Ὁ Ὅσιος Ἀμφιλόχιος, ὁ ἀσκητής, ὁμολογητής, κατηχητής καί ἱεραπόστολος, μιάν ἡμέρα πού βρισκόταν στό κελλί του ἀκούει μιά ἄγνωστη φωνή νά τόν καλεῖ στήν καρία νά τήν σώσει. Ὅπως ὁ καλός ποιμήν πού σπεύδει νά σώσει τό «ἀπολωλός» πρόβατο, δέν χάνει καιρό, κατεβαίνει στό λιμάνι τοῦ νησιοῦ καί, ὡς ἐκ θαύματος, εὑρίσκει ἱστιοφόρο πού ἔφευγε γιά τήν Ἰκαρία. Θαλασσοδαρμένος φθάνει στόν προορισμό του καί ἀμέσως ρωτάει ἄν ὑπάρχει κάποια Ἑλένη πού εἶχε πρόβλημα καί πληροφορεῖται ὅτι εἶναι μία χήρα πού πρό ἡμερῶν ἔχασε τόν ἄνδρα της. Ἀμέσως ρώτησε νά μάθει τόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε στό σπίτι της. Δέν ζήτησε νά ξεκουράσει τό κουρασμένο σαρκίο του ἀπό τό ταξίδι, ἀλλά ἔσπευσε χωρίς καθυστέρηση. Ἄκουγε τήν φωνή τῆς Ἑλένης ἐπιτακτικά νά τόν καλεῖ. Ἐκεῖ πού βάδιζε βλέπει μιά ἔξαλλη γυναῖκα νά τρέχει ἀπελπισμένη. Χωρίς νά τήν γνωρίζει τήν φωνάζει μέ τό ὄνομά της καί λέγει:
-Ἑλένη ποῦ πηγαίνεις; Γιά σένα ἦλθα!
Καί ἡ πονεμένη γυναῖκα συνέρχεται, βλέπει τόν πνευματικό, σκέπτεται αὐτό πού θά ἔκανε καί ἐξομολογήθηκε ὅτι ἐκείνη τήν στιγμή πήγαινε νά πνιγεῖ στήν θάλασσα. Ἡ γυναῖκα σώθηκε, τό θαῦμα ἔγινε, ὅπως ἡ ἴδια ἀργότερα τό ἐξιστόρησε.
Χ. Μπ.