Slide background

Μετά τούς διαφόρους ἐμφυλίους πολέμους ὁ Γάϊος Ἰούλιος Καῖσαρ ἐπεκράτησε σ' ὁλόκληρο τό ρωμαϊκό κράτος καί ἀπέβη αὐτοκράτωρ (imperator) μέ ἰσόβιο προσωνυμία. Μετά τήν δολοφονία τοῦ Καίσαρος καί τίς μάχες γιά τήν κατάκτηση τῆς ἐξουσίας ὁ Ὀκταβιανός (29 π.Χ.) ἔγινε Καῖσαρ. Τό 27 π.Χ. τοῦ ἀπενεμήθη τό ὄνομα Αὔγουστος (Augustus = σεβαστός), τίτλος ἀποδιδόμενος εἰς θεούς καί μέ αὐτόν εἶναι γνωστός ὡς πρῶτος Μονάρχης. Τόν ἑαυτόν του τόν ὠνόμασε «Πρῶτον» τῶν Ρωμαίων. Μάλιστα κατά τόν Σουητώνιον τόν ἱστορικόν ὁ Αὔγουστος «εὗρε τήν Ρώμη πλινθόκτιστον καί τήν παρέδωσε μαρμαρόκτιστον». Δύο σημαντικά σημεῖα ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἐκτίστηκαν οἱ περισσότερες ἁψῖδες, ὡς ἐπίσης καί ἡ λατινική γλῶσσα ἐξηπλώθη ἀνά τήν ἐπικράτεια, ὅπως ἡ ἑλληνική παλαιότερα ἐπί Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.

Μετά τόν Ὀκταβιανόν Αὔγουστον ἀνεκηρύχθη αὐτοκράτωρ ὁ υἱός τῆς δευτέρας συζύγου του Τιβέριος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ αὐτοκρατορικοί φρουροί, οἱ πραιτωριανοί τότε, ἀπέκτησαν μεγάλη δύναμη. Ἤδη ἀπό τό 9 π.Χ. ἦταν συνάρχων μέ τόν Ὀκταβιανόν.

Ἐπί τῶν αὐτοκρατόρων Ὀκταβιανοῦ καί Τιβερίου ἐγενήθη ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Τιβέριος ἔζησε μέχρι τό 37 μ.Χ. κατόπιν ἦλθε στήν ἐξουσία ὁ Γάϊος Καλιγούλας (37-41 μ.Χ.). Ἦταν συγγενής τοῦ Τιβερίου, ἀλλά λίαν ἐπιπόλαιος καί σκληρότατος. Ἔζησε μέσα στήν ἀκολασία καί τελικά δολοφονήθηκε. Μετά ἀνηγορεύθη αὐτοκράτωρ ὁ θεῖος του ὁ Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἦταν ἀσθενής σωματικῶς καί διανοητικῶς. Ἡ ὅλη κατάσταση ἦταν σέ ἀθλία θέση. Τελικά δηλητηριάστηκε καί ἀνῆλθε στό θρόνο ὁ Νέρων ἐπί μία δεκαετία (54-64 μ.Χ.). Ἦταν μία ἐγκληματική καί παρανοϊκή φύση. Δηλητηρίασε πολλούς πραίτωρες, δολοφόνησε ἄλλους, ὡς καί τήν σύζυγό του Ὀκταβία καί τόν δάσκαλό του, τόν ἀξιόλογο Σενέκα.

Ὑπῆρξε ἔκφυλος, αἱμοχαρής καί μάλιστα τό 64 μ.Χ. ἐξ' ἀφορμῆς μιᾶς πυρκαΐας, ἡ ὁποία ἀπετέφρωσε μέγα μέρος τῆς Ρώμης, ὁ Νέρων ἐκήρυξε ἄγριο διωγμό κατά τῶν χριστιανῶν ἀλλά καί κατά τῶν Ἰουδαίων. Τελικά αὐτοκτόνησε γιά νά ἀποφύγει τήν σύλληψή του ἀπό τόν στρατηγό Γάλβα.

Ἀργότερα, ὁ αὐτοκράτωρ Φλάβιος Βεσπασιανός (69-79 μ.Χ.) κατεσκεύασε μεταξύ ἄλλων ἔργων καί τό μέγα ἀμφιθέατρο τό περίφημο «Κολοσσαῖον». Ὁ υἱός του ὁ Τίτος ἦταν ἐκεῖνος πού κατέπνιξε τήν ἐπανάσταση τῶν Ἰουδαίων σέ αἷμα (τό 70 μ.Χ.) καί κατέστρεψε τά Ἱεροσόλυμα πυρπολῶντας καί τόν ναό τοῦ Σολομῶντα. Ἀπό τότε ἄρχισε καί ἡ διασπορά τῶν Ἰουδαίων. Ἐπίσης ἐπί τῶν ἡμερῶν του συνέβη καί ἡ ἔκρηξη τοῦ Βεζουβίου καί κατεστράφη καί ἡ πόλις Πομπηΐα.

Ἀργότερα ἦλθε στήν ἐξουσία ὁ ἀδελφός του Δομιτιανός (81-95). Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἐγένετο ἄγριος διωγμός τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαδώσει τήν πίστη στό Χριστό μέχρι καί αὐτοῦ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ αὐτοκρατορικοῦ περιβάλλοντος. Καί αὐτός δολοφονήθηκε. Ὁ Νέρβας πού τόν διεδέχθη (96-117 μ.Χ.) τήρησε ἐχθρική βέβαια στάση κατά τῶν Χριστιανῶν ἀλλ' ὄχι μέ μεγάλους διωγμούς. Ζητοῦσε γιά τήν δίωξη τους βάσιμες καταγγελίες.

Διάδοχός του ἦταν ὁ Ἀδριανός (117-138 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος πολέμησε σφοδρότατα τούς Ἰουδαίους καί κατέσφαξε περί τάς 600 χιλιάδας, ἡ δέ Ἰουδαία ἐρημώθηκε. Διέμεινε ἔπειτα ἐπί μακρόν στήν Ἀθήνα καί ἀνήγειρε μάλιστα τόν ναό τοῦ Ὀλυμπίου Διός καί νέα πόλη ἀνατολικά παρά τόν Ἰλισσόν ποταμό πού χωριζόταν μέ τήν παλαιά τοῦ Θησέως μέ τήν Πύλη τοῦ Ἀδριανοῦ. Πρός τούς χριστιανούς πολιτεύθηκε ἐπιεικέστερα.

Ἔπειτα ἦλθε στήν ἐξουσία ὁ Ἀντωνῖνος Πίος (138-161 μ.Χ.) καί πρός τούς χριστιανούς προσηνέχθη μέ μετριοπάθεια. Κατόπιν ἔχουμε τόν Μάρκο Αὐρήλιο (161-180) ὁ ὁποῖος ἐδίωξε τούς χριστιανούς θεωρῶντας ὅτι αὐτοί ἦσαν ὑπαίτιοι διαφόρων θεομηνιῶν πού συνέβησαν. Ἐπί τῆς ἐποχῆς του μαρτύρησαν πολλοί ἅγιοι μάρτυρες. Ὁ υἱός του μετά ὁ Κόμμοδος (180-192 μ.Χ.) διακρίθηκε γιά τήν ἀδιαφορία του γενικῶς.

Ἔρχεται κατόπιν ὁ Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211 μ.Χ.) ἔχοντας ὡς συμβούλους τούς περίφημους νομομαθείς Παπιανόν καί Οὐλπιανόν. Ὁ υἱός του Καρακάλλας (211-217 μ.Χ.) διοίκησε τυραννικῶς καί χορήγησε τό λεγόμενο δικαίωμα τοῦ «ρωμαίου πολίτου» σέ ὅλους τούς ἐλεύθερους κατοίκους τῆς αὐτοκρατορίας καταβάλλοντας βέβαια στό κράτος τόν φόρο τοῦ Ρωμαίου πολίτου καί ἔτσι ἐξισώθηκαν νομικῶς καί πολιτικῶς οἱ ἐθνότητες τῆς αὐτοκρατορίας. Μετά ἦλθε ὁ τελείως αἰσχρός ἡγεμόνας ὁ Ἠλιογάβαλος (218-222 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος μέχρι καί ἀνθρωποθυσίες ἔκαμνε ἀλλά οἱ πραιτωριανοί τόν δολοφόνησαν καί ἀνέλαβε τόν θρόνο ὁ Ἀλέξανδρος Σεβήρος (222-235 μ.Χ.). Ἐπί τῶν ἡμερῶν του σπουδαῖος νομοθέτης ἦταν ὁ Μοδεστῖνος. Ἔπειτα ἦλθε στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ὁ Μαξιμῖνος ὁ Θράξ (235-238 μ.Χ.) ἀλλά καί ἄλλοι αὐτοκράτορες δι' ὀλίγον διάστημα. Ἦταν τότε ἡ ἀποκορύφωση τῆς ἀναρχίας. Τότε ἔζησε καί διοίκησε καί ὁ Δέκιος (244-249 μ.Χ.) καί ἀκολούθησε ἡ μεγάλη ἐπιδρομή τῶν Γότθων. Ἐπί τῶν ἡμερῶν ἄρχισε ἡ δεύτερη περίοδος τῶν διωγμῶν κατά τῶν χριστιανῶν. Οἱ χριστιανοί κατηγοροῦντο ὅτι δέν συμμετεῖχαν στήν ἐθνική λατρεία καί κυρίως στήν προσφορά θυσίας ἤ θυμιάματος στό ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορος. Ὁ διωγμός ἦταν γενικευμένος. Ἀνῆλθον διαδοχικά στόν θρόνο πολλοί ἄλλοι ὅπως ὁ Τριβωνιανός, ὁ Βαλλεριανός, ὁ Γαλληνός, ὁ Κλαύδιος Β' (268-270 μ.Χ.), ὁ Αὐρηλιανός (270-275 μ.Χ.), ὁ Τάκιτος (275-276 μ.Χ.), ὁ Πρόβος (275-282 μ.Χ.), ὁ Κάρος (282-283 μ.Χ.), ὁ Καρῖνος (283-285 μ.Χ.) καί φθάνουμε στόν Διοκλητιανό (284-305 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπό τήν Δαλματία. Εἰσήγαγε τήν ἀπόλυτο μοναρχία καί καθιέρωσε τό πρόσωπό του ὡς ἱερό. Ἐπίσης ἐπί τῶν ἡμερῶν του τό κράτος χωρίστηκε σέ ἀνατολικό τμῆμα καί δυτικό (τό 285 μ.Χ.). Κέντρα ἦσαν ἡ Νικομηδεία τῆς Βιθυνίας καί τό Μεδιόλανον. Τό 293 μ.Χ. προσελήφθησαν δύο βοηθοί τῶν Αὐτοκρατόρων (τῶν Αυγούστων) μέ τόν τίτλο Καίσαρες. Στήν Ἀνατολή ἦταν ὁ Γαλέριος καί στή Δύση ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρός.

Ἀπέναντι τοῦ χριστιανισμοῦ ὁ Διοκλητιανός ἔδειξε μεγάλη ἀγριότητα. Ἐξαπελύθη ὁ μεγαλύτερος διωγμός τῶν Χριστιανῶν (303-311) καί τότε ἔχουμε τούς περισσότερους μάρτυρες σέ πολλές περιοχές. Ἀντί ὅμως νά ἐξασθενήσει ὁ χριστιανισμός τό μαρτύριο τόν ἐνίσχυσε. Μετά τήν παραίτηση τό 305 μ.Χ. τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀκολούθησαν ἔτη μέ τήν λεγομένη τετραρχία (τέσσερεις ἄρχοντες) ἀλλά καί ἐμφύλιοι πόλεμοι γιά τήν ἐξουσία. Λίγο ἀργοτέρα ἐξεδόθη μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο στά Μεδιόλανα τό Διάταγμα τῆς ἀνεξιθρησκείας (313 μ.Χ.) καί οἱ διωγμοί πλέον κατέπαυσαν. Τό 330 μ.Χ. ἔχουμε τήν Νέα Ρώμη, τήν Κωνσταντινούπολη.

Γενικά στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ὁ χριστιανισμός ἀντιμετωπίστηκε ὡς μία αἵρεση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Σταδιακά ὅμως φάνηκε ὅτι ὁ χριστιανισμός δέν εἶχε καμμία σχέση μέ τόν Ἰουδαϊσμό καί ἔτσι βαθμηδόν οἱ διωγμοί ἦταν λίαν ἔντονοι. Οἱ χριστιανοί δέν πρόσφεραν θυσίες ὑπέρ τοῦ ρωμαίου αὐτοκράτορος ἀλλά καί δέν ὑπῆρχε καί μία συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση ἐναντίον τους. Θεωροῦνταν ὡς ταραξίες τῆς κοινωνίας πού συνδεόταν μέ τήν ταυτότητά τους ὅ,τι δηλ. ἦσαν χριστιανοί. Ἀκόμη ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ὑπῆρξαν καί ἀφελεῖς καταγγελίες ἕνεκεν τῆς ἄγνοιας τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἐκ μέρους τῶν ρωμαϊκῶν. Κατηγόρησαν τούς χριστιανούς γιά θυέστεια δεῖπνα σχετικά μέ τήν Θ. Εὐχαριστία γιά οἰδιποδείξιους μίξεις κατά τήν τέλεση γάμων μεταξύ «ἀδελφῶν» ὅπως χαρακτήριζαν μέ πνευματική ἔννοια οἱ χριστιανοί ὅλους τούς βαπτισμένους. Πολλές κατηγορίες προέκυψαν καί ἀπό τούς Ἰουδαίους τῆς Ρώμης. Ὁ χριστιανισμός τελικά ἐθεωρεῖτο ὡς μία μή νόμιμη θρησκεία, ἀλλά ὡς μία μάλιστα μυστική ἑταιρεία (collegium illicitum). Ἔτσι ἡ διαδικασία κρίσεως καί καταδίκης τῶν χριστιανῶν ἀρκοῦσε στήν ὁμολογία τῶν διωκομένων ὅ,τι ἦσαν χριστιανοί καί μόνον. Οἱ χριστιανοί ὑποβάλλονταν σέ φρικτά βασανιστήρια καί θανατώνονταν μέ τή ρίψη τους στή πυρά ἤ στά θηρία ἤ μέ ξίφος (μόνο ἄν ἦσαν ρωμαῖοι πολῖτες) ἤ καί μέ σταυρικό θάνατο. Οἱ ἠπιότερες τιμωρίες ἦσαν ἡ ἐξορία σέ καταναγκαστικά ἔργα.

Ἐκτός βέβαια καί ἀπό τήν ἐχθρότητα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους ἐναντίον τοῦ χριστιανισμοῦ τούς πρώτους αἰῶνες ἐπίθεση ἔχουμε καί σέ θεωρητικό ἐπίπεδο ἀπό λόγιους συγγραφεῖς καί φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς. Ὅμως, ἡ πνευματικότητα τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς ἀπεδείχθη νικήτρια. Τό αἷμα τῶν μαρτύρων, οἱ Ἀπολογίες τῶν Χριστιανῶν καί ὁ καθαρός βίος τῶν πρώτων χριστιανῶν ἔφεραν καρπόν πολύν καί ἔτσι μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων ὁ χριστιανισμός μέσα στόν τόσο δύσκολο ρωμαϊκό κόσμο θεμελιώθηκε καί ἀναπτύχθηκε.

© Copyright 2023 Ιερά Μητρόπολις Μάνης Back To Top