Σ' ἕνα μικρό νησί τῆς λεγομένης «ἄγονης γραμμῆς» τοῦ Αἰγαίου πελάγους πῆγαν ἀπό τήν Ἀθήνα δυό δημοσιογράφοι γιά νά συλλέξουν γνῶμες κατά τοῦ Θεοῦ, νά καταγράψουν ἀρνητικές ἀπόψεις καί να κάνουν ἕνα ἀθεϊστικό ρεπορτάζ. Ρώταγαν ντόπιους ἀλλά καί τούς λίγους ξένους. Στή γύρα τους βρῆκαν καθισμένη σ' ἕνα πεζούλι μιᾶς ἐκκλησίας καί μιά γριούλα μέ τό μαντήλι της καί τό μπαστουνάκι της.
-Ἔ, σύ γιαγιά τί κάνεις;
-Καλά παιδιά μου. Κοπιᾶστε νά σᾶς φιλέψω.
-Θέλουμε, γιαγιά, νά σέ ρωτήσουμε ἐμεῖς ποὔ είμαστε μορφωμένοι καί δημοσιογράφοι. Ἐσύ ποὖ μένεις ἐδῶ στό νησί, για πές μας, ὑπάρχει Θεός; Τί πιστεύεις;
Καί ἡ γιαγιά σήκωσε τό μπαστουνάκι της, ὅπως καθότανε, κτύπησε μ' αὐτό τόν τοῖχο τῆς ἐκκλησιᾶς ποὖ ήταν στήν πλάτη της καί εἶπε: -Ἐγώ, παιδιά μου, πιστεύω ὅ,τι πιστεύει τούτη!