 10 παρθένων καί τῶν ταλάντων καί ὁ διαχωρισμός τῶν ἀνθρώπων, ὡς τά πρόβατα ἀπό τῶν ἐρίφων. Εἶναι ἡ σημαντικοτάτη διδασκαλία τοῦ Κυρίου γιά τό τέλος τοῦ παρόντος κόσμου, γιά τό ἄγνωστο τῆς ὥρας καί ἡμέρας τῆς δευτέρας παρουσίας. Μᾶς διδάσκει: «Περί δέ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καί ὥρας οὐδείς οἶδεν, οὐδέ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μή ὁ Πατήρ μου μόνος». Γι’ αὐτό καί προτρέπει: «Γρηγορεῖτε οὖν (=ἀγρυπνεῖτε καί προσέχετε), ὅτι οὐκ οἴδατε τήν ἡμέραν οὐδέ τήν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». Ἔπειτα μιλᾶ γιά βεβαιότητα τῆς ἐλεύσεως, ἀκριβῶς γιατί δέν λέγει «ἐάν» ἔλθῃ, ἀλλά «ὅταν» ἔλθῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου. «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καί πάντες οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τά ἔθνη (=ζῶντες καί νεκροί – ἀναστημένοι) καί ἀφοριεῖ (=θά ξεχωρίσει) αὐτούς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμήν ἀφορίζει τά πρόβατα ἀπό τῶν ἐρίφων», καί βέβαια γίνεται λόγος γιά τήν τελική κρίση μέ ἀναφορά στό παράδεισο καί στή κόλαση. Μιλᾶ γιά «ζωή αἰώνιο» καί «κόλαση αἰώνιο», ὁ Κύριος. Σαφῶς λέγει: «Καί ἀπελεύσονται οὗτοι (=οἱ ἁμαρτωλοί) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον».

     Ἀκόμη καί οἱ Ἀπόστολοι στίς Ἐπιστολές τους κάμνουν λόγο γιά τήν δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀναφέρεται τοῦτο καί στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» καί τήν Ἀποκάλυψη. Ὡς λέγει, ἐπίσης, ὁ Ἀπ. Πέτρος χαρακτηριστικά, πρόκειται γιά «τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου τήν μεγάλη καί ἐπιφανῆ». 

– Μιλάμε για τον Χριστό. Αλλά γεννάται το ερώτημα: Εμείς βλέπουμε και ακούμε για το Χριστό στην Εκκλησία. Ποια άραγε είναι η σχέση του Χριστού με την Εκκλησία;

Δέν εἶναι θέμα σχέσης Ἐκκλησίας καί Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἄλλο ὁ Χριστός καί ἄλλο ἡ Ἐκκλησία. Ἐκκλησία εἶναι Αὐτός Οὗτος ὁ Χριστός. Δέν μποροῦμε νά διαχωρίσουμε Χριστό καί Ἐκκλησία. Εἶναι λάθος αὐτό πού λέγεται ἐνίοτε ὅτι ἐγώ πιστεύω στό Χριστό καί ὄχι στήν Ἐκκλησία. «Συμπάσης Ἐκκλησίας στέφανος ὁ Χριστός», θά μᾶς πεῖ ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς. Καί γιά νά ἐννοήσεις τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία πρέπει πρῶτα νά μάθεις τί εἶναι ὁ Χριστός.

     Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Χριστός ἵδρυσε ἐπί τῆς γῆς τήν Ἐκκλησία Του, τήν Μία Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας εἶναι ἡ μυστική Κεφαλή γιά νά συνεχίσει τό λυτρωτικό Του ἔργο στόν κόσμο, χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά θεώσει τόν ἄνθρωπο καί ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα ἀπέκτησε μέ τόν Χριστόν, τόν Θεάνθρωπο, τήν ἐμπειρία, τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχε στή βουλή τοῦ Θεοῦ πρό πάντων τῶν αἰώνων καί θά ὑπάρχει στούς αἰῶνες, ἀλλά πραγματοῦται σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο καί εἶναι πράγματι ἡ Ἐκκλησία μυστήριον πού γιά νά τό προσεγγίσεις χρειάζεται νά ζήσεις ὡς πιστός στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, νά βιώνεις διηνεκῶς τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικές οἱ εἰκόνες πού δίδονται στήν Ἁγία Γραφή γιά τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ὀνομάζεται «σκηνή τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων», «γεώργιον Θεοῦ», «ἀμπελών», «Θεοῦ οἰκοδομή». Ἀλλά καί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μίλησε μέ εἰκόνες καί παραβολές γιά τήν κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ θεανδρικοῦ ὀργανισμοῦ της. 

     Στή συνάφεια καί ἑνότητα αὐτή, λοιπόν, Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεῖο καθίδρυμα, θεανθρώπινος ὀργανισμός, δηλαδή ὅπως στόν Χριστό ἔχουμε δύο πλευρές τῆς ὑπόστασής Του, τήν θεία μυστική καί ἀόρατη, τήν θεότητα καί μία ἐξωτερική καί ὁρατή, τήν ἀνθρωπότητα ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Στήν Ἐκκλησία πρέπει νά ἐννοήσουμε ὅτι ὑπάρχουν αὐτά πού βλέπουμε καί αὐτά πού δέν βλέπουμε. Ἔτσι εἶναι. Καί ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική. Εἶναι Μία, γιατί μία ἡ Κεφαλή αὐτῆς, ὁ Χριστός καί στή συνέχεια μία εἶναι ἡ πίστη καί ἕνα εἶναι τό βάπτισμα καί εἶναι ἀκόμη καί Ἁγία, γιατί Ἅγιος καί Ἀναμάρτητος ὁ Χριστός καί ἔχει σκοπό τόν ἐξαγιασμό τῶν μελῶν της καί κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ἔχει τοὐτέστιν τήν ἰδιότητα τῆς Καθολικότητας καί ἐκτείνεται σ’ ὅλους τούς αἰῶνες καί σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη ἀλλά καί Ἀποστολική, ἐπειδή συνεστήθη ἀπό τόν Πρῶτο Ἀπόστολο, τόν Χριστό, πού ἀπέστειλε στή συνέχεια τούς μαθητές Του ὡς Ἀποστόλους νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο. 

– Όλα αυτά τα οποία μας είπατε που κατοχυρώνονται;

Ἡ ἀλήθεια γιά τόν Χριστό κατοχυρώνεται καί ἑδραιώνεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση, σ’ αὐτά τά δύο ὑπομνήματα τῆς πίστεώς μας. Σ’ ὃ,τι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἀπεκάλυψε καί μᾶς δίδαξε. Ἔπειτα οἱ Ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες ἑρμήνευσαν τήν χριστιανική διδασκαλία καί μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνώρισαν τήν ἀλήθεια στόν κόσμο. Ἰδιαίτερα τό ἔργο τῶν Πατέρων βρίσκεται σέ ἄμεση σχέση πρός τό ὅλο ἔργο τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου διατυπώθηκε ἡ δογματική της διδασκαλία. 

     Εἰδικότερα, ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου μανθάνουμε γιά τό θεῖο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τήν διδασκαλία Του. Σ’ αὐτή «ἐγκέκρυπται σοφά καί ἄξια λόγου Θεοῦ πράγματα» καί πρωτίστως τά Ἱερά Εὐαγγέλια εἶναι Αὐτός ὁ Χριστός. Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος παραθέτει μεγάλους λόγους Του, ὅπως τήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία, ὁ ὁποῖος εὐαγγελιστής στό Εὐαγγέλιό του εἰκονίζεται μ’ ἕνα πρόσωπο ἀνθρώπου δίπλα του δηλώνοντας τήν κατά σάρκα ἐπί τῆς γῆς γέννηση καί παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος πού ἔχει δίπλα τόν λέοντα πού συμβολίζει τό βασιλικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, τυγχάνει ὁ ἀρχαιότερος συγγραφεύς. Ὁ τρίτος εὐαγγελιστής ὁ Λουκᾶς, ὁ ἰατρός, μέ ἕνα μόσχο δίπλα του πού συμβολίζει τό Ἀρχιερατικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, δίδει τό περισσότερο ἱστορικό ὑλικό γιά τόν Κύριο καί ὁ τέταρτος εὐαγγελιστής, ὁ Ἰωάννης, μ’ ἕνα ἀετό δίπλα του πού ἐκφράζει τήν ἐφιπταμένη χάρη τοῦ ἁγ. Πνεύματος προσφέρει ἰδιαίτερα τήν θεία διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τό θεολογικότερο Εὐαγγέλιο. Τά τέσσερα, λοιπόν, Εὐαγγέλια δίδουν τήν καλή ἀγγελία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου, τόν Χριστό. Γιά τόν Χριστό, βέβαια, μᾶς ὁμιλοῦν καί οἱ «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» καί οἱ Ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου καί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Ἀσφαλῶς στή συνάφεια αὐτή θά πρέπει ἀκόμη νά ὑπογραμμίσουμε καί τά χαρακτηριστικά τῶν Εὐαγγελίων πού εἶναι ἡ ἀξιοπιστία, πού σημαίνει ὅ,τι πράγματι ἐκφράζουν τά κείμενα τίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς τους, ἡ γνησιότητά τους ὅ,τι δηλαδή προέρχονται ἀληθῶς ἀπ’ αὐτούς τούς εὐαγγελιστές – συγγραφεῖς, ἡ ἀκεραιότητα ὅ,τι δηλαδή εἶναι ἀκέραια, αὐθεντικά στή κατάσταση πού τά ἔχουμε σήμερα καί τέλος καί πολύ βασικό χαρακτηριστικό εἶναι ἡ θεοπνευστία τῶν συγγραφέων, ἡ ἔμπνευσή τους καί ὁ φωτισμός τους ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. 

     Ὅσον ἀφορᾶ τό δεύτερο ὑπόμνημα τῆς πίστεως, τήν Ἱερά Παράδοση καί ὄχι ἁπλῶς παράδοση, εἶναι ὅ,τι παρέδωσαν προφορικά οἱ Ἀπόστολοι στή πρώτη Ἐκκλησία. Καί βέβαια αὐτή ἡ Παράδοση ὀνομάζεται Ἱερή γιατί συμφωνεῖ μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση ἔχουμε τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας ἤ ὅπως ἀλλιῶς λέγονται τά Σύμβολα, ἤ τούς Ὅρους καί τούς Ἱερούς Κανόνες. Ὅλα αὐτά ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλάθητη ἀλήθεια τῆς θείας Ἀποκαλύψεως γιά τόν Χριστό.

– Υπάρχουν ωστόσο οι αρνητές ή και διαστρεβλωτές του Προσώπου του Χριστού. Τί έχετε να μας πείτε γι’ αυτό;

Ναί, πάντοτε ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν οἱ ἀρνητές, οἱ ἄπιστοι, οἱ ἀσεβεῖς καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προχωροῦν, γράφουν ἤ μιλοῦν μέ μία διαστρέβλωση, παρανόηση γιά τό Πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε στήν Ἁγία Γραφή βρίσκουμε τόν φοβερό λόγο ὅτι ὁ Χριστός θά εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ὁ Ἀπ. Παῦλος μάλιστα κάμνει λόγο καί γιά τό «σκάνδαλο» καί τή «μωρία» τοῦ Σταυροῦ. Τό «σημεῖον» τοῦ Ἰησοῦ, οἱ ἄνθρωποι δύσκολα ἑρμηνεύουν. Μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν θεία φώτισή Του, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νά δοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. 

     Ἔτσι ἐμφανίστηκαν διάφοροι αἱρετικοί, σχισματικοί, ἀρνητές τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους ἀλλά καί ἀργότερα, τόν μεσαίωνα καί τά νεότερα χρόνια μέχρι καί σήμερα. 

     Ἔχουμε αἱρετικές καί κακόδοξες διδασκαλίες γιά τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τούς πρώτους αἰῶνες, τούς Ἰουδαΐζοντες, τούς Γνωστικούς, Μοντανιστές, τούς Ἀρειανούς, τούς Σαβελλιανιστές, τούς Νεστοριανιστές, τούς Μονοφυσῖτες, τούς Μονοθελητιστές, τούς Ἀπολλιναριστές, τούς Δοκητιστές κἄ. Τά ὀνόματα δέ αὐτά τά ἔλαβαν ἀπό τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων αὐτῶν. 

     Κατόπιν ἔχουμε τούς Ρωμαιοκαθολικούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοί πού ἀπεσχίσθησαν μέ τό μεγάλο σχίσμα τοῦ 1054 μ.Χ..

     Ἔπειτα ἔχουμε τούς Προτεστάντες ἤ Διαμαρτυρόμενους τόν 16ο αἰῶνα, δηλαδή τούς χριστιανούς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπεκόπησαν ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί στή συνέχεια μέ ποικίλα παρακλάδια (ὅπως Βαπτιστές, Εὐαγγελικοί, Μεθοδιστές, Ἀντιβεντιστές, Λουθηρανοί, Καλβινιστές κἄ.). Ἀπό τήν Μεταρρύθμιση δέ τοῦ 16ου αἰῶνα προῆλθε καί ὁ Ἀγγλικανισμός.

     Παρουσιάστηκαν, ἐπίσης, καί τούς νεοτέρους χρόνους καί διάφοροι μεμονωμένοι Προτεστάντες θεολόγοι, ὅπως ὅλως ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε, ὁ Barth, ἀναπτύξας τήν λεγομένη «διαλεκτική θεολογία», ὁ Buthmann, μέ τήν θεωρία τῆς «ἀπομύθευσης» οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τόν Λούθηρο καί τόν Καλβῖνο τούς πρώτους αὐτούς αἱρετικούς στή Δύση ἀλλά καί ἄλλοι, ὅπως ὁ ἀγγλικανός Robinson μέ τήν λεγομένη «Θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ». Αἱρετικοί βέβαια εἶναι καί οἱ ὀνομαζόμενοι «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» ἤ «Χιλιαστές». 

     Ὑπάρχουν ἀκόμα καί οἱ ψευδοπροφῆτες. Εἶναι αὐτοί, πού ἐνῶ ὁ βίος τους εἶναι λίαν ἁμαρτωλός, φοροῦν προσωπεῖο ἀρετῆς καί ἐντυπωσιάζουν καί παρασύρουν πολλούς μέ τά δῆθεν χριστιανικά λόγια τους. Ὡς λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, αὐτοί εἶναι μέν χριστιανοί, ἀλλά ὁ βίος τους πονηρός καί ὑποκρίνονται ὅτι εἶναι εὐσεβεῖς. Γι’ αὐτό καί χρειάζεται πολλή προσοχή. Λέγει ὁ Χριστός: «Προσέχετε δέ ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες». 

Τέλος, ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τόν Χριστό ὡς ἕνα προφήτη, φιλόσοφο, ἰδεολόγο, ἀνθρωπιστή, ἀρχηγό θρησκείας, ἐπαναστάτη κἄ. Καί ἀκόμη θεωροῦν ἄλλοι, ὅτι ὁ Χριστός δέν ὑπῆρχε ποτέ, ὅ,τι εἶναι μῦθος, ἄλλοι τόν πολεμοῦν, τόν ὑβρίζουν, τόν χλευάζουν, τόν ἀγνοοῦν. Τό χειρότερο, τόν ξανασταυρώνουν. Ἄλλοι προσπαθοῦν νά μάθουν γι’ Αὐτόν ἀπό Ἐγκυκλοπαίδειες, ἀπό κινηματογραφικές ταινίες, ἀπό βιβλία περί τοῦ βίου Του, ἑλλήνων καί ξένων συγγραφέων καί μυθιστοριογράφων. Ὅμως ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού πραγματικά τόν ἀναζητοῦν καί τόν περιμένουν. Ἀλλά Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός παραμένει καί εἶναι πάντα «τό Α καί τό Ω, ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, ἀρχή καί τέλος». 

– Ζούμε ωστόσο σε μια εποχή που ολοένα καί αποχριστιανίζεται και η κοινωνία θέτει στο περιθώριο τις χριστιανικές εντολές. Είναι πράγματι σωστή αυτή η διαπίστωση;

Εἶναι γεγονός, ὅτι διαπιστώνεται κάποια ἀποχριστιανοποίηση σέ πολλές πλευρές τοῦ δημόσιου βίου καί καλλιεργεῖται ἐνίοτε μία ἀντιχριστιανική νοοτροπία σέ πολλούς τομεῖς. Οἱ θεῖες ἐντολές φαίνονται σέ συνανθρώπους μας δύσκολες, ἀκατόρθωτες, σκοταδιστικές. Ὑπάρχει, ἐν προκειμένῳ, μία τραγική παρεξήγηση καί μία κακή ἑρμηνευτική προσέγγιση. Ἔτσι ἔρχεται καί ἐπικρατεῖ ὁ νεορθολογισμός, ὁ ὑλισμός, ὁ μηδενισμός. Αὐτό παρατηρεῖται καί στήν Εὐρώπη πού ζεῖ μία μετα – χριστιανική βιοτή, ἀλλά καί στόν ἑλλαδικό χῶρο παρατηρεῖται αὐτό, πού, δέν θά πρέπει νά ὑφίσταται αὐτή ἡ κατάσταση μέ τό βάθος τῆς ἱστορίας καί ζωῆς τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης. Γι’ αὐτό καί ὑπάρχει ἕνας παραπικρασμός στήν Ἑλλάδα ἀπ’ αὐτά πού συμβαίνουν ἐννοῶ τά ἀσεβῆ ἐνίοτε. Πολλές φορές μάλιστα συντελεῖται μία σύγχυση καί ἕνας ἄδικος συγκριτισμός τῆς ὀρθοδοξίας μέ τήν ἑτεροδοξία στό εὐρωπαϊκό γίγνεσθαι. Καί αὐτό εἶναι λάθος. Ἄλλο ἦθος ὀρθοδοξίας καί ἄλλο ὁ δυτικός θεολογικός σχολαστικισμός.

     Καταθέτω, λοιπόν, ὅτι εἶναι μία σοβαρή πρόκληση ἡ τάση αὐτή τῆς ἀποχριστιανοποίησης γενικότερα, τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς κοινωνίας. Ὡστόσο, ὑπάρχει καί ἡ ὑγιής, ἡ καλή ὄψη. Ὑπάρχει ἡ ἀφύπνιση, ἡ γρηγοροῦσα συνείδηση, ἡ «ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα», ἡ ἐπανάκτηση τοῦ χαμένου δρόμου τοῦ φωτός τοῦ χριστιανισμοῦ. Γίνεται κατανοητό, ὅλο καί περισσότερο, ὅτι ἡ λησμοσύνη τοῦ Χριστιανισμοῦ δημιουργεῖ ἕναν ἄνθρωπο ἐντελῶς μονοδιάστατο. Φτιάχνει τόν homo economicus καί καθίσταται κύριος σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὑπερκατανάλωση καί ὕψιστη ἀξία τό χρῆμα καί ἡ ἀνθρώπινη ζωή νά ἔχει μία πορεία δίχως πνευματικό ὅραμα. Ὁ Χριστός ἐξόριστος. Τό Εὐαγγέλιο κλειστό. Καί ὁ ἄνθρωπος, ἴσως, νά καθίσταται ὑπάνθρωπος, κτηνάνθρωπος καί ὑπεράνθρωπος, πάντως μή – ἄνθρωπος, τοὐτέστιν νά γίνεται μία βασανιστική τραγική ὕπαρξη.

     Ἀλλά ἡ ἐρώτησή σας αὐτή, δίνει τήν εὐκαιρία νά ὑπογραμμίσουμε, γιά μία ἀκόμη φορά, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή τῆς νέας ἀνθρωπότητος. Μέ τόν Χριστό ἀρχίζει κανείς μία νέα μορφή ὑπάρξεως. Ἕνας καινούργιος τρόπος ζωῆς. Ἡ νέα ἐν Χριστῷ ζωῇ μέ ἐλευθερία, ἀγάπη, συγχώρηση, ἐλπίδα, προοπτική αἰωνιότητος. Μέ νοηματοδότηση τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται καί ἀνυψώνεται, γιατί ὁ Χριστός συγκαταβαίνει γιά μᾶς. Ἀπό τήν ἐμφάνισή του στό ἱστορικῶς γίγνεσθαι ὁ Χριστιανισμός εἶναι τό φῶς τῆς ἀνθρωπότητος. Τοῦτο ἐρείδεται στήν ἴδια τήν διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ ὅτι Αὐτός τό φῶς τοῦ κόσμου. «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου˙ ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἔξει το φῶς τῆς ζωῆς». Πρό τοῦ ἁγίου πάθους Του πάλιν εἶπε: «Ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἐν τῇ σκοτίᾳ μή μείνῃ». Ἔπειτα, ἡ ἄλλη στέρεη βάση τοῦ φωτισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἡ Ἀνάστασή Του, ὅπως ἤδη τονίσαμε. 

     Ἡ γέννηση, λοιπόν, τοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ψυχῆς, βρίσκεται στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, στά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐν τέλει, ὀφείλουμε νά κατανοήσουμε ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι σκότος καί σκοταδισμός. Εἶναι φῶς καί ἀνώτερος ἀναγεννητικός πολιτισμός. Ἰδιαίτερα, ἡ Ὀρθοδοξία, τό αὐθεντικό πρόσωπο τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι τό ἀριστούργημα, πού φωτίζει καί χαριτώνει τήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ. Καί ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἰδιαίτερο χρέος νά μεταλαμπαδεύσει τό φιλοκαλικό ἦθος τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ πνεύματος καί σ’ ἄλλους λαούς.

– Μετά απ’ όλα αυτά, το πιο σπουδαίο ερώτημα υποθέτω ό,τι είναι: Ποια είναι η δική μας σχέση με τον Χριστό;

Ναί, τό πιό πολύτιμο πρᾶγμα στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ σχέση του μέ τό Χριστό, γιατί ὁλάκερος ὁ κόσμος, χωρίς τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τελικά δέν ἔχει ὀμορφιά. Ὁ Χριστός, μάλιστα, ὁλοένα καί ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο. Ἰδιαίτερα ὅταν οἱ νέοι γνωρίσουν τόν Χριστό, τότε θά ἔχουν κάνει τήν μεγαλύτερη ἀνακάλυψη τοῦ ὄμορφου κόσμου τοῦ Πνεύματος. Ἐπιπλέον ὅταν γνωρίσουμε τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τότε θά μπορέσουμε νά καταλάβουμε καί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλά πρέπει νά φύγουμε μακριά ἀπό τήν ἁμαρτία καί τότε μόνον θά ἔχουμε τήν δυνατότητα τῆς παρουσίας Του στή ζωή μας.

Κέντρο, λοιπόν, τῆς ζωῆς μας ὁ Χριστός. Κοινωνία μαζί Του. «Ζωή ἐν Χριστῷ». Συνειδητή χριστιανική ζωή. Αὐτό εἶναι τό πᾶν. Ἡ οὐσία. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ὁ Χριστός δίνει νόημα στή ζωή. Ἄς προσέξουμε, καθ’ ὅτι ὁ Χριστός πρῶτα φεύγει ἀπό τή σκέψη μας, τό σκεπτικό μας, μετά ἀπό τήν καρδιά μας καί στή συνέχεια ἀπό τή ζωή μας. Αὐτό συνιστᾶ ἀποχριστιανοποίηση ὅπως εἴπαμε. Νά μή συμβεῖ αὐτό ποτέ. Νά γνωρίζουμε ὅτι μακρυά ἀπό τό Χριστό μόνο βάσανα, κενό ψυχῆς ὑπάρχει στό εἶναι μας. Δάκρυα, θρῆνος. Μία ὑπαρξιακή τραγική πραγματικότητα.

     Χωρίς κοινωνία μέ τό Χριστό ζοῦμε μία κατάσταση πνευματικοῦ θανάτου. Ἀλλά μέ τόν Χριστό ζοῦμε μία ἄλλη βιοτή, μία ἀναστάσιμη ἀγαλλίαση, μία ἀνωτέρα ζωή. Εἶναι πλέον ἡ «νέα ζωή» ἡ κρυμμένη στό Χριστό. Ὅπως λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Γι’ αὐτό καί τό πολίτευμα τῶν χριστιανῶν εἶναι ἄλλης τάξεως. Εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ Πνεύματος! Ὁ σύνδεσμος μέ τόν Χριστό. Αὐτός ἔρχεται καί καταγλυκαίνει τήν ψυχή μας. Κατ’ ἀκολουθίαν, τό ζήτημα εἶναι νά τοποθετοῦμε τόν ἑαυτό μας πάντοτε στήν «ὁδό τοῦ Κυρίου», καθ’ ὅτι «πρέπον ἐστί, μή μόνο καλεῖσθαι χριστιανούς ἀλλά καί εἶναι», ὅπως ἔλεγε ὁ θεοφόρος ἅγιος Ἰγνάτιος.

     Ἐν κατακλεῖδι, ἄς εἴπωμε: «Κύριε, ἐν τῷ φωτί τοῦ προσώπου Σου πορεύσομαι καί ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσομαι ὅλην τήν ἡμέραν».

     Λοιπόν, «στερέωσον Κύριε ἐπί τήν πέτραν τῶν ἐντολῶν Σου, σαλευθεῖσαν τήν καρδίαν μου». Καί ὁ Κύριος νά εἴμαστε βέβαιοι, ἐγγύς. Διαβεβαιώνει: «Ἰδού ἐγώ μεθ’ ἡμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»._

© Copyright 2023 Ιερά Μητρόπολις Μάνης Back To Top