Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Α'. Ἡ Μεγάλη Συναπτή
Μεγάλη Συναπτή εἶναι οἱ δεήσεις πού λέγονται μέ τήν ἔναρξη τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἀρχίζουν μέ τήν χαρακτηριστική φράση «Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Εἶναι τά ἄλλως λεγόμενα «Εἰρηνικά», ἀκριβῶς γιατί οἱ τρεῖς πρῶτες ἱκεσίες καί παρακελεύσεις ὁμιλοῦν περί τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ καί δώρου τῆς εἰρήνης. Ἡ ὅλη αὐτή δέηση λέγεται «Μεγάλη Συναπτή» πρός διαστολήν τῆς Μικρᾶς: «Ἔτι καί ἔτι» καί ὁ διάκονος ἤ ὁ ἱερεύς πού τήν ἐκφωνεῖ συνάπτει, δηλαδή ἑνώνει, ὅλες τίς τάξεις τῶν ἀνθρώπων καί ὅλα τά αἰτήματα, παρακαλῶν ὑπέρ αὐτῶν τόν Θεόν.
Ἡ «Μεγάλη Συναπτή» ἀποτελεῖται ἀπό ἐννέα κατά βάσιν δεήσεις, οἱ ὁποῖες ἀρχίζουν μέ τήν λέξη «ὑπέρ».
Πρό τῆς ἐκφωνήσεως τῶν ἐννέα αὐτῶν παρακελεύσεων ὑπάρχει ἡ ἐκφώνηση: «Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδή καταθέτουμε ὅλα αὐτά τά αἰτήματά μας ἔχοντας εἰρήνη καί γαλήνη ψυχῆς. Δέν μποροῦμε νά προσευχόμεθα μέ ταραχή, μέ ἀνήσυχη ψυχή, μέ ἔχθρα καί κακία καί μῖσος μέσα μας. Στόν ναό τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἴμαστε γαληνεμένοι, ἤρεμοι, ἥσυχοι καί τότε κλῆρος καί λαός ἀνοίγει τήν καρδιά του καί ἀναπέμπει τίς ἱκεσίες πρός τόν Ὕψιστον. Προσευχόμεθα, λοιπόν, μέ εἰρήνη.
Γιά ἐπιστημονικούς, λειτουργικούς καί ἱστορικούς λόγους ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ δέηση πού συναντᾶμε σέ μερικά «Ἱερατικά», ἤτοι: «Ὑπέρ τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων Χριστιανῶν», εἶναι μία προσθήκη τῶν νεωτέρων χρόνων καί εἶναι καλή καί εὐπρόσδεκτη.
Τελειώνει δέ ἡ Συναπτή μέ τήν ἀκροτελεύτια δέηση: «Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καί διαφύλαξον ἡμᾶς ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι» καί μέ τήν ἀναφορά μας πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί πρός ὅλους τούς ἁγίους. Ἤτοι: «Τῆς Παναγίας, ἀχράντου...».
Οἱ δύο πρῶτες δεήσεις εἶναι γιά τό ἀγαθό τῆς εἰρήνης. Ἀρχίζει: «Ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Πρωτίστως ἱκεσία γιά τήν εἰρήνη πού προέρχεται ἀπό τόν Οὐρανό, τόν Θεό Πατέρα, καί ἔπειτα γιά τήν εἰρήνη, προκειμένου νά ἔχουμε σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Πρόκειται γιά τήν οὐράνια εἰρήνη αὐτήν πού ἔψελναν οἱ ἄγγελοι κατά τήν θείαν Γέννησιν τοῦ Σωτῆρος καί αὐτήν τήν εἰρήνη, τήν ὁποία ἔδωκε ὁ Χριστός στούς μαθητές του καί στήν ἀνθρωπότητα. «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. 20,19) καί «εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω. 14,27). Ἄμεση λοιπόν σχέση τῆς εἰρήνης τῆς ἄνωθεν, τῆς τοῦ Θεοῦ, μέ τήν τῆς ψυχῆς σωτηρία. Καί σέ τί συνίσταται ἡ σωτηρία αὐτή; Στό νά βιώνουμε καθημερινῶς τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, νά πορευόμεθα σύμφωνα μέ τήν διδασκαλίαν Του καί ἐν τέλει νά τύχωμεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἡ δεύτερη δέηση «Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Ἐδῶ ἀναφέρεται στήν εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου, στήν εὐστάθεια, στήν σταθερότητα καί ἀλήθεια τῆς πίστεως στίς κατά τόπους ἁγίες τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίες μέ τήν κατάπαυση τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων. Ἀλλά καί δέηση γιά τήν ἕνωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων σέ μία ἀδελφοσύνη εἰρήνης ἐν Κυρίῳ σύμφωνα μέ τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου:«Ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. ιζ',21). Πόσο ἐπιτακτικό καί πάντοτε ἐπίκαιρο δέν εἶναι τό αἴτημα αὐτό τῆς εἰρήνης γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα; Ὅλοι ἀσφαλῶς τό νοιώθουμε.
Τό τρίτο αἴτημα εἶναι γιά τόν ἱερό Ναό, ὅπου τελεῖται ἡ θεία λατρεία: «Ὑπέρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καί τῶν μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ». Παρακαλοῦμεν τόν Θεόν νά διαφυλάττει τόν ἱερό χῶρο ἀμόλυντο καί νά προστατεύει τούς πιστούς πού εἰσέρχονται σ' αὐτόν μέ πίστη, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Ὁ ὀρθόδοξος ναός εἶναι ὄντως ὁ «οἶκος ὁ ἅγιος» τοῦ Θεοῦ, ὅπου κυρίως τελεσιουργεῖται ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ἡ ἀναίμακτος θεία Μυσταγωγία. Καί μέσα στό ναό εἶναι οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι, οἱ πιστοί. Εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα μέ τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τό ἅγιο Ἀρτοφόριο. Εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος. Πίστη, λοιπόν, εὐλάβεια καί φόβος Θεοῦ εἶναι τά τρία χαρακτηριστικά πού θά πρέπει νά πληροῦν τήν καρδιά ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Καμμία ἀταξία καί ἀσέβεια δέν δικαιολογεῖται.
Τό τέταρτο αἴτημα εἶναι ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὑπέρ τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου, τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας καί παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ. Ἐδῶ ἡ μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου (Ἀρχιεπισκόπου) ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιατί ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἐπισκοποκεντρική καί ὅλοι οἱ κληρικοί ἔχουν διά τῆς χειροτονίας τους ἀναφοράν καί σχέσιν μέ τήν ἀποστολικήν διαδοχήν μέ τόν Ἐπίσκοπον. Σέ κάθε Θ. Λειτουργία εἶναι ζῶσα ἡ παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου, γι' αὐτό καί μνημονεύεται συγκεκριμένως τό ὄνομά του. Ὁ ἱερεύς ἄλλωστε τελεῖ τά θεία μυστήρια «ἐξ ὀνόματος» τοῦ Ἐπισκόπου καί δέν εἶναι ἀνεξάρτητος καί αὐθαίρετος. Ἡ ἀσφαλής δηλαδή βεβαία Θ. Εὐχαριστία εἶναι αὐτή πού γίνεται καί μνημονεύεται ὁ οἰκεῖος Ἐπίσκοπος, διότι «ὅπου ἐμφανισθεῖ ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ εἶναι ἡ τοπική ἐκκλησία», ὅπως ὅπου ὁ Χριστός ἐκεῖ καί ἡ καθολική Ἐκκλησία» (ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος). Αὐτό ἐκφράζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν Εὐχαριστία διά τοῦ Ἐπισκόπου.
Στή συνέχεια εὐχόμεθα γιά τούς πρεσβυτέρους (τούς ἱερεῖς) καί τήν τάξη τῶν διακόνων καί δι' ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα, τόν λαό.
Τό πέμπτο αἴτημα εἶναι «ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως, χώρας καί τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐτῇ». Ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία, ἡ σύναξις τῶν πιστῶν καί προσεύχεται γιά τήν πόλη ὅπου κατοικοῦμε ἤ διαμένουμε. Εἶναι δέηση γιά τήν πόλη μας, τήν κωμόπολη, τό χωριό μας καθώς καί γιά κάθε πόλη καί χώρα, γιά τήν πατρίδα μας καί ὑπέρ αὐτῶν πού κατοικοῦν καί πιστεύουν στόν Χριστό.
Τό αἴτημα αὐτό εἶναι ἕνα ὑπέροχο αἴτημα κοινωνιολογικό. Ἀνοίγουμε τόν ὁρίζοντα τῆς προσευχῆς μας καί περιεχόμενό της γίνεται ἡ πόλη μας καί ὅ,τι ὑπάρχει σ' αὐτή. Προσευχή καί γιά ἐκείνους πού δέν ἐκκλησιάζονται, καί γιά τούς γείτονες καί γιά ἐκείνους πού ἀδιαφοροῦν ἤ ἀκόμη καί γιά ἐκείνους πού τήν ὥρα τῆς λατρείας κοιμοῦνται. Τό αἴτημα αὐτό δεικνύει τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τό ὁποῖο πρέπει νά ἑνώνει ὅλους τούς χριστιανούς.
Τό ἑπόμενο αἴτημα εἶναι: «Ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς καί καιρῶν εἰρηνικῶν». Θά σκέπτεται κανείς ὅτι τό αἴτημα αὐτό ἀνήκει σέ ἄλλες ἐποχές, τῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας καί μόνον. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα. Ἡ δέηση αὐτή τῆς μεγάλης Συναπτῆς τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἐξαιρετικά ἐπίκαιρη. Ἔχουμε ἄραγε ὑπολογίσει τί θά γινόταν γιά τήν παγκόσμια οἰκονομία, οἰκολογία, γιά τήν παραγωγή, γιά τίς τροφές μας, γιά τή συντήρηση τῆς ὑλικῆς ζωῆς μας ἐάν δέν ἔχουμε εὔκρατο κλίμα, καλούς ἀέρας, καλούς καρπούς ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς χλωρίδας καί γενικότερα εἰρηνικούς καιρούς καί μή καταστρεπτικούς; Τά στοιχεῖα τῆς ἄλογης φύσης εἶναι πολύ δυνατά καί οἱ ὑπερβολές καί μία ἀνισορροπία τῶν καιρικῶν φαινομένων ἀπό πλημμύρες καί τυφῶνες μέχρι παγετούς καί ξηρασίες μποροῦν νά φέρουν ταχύτατα τήν καταστροφή. Δέν ἀρκεῖ δέ, νά βρέξει ὁ οὐρανός, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά βρέξει ὅταν καί ὅσο χρειάζεται ἡ βροχή. Ζητοῦμε ἀέρας εὐκράτους, ὑγιεινούς καί ἐπωφελεῖς καί ἀπηλλαγμένους ἐπιβλαβῶν στοιχείων καί μιασμάτων ὥστε νά ὑπάρξει ἀνάπτυξη καί καρποφορία τῶν φυτῶν καί τῶν δένδρων ἀλλά καί ἐπέκεινα τῆς ὅλης πανίδος.
Σπουδαιοτάτη, συνεπῶς, εἶναι ἡ προσευχή αὐτή ὑπέρ «εὐκρασίας ἀέρων καί εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς». Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιά τά ὑλικά πράγματα πρός εὐεργεσίαν τῶν ἀνθρώπων .
Τό ἕβδομο αἴτημα εἶναι «Ὑπέρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων καί τῆς σωτηρίας αὐτῶν». Ἄν μέ τό προηγούμενο αἴτημα σκεπτόμεθα τήν κτίση, τώρα ἐρχόμεθα καί ἔχουμε αἴτημα στή δέησή μας τίς ζωντανές ὑπάρξεις τόσων συνανθρώπων μας. Ἡ δέησή μας περιλαμβάνει ἐκείνους πού ταξιδεύουν μέ πλοῖα ἤ καί μέ ἀεροπλάνα, ἐκείνους πού περπατοῦν στό δρόμο ἤ καί ταξιδεύουν διά ξηρᾶς, (στό «ὁδοιπορούντων» μέ τήν εὑρεία ἔννοια περιλαμβάνεται κάθε μεταφορικό μέσο), ἐκείνους πού εἶναι ἄρρωστοι ἀπό χίλιες δυό ἀρρώστιες, ἐκείνους πού κακοπαθοῦν καί εὑρίσκονται σέ κάποια δύσκολη θέση, ἐκείνους πού τυχόν εἶναι αἰχμάλωτοι, γιά ὅλους αὐτούς πού τελικά εἶναι ἀδελφοί μας. Προσευχόμεθα ὁ Θεός νά τούς συντροφεύει διά τῶν ἁγίων ἀγγέλων Του, νά τούς παρηγορεῖ καί θεραπεύει, νά τούς ὁδηγεῖ εἰς νομάς χαρισμάτων, νά τούς σώζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί κάθε κακό:«Καί τῆς σωτηρίας αὐτῶν», λέγει ἡ αἴτηση. Ὄχι μόνον προστασία καί προφύλαξη ἀπό σημαντικούς κινδύνους, ἀλλά καί προστασία ἀπό τό δέλεαρ τῆς ἁμαρτίας καί λύτρωσή τους ἀπ' αὐτή.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, καί μέ τό ὡραῖο ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς αἴτημα αὐτό ἔρχεται καί ἀγκαλιάζει «ὡς φιλόστοργος μήτηρ» ὅλες τίς καταστάσεις τῆς καθημερινότητος τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι κοντά μας ὅπου καί ὅπως κι ἄν βρισκόμεθα. Σκέπτεται δηλαδή τούς «δι' εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντας» ἐκ τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως ἀδελφούς μας. Καί αὐτό εἶναι παρήγορο, ἐνισχυτικό καί φιλάνθρωπο.
Τό ἔνατο αἴτημα καί τελευταῖο τῆς Μεγάλης Συναπτῆς εἶναι:«Ὑπέρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπό πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καί ἀνάγκης». Προσευχή γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό κάθε θλίψη, ὀργή, κίνδυνο καί ἀνάγκη. Ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στό αἴτημα αὐτό εἶναι συνυφασμένα μέ τή ζωή μας. Καί θλίψεις καί στενοχώριες καί πίκρες καί δεινά ὑπάρχουν καί θά ὑπάρχουν ἐξ αἰτίας αὐτῆς «τῆς κοιλάδας τοῦ κλαυθμῶνος» ὅπου ζοῦμε ὡς πεπτωκότες ἄνθρωποι. Καί ἀκόμη καί ποικίλοι κίνδυνοι καί πολλές ἀνάγκες ὑφίστανται καθημερινῶς σ' ὅλους ἀνεξαρτήτως τούς ἀνθρώπους, μικρούς καί μεγάλους στήν ἡλικία, μορφωμένους καί ὀλιγογραμμάτους, κατοίκους τῶν πόλεων ἤ τῶν χωριῶν. Ἴσως κάνει ἐντύπωση ὅτι μέσα σ' ὅλες τίς θλίψεις, τούς πόνους καί δυσκολίες, τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς ὑπάρχει καί ἡ ὀργή. Πρόκειται γιά τή δικαία ὀργή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι παιδαγωγία ὅπως καί οἱ πολυειδεῖς θλίψεις, οὕτως «ὥσπερ δοκιμάζεται ἐν καμίνῳ ἄργυρος καί χρυσός». Τῷ ὄντι, ὁ ἄνθρωπος θά καθαρθεῖ καί θά καταρτισθεῖ καί θά προχωρήσει στήν τελειότητα καί ἄν μέ τίς δοκιμασίες τοῦ παρόντος κόσμου ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν «παλαιότητα» τοῦ ἔσω μας καί ἄν τελικῶς ὁ Κύριος ὡς Δίκαιος Κριτής μᾶς ἀξιώσει τῆς Βασιλείας Του, τότε μαζί μέ τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο, μποροῦμε νά ποῦμε «οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. 8,18).
Μετά τή συμπλήρωση τῶν παραπάνω αἰτήσεων ὁ διάκονος ἤ ὁ ἱερεύς λέγει: «Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καί διαφύλαξον ἡμᾶς ὁ Θεός τῇ σῇ χάριτι». Ἡ δέηση αὐτή εἶναι ἡ κατακλείς τῶν «Εἰρηνικῶν», διότι συγκεφαλαιώνει τρόπον τινά ὅλες τίς προηγούμενες αἰτήσεις.
Παρακαλοῦμεν τόν Θεόν, τελικῶς, ὅπως μᾶς ἀναλάβει ὑπό τήν κραταιά σκέπη Του, ὅπως μᾶς σώσει, μᾶς ἐλεήσει καί μᾶς διαφυλάξει χορηγῶντας τήν Θείαν Χάριν Του. Διότι ἡ χορήγηση ὅλων τῶν ἀγαθῶν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς τούς ἀναξίους καί ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι χρέος καί ὀφειλή, ἀλλά μόνον δωρεά οὐράνιος καί ἄκτιστος χάρις.
Β'. Τά Πληρωτικά
Πληρωθέντος τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, τῆς ἀντίστοιχης Εὐχῆς ὡς καί περατωθείσης τῆς Μεγάλης Εἰσόδου τῶν Τιμίων Δώρων, ὁ διάκονος ἐξερχόμενος καί ἱστάμενος στόν Σωλέα ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος λέγει τά «Πληρωτικά». Ἄν δέν ὑπάρχει διάκονος τά Πληρωτικά λέγει ὁ λειτουργός – ἱερεύς ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης. «Πληρωτικά» ὀνομάζονται διότι εἶναι συμπληρωματικά, ἐπί πλέον δεήσεις καί ἱκεσίες πρός τόν Κύριον. Τά αἰτήματα εἶναι πολλά καί τώρα μπροστά στό μέγα μυστήριο τῆς ἀναιμάκτου θυσίας μέ περισσότερο δέος καί ἱερή κατάνυξη ἐναποθέτουμε στό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τά παρακάτω αἰτήματα. Ἀρχίζει μέ τήν προτροπή: «Πληρώσωμεν τήν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίῳ». Εἶναι δέηση κλήρου καί λαοῦ, ὅλης τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Ἑπτά εἶναι οἱ νέες αἰτήσεις.
Ἡ πρώτη δέηση γίνεται στά Τίμια Δῶρα. Λέγει: «Ὑπέρ τῶν προτεθέντων τιμίων δώρων, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Δηλ. ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο γιά τά τίμια Δῶρα πού τώρα ἔχουμε φέρει καί ἐναποθέσει στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἀκολουθοῦν ἄλλα ἕξι αἰτήματα. Τό πρῶτον εἶναι: «Τήν ἡμέραν πᾶσαν, τελείαν, ἁγίαν, εἰρηνικήν καί ἀναμάρτητον παρά τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα». Δηλ. ἄς ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο νά εἶναι ὅλη μας ἡ ἡμέρα, τέλεια, ἁγία, εἰρηνική καί ἀναμάρτητος. Τό «τέλεια» ἔρχεται ἀπό τή θεία ἐντολή, «ἔσεσθε οὖν τέλειοι ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστιν» (Ματθ. ε',48). Μεγάλο νόημα κρύβει ἡ λέξη αὐτή γιατί ἀναφέρεται στό «καθ' ὁμοίωσιν» δηλ. στόν ἀπώτερο σκοπό τόν ἄνθρωπον πού εἶναι ἡ τελειότητα καί ὁ σκοπός αὐτός ἐπιτελεῖται καί ἐπιτυγχάνεται κάθε ἡμέρα τοῦ ἐπίγειου βίου μας. Ὁ Θεός μᾶς δίδει τήν κάθε ἡμέρα γιά τόν ἀγῶνα αὐτόν τῆς τελειότητος. «Ἁγίαν» λέγει στή συνέχεια, δηλ. ἡμέρα ἀπομεμακρυσμένη ἀπό τήν ἁμαρτία. Πάλιν εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῆς θείας ἐντολῆς «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί» (Α' Πέτρ. 1,16). Ἔπειτα «εἰρηνική». Πόσο σπουδαῖο εἶναι νά ἔχουμε εἰρήνη μέσα στή ψυχή μας. Ὁ ἕβδομος Μακαρισμός τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής: «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. ε', 9). Οἱ εἰρηνεύοντες καί οἱ μεταδίδοντες εἰρήνη θά ἀνακηρυχθοῦν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, υἱοί τοῦ Θεοῦ. Μεγάλη καί σπουδαιοτάτη ἡ δέηση αὐτή νά ἔχουμε μία ἡμέρα γεμάτη εἰρήνη μακρυά ἀπό ἄγχος, ταραχή καί ἐσωτερική ἀκαταστασία. Τέλος ἀναφέρει «ἀναμάρτητον». Κατακλείεται πάλιν ἡ δέηση αὐτή μέ τήν ἀπόκρουση πάσης ἁμαρτίας. Τό ζητοῦμε τοῦτο γιατί μόνο μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατή ἡ δωρεά αὐτή.
Τό ἑπόμενο αἴτημα εἶναι: «Ἄγγελον εἰρήνης, πιστόν ὁδηγόν, φύλακα τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν παρά τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα». Δηλ. ἄς ζητήσουμε ἀπό τόν Χριστό, ἄγγελο εἰρήνης, πιστό ὁδηγό, φύλακα τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας. Ζητᾶμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς ἀποστείλλει ἕνα ἀκοίμητο, ἄγρυπνο ἄγγελο ὡς φύλακα τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας. Οἱ ἄγγελοι τά λειτουργικά αὐτά πνεύματα τά ἀποστελλόμενα εἰς διακονίαν, ἔρχονται καί βοηθοῦν καί προστατεύουν κάθε πιστό. Οἱ ἄγγελοι ὄντως εἶναι οἱ προστάτες μας. Προστάτες μας ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Προστάτες ἀπό κάθε κακό, ἀπό κάθε πειρασμό καί κάθε δοκιμασία εἴτε τῆς ψυχῆς εἴτε τοῦ σώματος. Ὁ ἄγγελος καθίσταται ἔμπιστος ὁδηγός στήν πίστη καί μᾶς ὁδηγεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πόσο σπουδαῖο νά ἔχουμε τόν φύλακα ἄγγελο μας κάθε ἡμέρα, καί νά μᾶς προσφέρει γαλήνη στήν ὅλη ὕπαρξη μας. Στή συνέχεια δεόμεθα γιά: «Συγγνώμην καί ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν πλημμελημάτων ἡμῶν». Ἐδῶ περικλύεται ἡ παράκληση, τό «ἥμαρτον», ἡ ὁμολογία τῆς ἁμαρτωλότητός μας, ἡ γενναία ἀπόφασή μας νά διακόψουμε κάθε δεσμό μέ πλημμελήματα καί ἁμαρτήματα. Πρόκειται γιά τήν μετάνοια μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πώς ἀργότερα ἄλλωστε χωρίς τήν συγγνώμην καί τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας θά προσέλθουμε γιά νά μεταλάβουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων;
Ἀκολουθεῖ τό αἴτημα: «Τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καί εἰρήνην τῷ κόσμῳ παρά τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα». Ἐδῶ ἔχουμε τό κύριο αἴτημα, τό πνευματικό αἴτημα πού εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Αὐτό εἶναι τό πρῶτον. Ἄλλωστε ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ» (Ματθ. στ',33). Ἀλλά καί τόν ἄλλον λόγον: «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ». (Μάρκ. 8,36). Ἄν προσέξουμε, δέν λέγει τά καλά καί συμφέροντα τῆς γήϊνης καί μάταιης αὐτῆς ζωῆς, ὄχι ὅτι τά ἀτιμάζει καί περιφρονεῖ ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στό σῶμα ἀλλά θέλει νά ὑπογραμμίζει τήν προτεραιότητα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας. Τό ἄλλο αἴτημα εἶναι γιά «τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνη καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι». Δηλαδή νά ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο νά διέλθουμε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας μέ εἰρήνη καί μετάνοια. Ἡ ἁμαρτία ὡς ἡ ἐσχάτη ἀφροσύνη φέρει τήν ταραχή, ἐνῶ ἡ μετάνοια εἶναι ὁ ἀτέλειωτος δρόμος τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης. Σ' ὅλη μας, λοιπόν, τήν ζωή, μετάνοια καί εἰρήνη. Ὁποῖον ὕψιστον δῶρον καί εὐεργέτημα ψυχικόν.
Τέλος, τά τέλη τῆς ζωῆς μας. Ἡ ἡμέρα καί ὥρα τοῦ θανάτου μας ἀλλά καί ἡ μετά θάνατον ζωή. Λέγει τό αἴτημα: «Χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά καί καλήν ἀπολογίαν τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ». Νά ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριόν μας νά εἶναι χριστιανικά τά τέλη τῆς ζωῆς μας, χωρίς πόνους καί ἔργα πού ντροπιάζουν, εἰρηνικά ὡς καί νά ἔχουμε μία καλή ἀπολογία μπροστά στό φοβερό θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Τό αἴτημα αὐτό εἶναι τό συγκλονιστικότερο. Φέρει ἐνώπιον μας τόν θάνατο, τήν μέλουσα κρίση, τήν αἰωνιότητα. Ἀλήθεια ἔχουμε σκεφθεῖ πόση ὠφέλεια ἔχουμε ὅταν σκεπτόμεθα ὅτι μία ἡμέρα ὅλοι θά πεθάνουμε καί οὐδείς βέβαια γνωρίζει τήν χρονική στιγμή τοῦ θανάτου του. Γεννηθήκαμε γιά νά πεθάνουμε. Πολύ σοφός, εἶναι, ἐν προκειμένῳ, ὁ βιβλικός λόγος: «Μιμνήσκου τά ἔσχατά σου καί εἰς τόν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σοφ. Σειράχ, 7,36). Εἶναι ἤ «μνήμη θανάτου» γιά τήν ὁποία ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ὁμιλοῦν στά συγγράμματά τους. Ἀλλά χριστιανά νά εἶναι τά τέλη τοῦ βίου μας πού σημαίνει ἡ ζωή μας νά εἶναι κατά πάντα καί διά πάντα χριστιανική. Μή ξεφύγουμε ἀπό τήν θεία διδασκαλία σέ ἑτεροδιδασκαλία καί σέ ζωή ἀντίθετη μέ τό θεῖο θέλημα. Νά ζοῦμε χριστιανικά, χριστοκεντρικά. Νά ἰσχύει μέχρι νά κλείσουμε τά μάτια μας τά τοῦ Ἀποστόλου «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ.ι',20), καί τό « ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ» (Κολ. γ',3). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, πόσο «ζεστή», ἀνθρώπινη εἶναι ἡ ἱκεσία πρός τόν Κύριον τά τελευταία χρόνια τῆς ζωῆς μας ἀλλά καί ὅταν ἔρχεται ἡ στιγμή, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου αὐτά τά τέλη τῆς ἐπίγειας ζωῆς νά εἶναι καί «ἀνώδυνα», χωρίς πόνο. Πόσοι καί πόσοι ἄνθρωποι παρά τά ποικίλα φάρμακα δέν φεύγουν μέ σωματικό ἤ ψυχικό πόνο! Σπουδαιότατο τό αἴτημα: «ἀνώδυνα τέλη», μέ εἰρήνη στή ψυχή καί ἀγαθή προσδοκία ὅτι «Ἐγγύς ὁ Κύριος» καί ἄγγελοι θά συνοδεύσουν τήν ψυχή μας στό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι ἔφευγαν γαλήνιοι, εἰρηνικοί μέ τό: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἔπειτα ἡ ἀπολογία μας ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου νά εἶναι ἀπολογία εὐπρόσδεκτος ὥστε νά ἀκούσουμε τήν εὐκταία φωνή: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου». Γι' αὐτό, ὅταν εἰδικά ἀκοῦμε τό αἴτημα αὐτό στά «Πληρωτικά» νά κάμνουμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καί ὁ Θεός νά δώσει αὐτήν τήν εὐλογίαν.