Ὁ Σ.Α. ἦταν θεολόγος. Μάλιστα κήρυττε καί σέ περιοδεῖες σέ πόλεις, κωμοπόλεις καί χωριά τόν θεῖο λόγο. Κάποτε, ἀνηφορίζοντας τόν δρόμο γιά τό σπίτι πού ἔμενε εἶδε ἕνα φτωχό μεσήλικα – βιοπαλαιστή νά περπατᾶ ξυπόλυτος. Τότε χωρίς πολλές κουβέντες τόν πλησίασε, τόν σταμάτησε, ἀντάλλαξαν δυό λόγια καί πάραυτα σκύβει βγάζει τά παπούτσια του καί τοῦ τά δίνει. Συνέχισε τώρα ὁ θεολόγος νά πηγαίνει πρός τό σπίτι του ξυπόλυτος. Ὅταν τόν εἶδαν καί τοῦ εἶπαν τί συνέβη, ἐκεῖνος ἀπάντησε. -Ὁ συνάνθρωπός μου τά εἶχε πιό πολύ ἀνάγκη ἀπό μένα.