Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'
Πολλές φορές ἀκοῦμε στήν Ἐκκλησία σέ βιβλικά χωρία, ψαλμούς, τροπάρια, ἀπολυτίκια σπάνιες λέξεις καί δέν γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς σημαίνουν. Ἀξίζει ἐν προκειμένῳ νά δώσουμε τήν ἑρμηνεία μερικῶν τέτοιων δυσκόλων λέξεων καί φράσεων. Ἡ ἑρμηνεία μᾶς βοηθᾶ στήν καλλιτέρα κατανόηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῶν κειμένων.
Ἰδού λοιπόν λέξεις ἤ φράσεις κατ' ἀλφαβητικήν σειράν καί ἡ ἑρμηνεία τους:
Α
ἀγλαόκαρπος: αὐτός πού φέρει, πού δίνει καλούς καρπούς, λαμπρούς καρπούς, π.χ. ἀγλαόκαρπος ποιμαντική, μέ μεταφορική ἔννοια= ἐπιτυχής δραστηριότητα. «Χαῖρε δένδρον ἀγλαόκαρπον» ἡ Παναγία. (Γ' Στάση Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας).
ἄγρα ἰχθύων: τό ψάρεμα, τό θήραμα ψαριῶν. «Καί χαλάσατε τά δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. 5,4).
ἀγραυλοῦντες= ρ. ἀγραυλῶ= ζῶ στούς ἀγρούς. Οἱ ποιμένες ἦσαν «ἀγραυλοῦντες», ἔμεναν στήν ὕπαιθρο (Λουκ. 2,8).
ἀθυμία= ἀποθάρρυνση, λιποψυχία, «ἀθυμία κατέσχε με». (Νεκρώσιμος Ἀκολουθία).
ἀκαθαίρετος= αὐτός πού δέν ἔχει καταρριφθεῖ, ὁ ἀπόρθητος, ὁ ἀκαταμάχητος. «Οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι» (Δοξαστικόν Κυριακῆς Ἁγίων Πατέρων).
ἀκροστιχίς= τά ἀρχικά γράμματα τῶν Κοντακίων ἤ τῶν Κανόνων, πού σχηματίζουν τό ἀλφάβητο ἤ τό ὄνομα τοῦ ὑμνογράφου ἤ κάποια ἄλλη λέξη.
ἀλάβαστρον= μυροθήκη, δοχεῖο γιά μύρο. Προῆλθε ἀπό τήν πόλη τῆς Αἰγύπτου ὀνόματι Ἀλάβαστρος, ὅπου τό πρῶτον εὑρέθη ἀγγεῖον μέ μύρον. «Ἦλθε γυνή ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου». (Μάρκ. 14,3).
ἀλέκτωρ= πετεινός, κόκορας, «Οὐ μή ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ ἀπαρνήσῃ μέ τρίς» (Ἰω. ιγ',38).
ἀλληλούϊα: (λέξη ἑβραϊκὴ)= σημαίνει αἰνεῖτε τὸν Κύριον (Ὄρθρος), ψάλλατε ὕμνους δοξολογίας πρός τόν Θεό.
ἀμάραντος καί ἀμαράντινος= αὐτός πού δέν μαραίνεται, στέφανος ἀμάραντος, «ρόδον τό ἀμάραντον» (τροπάριον Ἀκαθίστου Ὕμνου).
ἀμήν: (λέξη ἑβραϊκὴ)= βέβαια, πραγματικά, ἀληθῶς. Ὅταν μέν, εἶναι στήν ἀρχή τῆς προτάσεως σημαίνει ἀληθῶς, ὅταν δέ, εἶναι στό τέλος σημαίνει, εἴθε, γένοιτο, ἔτσι ἄς γίνει.
ἀμφίβληστρον= εἶναι ἕνα εἶδος δικτύου. Τό ἀναφέρει ὁ Εὐαγγ. Ματθαῖος γιά τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τήν θάλασσαν» (Ματθ. 4,18 καί Μάρκ. 1,16).
ἄμωμος= Ὁ 118ος ψαλμός. Ἔλαβε τήν ὀνομασία αὐτή ἐπειδή ἀρχίζει μὲ τὴ λέξη «Ἄμωμοι ἐν ὀδῷ...» δηλ. ἄμεμπτοι, ἀνεπίληπτοι ὅσοι βαδίζουν σύμφωνα μέ τόν θεῖο νόμο.
ἄναξ= ὁ βασιλεύς (εἶναι ὁ Χριστός).
ἄνασσα= ἡ βασίλισσα εἶναι ἡ Παναγία. Ἀκοῦμε: «Χαίροις Ἄνασσα μητροπάρθενον κλέος». (Ὠδή θ' Καταβασίας Πεντηκοστῆς).
ἀνάρρυσις= ἡ ἀπελευθέρωση, ἡ διάσωση. Ἀκοῦμε τήν ἱκεσία, «ὑπέρ ἀναρρύσεως τῶν αἰχμαλώτων».
ἀνείκαστος= ὁ ἀμέτρητος. Δέν μπορεῖ νά ὑπολογισθεῖ. Εἶναι τελικά ἀνέκφραστος. Στή Θ. Λειτουργία ἀκούγεται στήν Α' Εὐχή «οὗ τό κράτος ἀνείκαστον», δηλ. ἡ κραταιά ἐξουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνυπολόγιστος.
ἀνέσπερος=χωρίς ἑσπέρα, χωρίς δύση, ἀβασίλευτος, αἰώνιος.
ἀπαράκλητος= ὁ ἀπαρηγόρητος.
ἀπαύγασμα= ἡ ἀκτινοβολία, ἡ τοῦ οὐρανίου πατρός εἰκόνα. Ὁ Χριστός εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρός» (Θ. Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου).
ἀποτάσσομαι= ἀπαρνοῦμαι, ἀποκηρύττω. Τό ἀκοῦμε στήν Ἀκολουθία τῆς Κατηχήσεως.
ἀριστάω-ῶ= γευματίζω, ἄριστον τό μεσημβρινό γεῦμα. Στήν Τιβεριάδα: «Δεῦτε ἀριστήσατε» εἶπε ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του στούς ἔκπληκτους μαθητές Του (Ἰω.21,12). Ὑπάρχει καί τό προάριστον= πρόγευμα καί τό δεῖπνον= βραδυνό φαγητό.
ἄχραντος= ἀμόλυντος, ἄσπιλος, καθαρός. «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου» (Θ. Λειτουργία Ἱ. Χρυσοστόμου)
Β
βαθμίς= τό σκαλοπάτι.
βαπτίζω= βουτῶ μέσα στό ὕδωρ, ἐξ ὁλοκλήρου: «Βαπτίζεται (ὁ/ἡ) δοῦλος τοῦ Θεοῦ...» (Μυστήριον Βαπτίσματος).
βελίαλ= ὁ διάβολος. «Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ» (Β' Κορ. ζ',15).
βαττολογία= φλυαρία, πολυλογία. «Προσευχόμενοι δέ μή βαττολογήσετε» (Ματθ. 6,7).
βότρυς= τό σταφύλι, «τόν βότρυν τόν πέπειρον»= τό ὥριμο σταφύλι. (Τροπάριον Ἀκαθίστου Ὕμνου).
βροτός= ὁ ἄνθρωπος, ὁ θνητός, ὁ φθαρτός. «Παρθένε, βροτῶν ἡ σωτηρία» (Τροπάριον Κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).
βρῶμα= ἡ τροφή (ἀπό τό ρ. βιβρώσκω). «Ἐμόν βρῶμα ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός» (Ἰω. δ',34).
βύσσος= λινάρι, λεπτόν λινοῦν ὕφασμα (ἀπό τόν βύσσο). Σπάνιο εἶδος μετάξης. «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος καί ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον» (Λουκ.ιζ',19).
Γ
γέεννα= Ἦταν χαράδρα, κοιλάδα νότια τῆς Ἱερουσαλήμ, νεκροταφεῖο γιά τούς ξένους, πού ἀργότερα ἔγινε καί τόπος ἀπορριμμάτων. Ἐκεῖ θυσίαζαν τά παιδιά τους στόν Μολόχ οἱ Ἰσραηλίταις. Ἐκεῖ εἶχε στηθῆ τό ἄγαλμά του, πού ἔμοιαζε μέ βόδι. Θεωρήθηκε τόπος κατάρας. Συμβολίζει τήν αἰώνια κόλαση. «Ἔνοχος ἔσται εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός» (Ματθ. ε',22).
γλωσσοπυρσόμορφος= ὁ ἔχων μορφή πυρίνων γλωσσῶν. Τό διαβάζουμε στόν Ὄρθρο τῆς Πεντηκοστῆς «Ἡ γωσσοπυρσόμορφος Πνεύματος χάρις» (Εἱρμός).
γνόφος= τό σκοτάδι. «Γνόφῳ καί σκότῳ» (Ἑβρ. ιβ',18).
γρηγορῶ= εἶμαι ἄγρυπνος. «Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρα ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται» (Ματθ. κδ',42).
Δ
δαιτυμών= ὁ ὁμοτράπεζος, αὐτός πού κάθεται μαζί στό τραπέζι γιά φαγητό. Τό ἀκοῦμε τήν Μεγ. Τετάρτη στήν Η' ὠδή: «Οἱ δαιτυμόνες οἱ μακαριστοί...», δηλ. οἱ ἀξιομακάριστοι Ἀπόστολοι πού ἦσαν ἀνακεκλιμένοι γύρωθεν τῆς τραπέζης γιά τό δείπνο.
δεξιά χείρ= Τό δεξιό χέρι εἶναι τό πλέον ἐνεργητικό μέλος τοῦ σώματος. Ὑπάρχει μάλιστα ὡς σύμβολο δυνάμεως. Ἔτσι ἀποδίδονται οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ συμβολικά εἰς τήν δεξιάν τοῦ Ὑψίστου. (Ψ.76,11).
δέρρις= δέρμα, δερμάτινο κάλυμμα. Τό ἀκοῦμε στόν 103ο ψαλμό, στίχο 2, «ἐκτείνων τόν οὐρανόν ὡσεί δέρριν».
δηνάριον= ρωμαϊκό νόμισμα. «Οἱ δέ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον» (Ματθ. κβ', 20).
δορυφορῶ= εἶμαι δορυφόρος, περιφέρομαι, περιστοιχοῦμαι «Ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν» (Θ. Λειτουργία Ἰω. Χρυσοστόμου).
δυσώνυμος= μισητός, ἀπαίσιος, ὁ ἔχων κακόν ὄνομα.
δυσωπῶ= ἱκετεύω, παρακαλῶ θερμά. «Καί τόν σόν Υἱόν καί ἡμῶν δεσπότην καί Κύριον......δυσώπησον» (Εὐχή Ἀποδείπνου πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο).
δωδεκάορτον= Εἶναι οἱ δώδεκα κυριώτερες ἑορτές τοῦ ἐπί γῆς βίου τοῦ Χριστοῦ. Εἴθισται νά ἱστοροῦνται (=εἰκονίζονται) στό Τέμπλο τῶν Ναῶν.
Ε
ἐγκαλλώπισμα= τό στόλισμα, κόσμημα. «Τῶν Ἀποστόλων τό ἐγκαλλώπισμα» (Τροπάριον Κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).
ἐγκοπή= κώλυμα, ἐμπόδιο. «Ἵνα μή τινα ἐγκοπήν δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α' Κορ. 9,12).
εἰκονίζω= ἀναπαριστῶ, ἀπεικονίζω. «Οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες» (Θ. Λειτουργία Ἰω. Χρυσοστόμου).
εἱρμός= ὀνομάζεται τό πρῶτο τροπάριο κάθε ὠδῆς.
ἔκνοος= ἀνόητος, παράλογος «Ἔκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβοῦς» (Ὠδή ζ' Καταβασίας τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ).
ἐκτυπώτερον= σαφέστερα, ἐναργέστερα. «Δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν... (Ὠδή θ' Κανόνος Κυριακῆς Πάσχα).
ἐνάλιος= θαλασσινός, «Σπλάγχνων Ἰωνᾶν ἔμβρυον ἀπήμεσεν, ἐνάλιος θήρ» (Ὠδή ζ' Καταβασίας Χριστοῦ Γεννήσεως)
ἐνδεής= αὐτός πού ἔχει ἀνάγκη
ἐνωτίζομαι= ἀκούω προσεκτικά, εὐμενῶς.
ἐξαιρέτως= κατ' ἐξοχήν, ὅλως ἰδιαιτέρως. «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου...» (Θ. Λειτουργία Ἰω. Χρυσοστόμου).
Ἑξάψαλμος= οἱ 6 ψαλμοί, οἱ ὁποῖοι ἀναγιγνώσκονται στόν Ὄρθρο. Εἶναι οἱ: 3ος, 37ος, 62ος, 86ος, 102ος καί 142ος.
ἐπιοῦσα= ἡ ἑπόμενη (ἐνν. ἡμέρα), ἐπιούσιος= ὁ καθημερινός, ὁ ἐπαρκής γιά τήν ἡμέρα. «Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον» (Ματθ. στ',11).
ἐπιστυπτικός= αὐτός πού ἐλέγχει. Εἶναι ἀπό τό ρῆμα ἐπιστύφω= ἐλέγχω, κατηγορῶ, μέμφομαι. «Λάβε τήν ράβδον ἵνα ποιμαίνεις....χρῷ αὐτῇ ράβδῳ ἐπιστυπτικῆ» (Ἀπό τήν Ἀκολουθία Χειροτονίας Ἐπισκόπου).
ἔρεισμα= τό στήριγμα, τό σταθερό βάθρο. «Χαῖρε, στερρόν τῆς πίστεως ἔρεισμα» (Β' στάση Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας).
ἐρεύξομαι= θά φωνάξω (μέλλ. τοῦ ρ. ἐρεύγομαι).
ἔρις= φιλονικία «Μή ἔριδι καί ζήλῳ» (Ρωμ. ιγ',13).
ἐρωδιός= τό ψαροπούλι ἤ τσικνιᾶς. (Ψ. 103ος,17).
εὐδοκία= καλή διάθεση, εὔνοια, εὐαρέσκεια. «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β',14).
εὐθηνία= ἀφθονία, εὐδαιμονία. «Χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν» (Α' στάση Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας).
εὐπρέπεια= καλή, ἄψογη ἐμφάνιση, κομψότητα καί ὡραιότητα. «Καί ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀπώλετο» (Ἰακ. 1,11).
ἑωθινός= πρωϊνός, μέ τήν αὐγή. (Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον).
Ζ
ζόφος= τό πυκνό σκοτάδι. «Οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους τετήρηται» (Β' Πέτρ. 2,9).
ζωγρέω-ῶ= συλλαμβάνω, αἰχμαλωτίζω. «Ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. ε',10).
ζωηφόρος= αὐτός πού φέρνει ζωή. «Τό τοῦ Σταυροῦ ζωηφόρον ἐν γῇ πεφυτούργηται δένδρον» (Ὠδή θ' Καταβασίας τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ).
Η
ἡδύπνοος= αὐτός πού εὐωδιάζει. «Χαῖρε ἡδύπνοον κρίνον, Δέσποινα» (Τροπάριον Κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).
ἧλος= τό καρφί. «Ἐάν μή ἴδω τόν τύπον τῶν ἥλων» (Ἰω. κ',25).
ἤνεγκα= ἔφερα. (ἀόρ. τοῦ ρ. φέρω)
ᾖρα= σήκωσα, ὕψωσα. (ἀόρ. τοῦ ρ. αἴρω). «Ὅτι ᾖραν τόν Κύριον...» (Ζ' Ἐξαποστειλάριον).
Θ
θάλλω= ἀνθίζω, ἀκμάζω. «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παροιμ. 15,13).
θεηγόρος= αὐτός, πού ὁμιλεῖ γιά τόν Θεό, θεόπνευστος.
θεοδέγμων= αὐτός, πού δέχθηκε τόν Θεό. «Θεοδέγμων Τάφος τοῦ Κυρίου».
θεοείκελος= αὐτός, πού εἶναι ὅμοιος μέ τόν Θεό.
θεόκλητος= αὐτός, πού κλήθηκε ἀπό τό Θεό.
θεομάχος= αὐτός, πού πολεμᾶ τόν Θεό.
θεοπειθής= ὁ ὑπάκουος στόν Θεό.
θεοπρεπής= αὐτός, πού ταιριάζει στόν Θεό.
θεοπρόβλητος= ὁ ἀπό τόν Θεόν ἐκλεγμένος.
θεόπτης= αὐτός, πού εἶδε τόν Θεόν.
θεουργός= αὐτός, πού ἐργάζεται τά ἔργα τοῦ Θεοῦ.
θηριάλωτος= αὐτός, πού ἔχει συλληφθεῖ ἀπό ἀγρία θηρία. «Καί ἵνα μή, ἐπί πολύ ἀφιστάμενος τῆς κοινωνίας σου, θηριάλωτος ὑπό τοῦ νοητοῦ λύκου γένωμαι» (Εὐχή Γ’ πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως).
θλάω-ῶ= θραύω, σπάζω.
θρυαλλίς= φιτίλι, ἔναυσμα.
Ι
ἰθύνω= κατευθύνω, καθοδηγῶ
ἱλαρός= χαρούμενος, ἄνθρωπος μέ καλωσύνη. «Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός» (Β' Κορ. θ',7).
ἱλάσκομαι= ἐξευμενίζω, συγχωρῶ, ἐξιλεώνω. «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13).
ἱλέῳ ὄμματι= μέ μάτι σπλαχνικό.
ἰλύς= ὁ πηλός, ἡ λάσπη
ἰοβόλος= αὐτός πού ρίχνει βέλη, δηλητήριο, ἤ δηλητηριασμένα βέλη.
ἴστωρ= γνώστης, ἔμπειρος.
ἰχθύς= τό ψάρι. «Συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ» (Λουκ. 5,6).
ἰῶμαι= θεραπεύω.
Κ
καινοποιῶ= ἀνανεώνω, ἀνακαινίζω.
κακοπραγία= δυστυχία, ἀποτυχία.
κάκωσις= βλάβη.
κάλαμος= πένα, ὁ κονδυλοφόρος, ὄργανο γραφῆς.
καμμύω= κλείνω τά μάτια.
κανών= χάρακας, εὐθεῖα ράβδος, μέτρο, ρυθμιστής. Ἐξ’ οὗ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
κάρπωμα= καρπός, προσφορά, θυσία, κέρδος.
κάρφος= ξυλαράκι, φρύγανο, ξερόκλαδο. «Τί δέ βλέπεις τό κάρφος τό ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου...» (Ματθ. ζ',3).
καταθύμιος= εὐχάριστος, ἐπιθυμητός, εὐπρόσδεκτος.
καταλλαγή= συμφιλίωση, εἰρήνευση.
κατανύσσομαι= αἰσθάνομαι θλίψη, λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μου καί συγχρόνως μετανοῶ. Αἰσθάνομαι ἱερό δέος.
κατάσκιος= σέ βαθειά σκιά. «Ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί... ἐξ' ὄρους ὁ αἰνετός, κατασκίου δασέος». (Ὠδή δ' Καταβασίας Χριστουγέννων). (Κατάσκιον ὄρος: ἡ Παρθένος Μαρία).
κατερραγμένος= συντετριμμένος.
κατώτατα τῆς γῆς= ὁ ᾍδης, «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς» (Ὠδή στ' Κανόνος Κυριακῆς τοῦ Πάσχα).
καμψάκης= δοχείο ἐλαίου ἤ ὕδατος.
κείρω= κουρεύω, κόπτω, κουρά μοναχοῦ.
κέκραγα= (β' παρακ. τοῦ ρ. κράζω). Ἔχω κραυγάσει, φωνάξει.
κεκυφώς= (μετ. παρακ. τοῦ ρ. κύπτω). Σκυμμένος.
κένωσις= ἄδειασμα. Θεία κένωσις= «Ἡ Ἄκρα Ταπείνωσις» ὁ Χριστός.
κεράτια= τά ξυλοκέρατα. Ἔξωθεν ξυλῶδης, ἔσωθεν γλυκέα. «Καί ἐπεθύμει (ὁ ἄσωτος) γεμίσαι τήν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπό τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι» (Λουκ. ιε',16).
κέρας= δύναμη, ἰσχύς, δόξα. «Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν Σου... ὕψωσον κέρας χριστιανῶν ὀρθοδόξων...» (Εὐχή Ὄρθρου).
κεχριαῖος= αὐτός πού ἔχει μέγεθος ὡς ἕνα κεχρί. Κεχρί= μικρός σπόρος.
κηδεύω= φροντίζω, περιποιοῦμαι νεκρό. «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων... κηδεύσατε μου τό σῶμα» (Ἐξαποστειλάριον Παρακλητικοῦ Κανόνος Ὑπεραγίας Θεοτόκου).
κιρνάω= ἀναμειγνύω, ἀνακατώνω.
κλάσις= κομμάτιασμα, διαμελισμός.
κλάω-ῶ= τεμαχίζω, σπάζω, κόβω.
κλεΐζω= ἐξυμνῶ, ἐγκωμιάζω, δοξάζω.
κλεῖθρον= κλειδαριά, μοχλός γιά τό κλείδωμα θύρας.
κλίβανος= κάμινος, καμίνι.
κλίνω= γονατίζω, γέρνω.
κλύδων= θαλασσοταραχή. «Ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καί τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος» (Λουκ. η',24).
κοδράντης= ρωμαϊκό νόμισμα. «Ἕως οὗ ἀποδῷς τόν ἔσχατον κοδράντην» (Ματθ. ε',26).
κολαφίζω= ραπίζω, χτυπῶ κάποιον. «Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατάν, ἵνα μέ κολαφίζῃ» (Β' Κορ. ιβ',7).
κολοβόω-ῶ= περικόπτω.
κόνις= σκόνη.
κοπετός= θρῆνος.
κουροτρόφος= παιδοτρόφος, παιδαγωγός. «Χαῖρε, καλή κουροτρόφε παρθένων» (Δ' στάση Χαιρετισμῶν Παναγίας).
κουστωδία= στρατιωτική φρουρά. «Ἔχετε κουστωδίαν» (Ματθ. κζ', 65).
κοῦφος= ἐλαφρός, κενός. «Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ ἐπί θρόνου θεότητος ἐν νεφέλῃ κούφῃ...» (Ὠδή δ' τοῦ Κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).
κόχλος= τό κογχύλη, ἡ ἀχιβάδα. «Κόχλος, ἡ τόν θεῖον μαργαρίτην» (Ὠδή ε’ τοῦ Κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).
κρᾶσις= ἀνάμειξη.
κρηπίς= βάθρο, θεμέλιο.
κύμβαλον= μουσικό κρουστό ὄργανο. «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α’ Κορ. ιγ’,1).
Λ
λαγνεία= ἀσέλγεια.
λάθρα= λαθραίως, κρυφίως. «Τότε Ἡρῴδης λάθρα καλέσας τούς μάγους» (Ματθ. β',7).
λαμπηδών= λάμψη, λαμπρότητα.
λεῖμμα= τό ὑπόλειμμα, τό ὑπόλοιπο.
λειμών= τό λιβάδι. «Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις» (Α' Στάση Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας).
λέντιον= πετσέτα, ποδιά. «Εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τόν νιπτῆρα... καί ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ, ᾧ ἦν διεζωσμένος» (Ἰω. ιγ',5).
λεπτόν= τό ἐλάχιστο τῶν ἑλληνικῶν νομισμάτων, «Χήρα πτωχή ἔβαλε λεπτά δύο» (Μαρκ. ιβ',42).
λευχειμονῶ= λευκοφορῶ.
λήθη= λησμονιά.
λῆρος= φλυαρία. «Καί ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεί λῆρος τά ρήματα αὐτῶν» (Λουκ. κδ',11).
λιμός= πεῖνα, ἔλλειψη τροφῆς. «Ἔσονται λιμοί καί σεισμοί» (Ματθ. κδ',7).
λογία= συλλογή χρημάτων γιά τούς φτωχούς. «Περί δέ τῆς λογίας τῆς εἰς τούς ἁγίους» (Α' Κορ. ιστ',1).
λοιμός= ἐπιδημία, πανδημία. «λιμοί καί λοιμοί» (Λουκ. κα',11).
λυχνικόν= ἡ ὥρα, ὅπου στά σπίτια ἄναβαν τά λυχνάρια. Εἶναι συνώνυμος μέ τήν λέξη Ἑσπερινός. Ὁ ὕμνος «Φῶς ἱλαρόν» ὀνομάζεται «Ἐπιλύχνιος εὐχαριστία». Πρόκειται γιά ὕμνο τοῦ 2ου αἰῶνα.
Μ
μάκτρο= τεμάχιο ἀπό ὕφασμα κόκκινο, πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερεύς στήν Ἁγία Τράπεζα.
μαμμωνᾶς= πλοῦτος. Λέξη συριακή. «Ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμμωνᾶ τῆς ἀδικίας» (Λουκ. ιστ',9).
μεγαλαυχία= ἀλαζονεία.
μεγαλόθυμος= μεγαλόψυχος.
μεθοδεία= τέχνασμα, δόλος. «Στῆναι πρός τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφεσ. 6,11).
μελίζω= διαμελίζω, τεμαχίζω. «Μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ...» (Θ. Λειτουργία Ἰω. Χρυσοστόμου).
μέλπω= ψάλω, ἄδω. «Καί ζωήν βλυστάνουσαν τοῖς μέλπουσι». (Ὠδή η' Καταβασίας Κοιμήσεως Θεοτόκου).
μεμβράνη (λέξη Λατινική)= Δέρμα κατειργασμένο, χρήσιμο γιά γραφή. Ἐπί βασιλέως Περγάμου ἔγιναν μεγαλύτερες καί πιό λεῖες. Ὀνομάσθηκαν καί περγαμηνές. «Φέρε καί τά βιβλία, μάλιστα τάς μεμβράνας» (Β' Τιμοθ. δ',13).
μεσιτεύω= μεσολαβῶ. «Καί σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν Φιλάνθρωπον Θεόν...» (Παράκληση στήν Παναγία).
μετάφρενα= τά νῶτα. «Ἐν τοῖς μεταφρένοις αὐτοῦ ἐπισκιάσει σοι» (Ψ. 90, στίχ.4).
μετεωρισμός= ὕψωση, ἔπαρση. «Καί πάντας τούς (ἐδῶ: κύματα τῆς ὀργῆς σου) μετεωρισμούς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ» (Ψ.87,στίχ. 8).
μετοικεσία= μετακίνηση καί ἐγκατάσταση σέ ἄλλο τόπο. «Καί ἀπό Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος» (Ματθ. α',17).
μνᾶ= ἑλληνικό νόμισμα
μόδιον= κάδος, «οὐδέ καίουσι λύχνον καί τιθέασιν αὐτόν ὑπό τόν μόδιον» (Ματθ. ε',15).
μυκτηρίζω= χλευάζω, ἐμπαίζω. «Μή πλανᾶσθε, Θεός οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6,7).
μυρεψός= ἀρωματοποιός.
μυρίπνοος= αὐτός πού εὐωδιάζει μύρο.
Ν
νάρδος= φυτό, ἀπό τήν ρίζα τοῦ ὁποίου παράγεται ἕνα πολύτιμο ἀρωματικό λάδι, πού χρησίμευε γιά τήν περιποίηση τῶν νεκρῶν. «Ἦλθε γυνή ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου...» (Μάρκ. ιδ',3).
ναῦς= πλοῖο. «Διά τῆς νηός ταύτης εἰκονίζεται ἡ καθολική τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία» (Πηδάλιο Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης).
νεογενής= νεογέννητος.
νηδύς= ἡ κοιλία. «Νηδύι τόν Λόγον ὑπεδέξω...»(Κανών Ἀκαθίστου Ὕμνου).
νῆψις= ἐγρήγορση.
νύττω= τρυπῶ, κεντῶ. «Εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε». (Ἰω. ιθ',34).
νῶτον= ἡ ράχη, ἡ πλάτη. «Τόν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μαστίγωσιν...» (Τροπάριον Μεγ. Πέμπτης).
Ξ
ξενία= φιλοξενία. «Ξενίας δεσποτικῆς καί ἀθανάτου τραπέζης...» (Εἱρμός Μεγ. Τετάρτης).
Ο
ὄζω= μυρίζω. «Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφή τοῦ τεθνηκότος Μάρθα˙ Κύριε, ἤδη ὄζει...» (Ἰω. ια',39).
οἰκέτης= δοῦλος, ὑπηρέτης. «Φωνήσας δύο τῶν οἰκετῶν» (Πράξ. 10,7).
οἶστρος= μανία, πάθος, «οἶστρος ἀκολασίας». Δοξαστικόν (Ποίημα Κασσιανῆς, Μεγ. Τρίτη).
ὁλκάς= τό καράβι. «Χαῖρε, ὁλκάς τῶν θελόντων σωθῆναι» (Στάση Γ' Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας).
ὄμβρος= βροχή. «Ὄμβρους εἰρηνικούς τῇ γῇ πρός καρποφορίαν δώρησαι». (Θ. Λειτουργία Μεγ. Βασιλείου).
ὁμοθυμαδόν= μαζί, μέ μία ψυχή καί μέ μία καρδιά. «Οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν τῇ προσευχῇ» (Πράξ. α', 14).
ὄνησις= ὠφέλεια. «Μεγίστην ὄνησιν πιστεύοντες ἔσεσθαι ταῖς ψυχαῖς» (Ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσ. γιά τά Μνημόσυνα).
ὀπτός= ψητός. «Οἱ δέ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος» (Ἰω. κδ',42).
ὀρθοτομῶ= τέμνω σέ εὐθεῖα γραμμή. Ὀρθοτομῶ τόν λόγον= διδάσκω, ἑρμηνεύω ὀρθά. «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε... καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». (Θ. Λειτουργία Ἱ. Χρυσοστόμου)
ὀσφράδιον= εὐωδία, ἰσχυρή ἀναζωογονητική ὀσμή. «Τό ὀσφράδιον τοῦ πάντων Βασιλέως» (Τροπάριον Ἀκαθίστου Ὕμνου).
οὐρανοβάμων= ὁ μέχρις οὐρανοῦ πνευματικῶς ἐπεκτεινόμενος (Ἀποκαλεῖται ὁ Μέγας Βασίλειος).
ὀψέ= ἀργά. «Ὀψέ δέ σαββάτων» (Ματθ. κη',1).
ὀψώνιον= μισθός, ἀνταμοιβή. «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23).
Π
παγγενής= παντός γένους. «Συνανέστησας παγγενῆ τόν Ἀδάμ» (Τροπάριον Ὄρθρου Κυριακῆς τοῦ Πάσχα).
παννύχιος= ὁλονύκτιος. «Παννύχιον ἡμῖν τήν σήν δοξολογίαν χάρισαι» (Εὐχή Ἀποδείπνου).
παστάς= νυφικός θάλαμος. «Παστάς τοῦ Λόγου ἀμόλυντε» (Τροπάριον Κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).
πέπειρος= ὥριμος, «τόν βότρυν τόν πέπειρον ἡ γεωργήσασα» (Τροπάριον Ἀκαθίστου Ὕμνου).
πήρα= σακκούλι. «Μή κτήσησθε...μή πήραν» (Ματθ. ι',10).
πιαίνω= αὐξάνω, παχύνω, πληθαίνω. «Καί καταξίωσον αὐτούς ἐν γήρει πίονι» (Ἱ. Ἀκολουθία τοῦ γάμου).
πόμα= ποτό, «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν» (Ὠδή Γ', Κανόνος Κυριακῆς Πάσχα).
πορφύρα= κόκκινος μανδύας. «Καί ἐνδύουσιν αὐτόν πορφύραν» (Μάρκ. ιε',17).
Προοιμιακός= Ὀνομάζεται ὁ 103ος ψαλμός καθ' ὅτι μᾶς εἰσάγει στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ.
προφωνήσιμος= αὐτός πού προαναγγέλλει. Ὀνομάζεται ἡ ἑβδομάδα τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ἐπειδή προλέγει ὅτι ἤγγικε ὁ καιρός τῆς νηστείας.
πτερνιστής= ὁ διάβολος. Ἀπό τό ρ. πτερνίζω= λακτίζω, σπιρουνίζω, ἀπατῶ. «Ὁ ἀρχαῖος πτερνιστής» (Ἐγκώμια Μεγ. Παρασκευῆς).
πτύον= τό φτυάρι. «Οὗ τό πτύον ἐν τῇ χειρί αὐτοῦ» (Ματθ. γ',12).
πώρωσις= σκλήρυνση, ἀσυνειδησία. «Συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν» (Μάρκ. γ',5).
Ρ
ραββί= διδάσκαλος. (Ματθ. κγ',8)
ρακά= ἀνόητος, τιποτένιος. «Ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ρακά» (Ματθ. ε',22). (ἑβραϊκή λέξη).
ρῆμα= λόγος. «Οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπί παντί ρήματι» (Ματθ. δ',4)
ρομφαία= ξίφος, «Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. β',35).
Σ
σαγήνη= τό δίχτυ ψαράδων. «Πάλιν ὁμοία ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ εἰς τήν θάλασσαν» (Ματθ. στ',20).
σής= ὁ σκόρος, «Θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής...» (Ματθ. στ',20).
σίκερα= μεθυστικό ποτό φτιαγμένο ὄχι ἀπό οἶνο. «Ἀντί οἴνου σίκερα...» (3ος Ἀποστολικός Κανών).
σκόλοψ= πάσσαλος, παλούκι, ἀγκάθι. «Σκόλοψ τῇ σαρκί» (Β' Κορ. ιβ,7).
σκοτόμαινα= ἡ ἀσέληνη νύκτα. «Ἔλυσας καί εἰδώλων τήν σκοτόμαιναν μάκαρ» (Ἀπολυτίκιον Ἁγ. Χαραλάμπους).
σκυλεύω= λαφυραγωγῶ. «Ἐσκύλευσε τόν ἅδην» (Κατηχητικός Λόγος Ἱ. Χρυσοστόμου).
σκύμνος= τό νεογνό τοῦ λέοντος. «Σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι» (Ψ. 103ος).
σποδός= στάχτη. «Πάλαι ἄν ἐν σάκκῳ καί σποδῷ καθήμενοι μετενόησαν» (Λουκ. ι',13).
στατήρας= ἑλληνικό νόμισμα.
στρουθίον= σπουργίτης, μικρό πτηνό. «Οὐχί δύο στρουθία... καί ἕν ἐξ' αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπί τήν γῆν ἄνευ του πατρός ἡμῶν» (Ματθ. ι',29).
στρωμνή= κλίνη, κρεβάτι. «Εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπί τῆς στρωμνῆς μου» (Ψ. 62, στίχ. 7).
Τ
τάλας= δυστυχής «Τά πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν, ἐννοῶν ὁ τάλας» (Ἰδιόμελον Τριωδίου).
ταώς= τό παγώνι. Σύμβολον στίς Κατακόμβες, πού δηλώνει τήν ἀθανασία.
τελώνης= ὁ εἰσπράκτορας κρατικῶν φόρων. «Πολλοί τελῶναι καί ἁμαρτωλοί ἐλθόντες συνανέκειντο» (Ματθ. θ',10).
ταμιεῖον= ἰδιαίτερο, προσωπικό δωμάτιο. «Σύ δέ ὅταν προσεύχῃ εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖον σου» (Ματθ. στ',6).
τέρατα= τά θαύματα. «Ποιήσουσιν σημεῖα καί τέρατα» (Μάρκ. ιγ',22)
τεταρταῖος= τεσσάρων ἡμερῶν. «Τεταρταῖος γάρ ἐστί (ὁ Λάζαρος)» (Ἰω. ια', 39).
τέτρωται= πληγώθηκε. «Τέτρωται ἅδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχῃ τήν πλευράν» (Δοξαστικόν Μεγ. Παρασκευῆς).
τετυρωμένος= στέρεος. «Καί τετυρωμένον ἐν Πνεύματι» (Τροπάριον Κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).
Τρεῖς Ταβέρναι= τόπος ἔξω ἀπό τή Ρώμη, ὅπου οἱ χριστιανοί προϋπάντησαν τόν Ἀπ. Παῦλο (Πράξ. κη',15).
τρυβλίον= πιάτο, πινάκιο πήλινο. «Ὁ ἐμβάψας μετ' ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τήν χεῖρα» (Ματθ. κστ',93).
τρύγη= συγκομιδή καρπῶν. (Εὐχή ἐπί τρύγῃ ἀμπέλου, Μ. Εὐχολόγιον).
τῦφος= ὑπερηφάνεια. «Φαρισαίου τόν τῦφον...φύγωμεν πιστοί. (Ὠδή η' Κυρ. Τελώνου καί Φαρισαίου)
Υ
ὑδρία= στάμνα. «Αφήκεν οὖν τήν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνή» (Ἰω. δ',28).
ὑετός= ραγδαία βροχή, «ὑετούς διδούς καί καιρούς καρποφόρους» (Πράξ. ιδ',17).
Ὑπαπαντή= προϋπάντηση. (Ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου).
ὑπεναντίος= ἀντίθετος. «Καί νῦν πῦρ τούς ὑπεναντίους ἔδεται»
ὑπερῶον= ὁ ἐπάνω ὄροφος. «Καί ὅταν εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τό ὑπερῶον» (Πράξ. α',13).
ὑψηγορία= ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία. «Ὑψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην» (Τροπάριον Ὄρθρου Κυριακῆς Τελώνου καί Φαρισαίου).
Φ
φαιλόνη= μανδύας «Τόν φαιλόνην φέρε» (Β' Τιμοθ., δ, 13).
φραγγέλιον= μαστίγιο ἀπό σχοινιά. «Τόν δέ Ἰησοῦ φραγγελώσας, παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ» (Ματθ. κζ',26).
φύραμα= ἡ ζύμη. «Μικρά ζύμη ὅλο τό φύραμα ζυμοῖ» (Α' Κορ. ε',6).
φώτισμα= τό Βάπτισμα. «Ὅσοι πρός τό φώτισμα, προσέλθετε» (Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία).
Χ
χαλεπός= δύσκολος
χαμαί= κάτω. «Ἀπῆλθον εἰς τά ὀπίσω καί ἔπεσον χαμαί» (Ἰω. ιη',6).
χαμευνία= ὕπνος κατά γῆς.
χαριτόβρυτος= ὁ πλήρης χάριτος.
χαρμολύπη= ἡ λύπη γιά τήν ἁμαρτία καί ἡ χαρά γιά τήν συγχώρηση.
χειμάζομαι= ἐκτίθεμαι σέ κακουχίες. «Ὁ τῶν χειμαζομένων σωτήρ» (Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία).
χιτών= τό περί τό σῶμα πρῶτο ἔνδυμα. «Ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μή ἔχοντι» (Λουκ. γ',11)
χοῦς= χῶμα. «Ἐκτινάξατε τόν χοῦν τόν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν» (Μάρκ. στ', 11).
Ψ
ψάμμος= ἄμμος. «Ἰσαρίθμους γάρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς ἄν προσφέρωμέν σοι» (Δ' στάση Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας)
ψόφος= κρότος.
ψυχοτρόφος= αὐτός πού τρέφει τήν ψυχή, ὅπως ἡ Θεία Κοινωνία.
ψωμός= τεμάχιο ἄρτου. «Ἐκεῖνος γάρ τόν ψωμόν δεξάμενος κατά τοῦ ἄρτου ἐχώρησε» (Τροπάριον Μεγ. Τετάρτης).
Ω
ὠδῖνες= πόνοι τοκετοῦ, πληθ. τῆς λέξεως ἡ ὠδίς-ῖνος ἤ ὠδίν-ῖνος. «Ὥσπερ ἡ ὠδίν τῇ ἐν γαστρί ἐχούσῃ» (Α' Θεσσ. 5,3), ἀλλά καί γενικῶς πόνοι, τό ἄλγος τῆς ψυχῆς. «Περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου» (Ψ.114,3). Εἶναι καί τό ἡ ὀδύνη-ης (πληθ. αἱ ὀδύναι)= πόνος σώματος, ἄλγος, ἀλλά καί ἄλγος ψυχῆς, θλίψις, λύπη.
ὡράϊσμα= τό καλλώπισμα, κόσμημα. «Χαῖρε καί μητέρων ὡράϊσμα καί κλέος» (Ὠδή η' Μεγ. Παρακλητικοῦ Κανόνος)
ὡσαννά= χαρμόσυνο ἐπιφώνημα, δόξα καί ὕμνος. «Καί οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες, ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Μάρκ. ια',9).
*