Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'
Οἱ ἱεροί ναοί μας εἶναι κεκοσμημένοι μέ ἱερές εἰκόνες. Ἔχοντας ὡς πνευματικό θεμέλιο τό τοῦ Μεγ. Ἀθανασίου ὅτι ὁ Χριστός «ἐνηνθρώπησε ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (PG 25,192) ὁ κάθε ἱερός ναός κοσμεῖται μέ τήν ἱερή τέχνη, τήν ἁγιογραφία, εἴτε μέ τοιχογραφίες εἴτε μέ φορητές εἰκόνες. Καθίσταται κατ' αὐτόν τόν τρόπον ὁ ναός «ἡ σκηνή τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων» (Ἀποκ. 21,3).
Μέσα στόν ἱ. ναό ὅλα τά σχετιζόμενα μέ τήν ἁγιογράφιση εἶναι τακτοποιημένα μέ συμβολική τάξη καί κάθε ἱεροπρέπεια, καθ' ὅτι οἱ ἱερές εἰκόνες ἔχουν σκοπό νά βοηθήσουν τόν ἐκκλησιαζόμενο πιστό στήν προσευχητική του διάθεση, στήν ἀληθινή λατρεία τοῦ Θεοῦ, στή διδαχή του καί μέσω τῶν εἰκόνων καί τελικά στήν πνευματική του ἀνάβαση.
Ἔτσι στό Ναό, ἁδρομερῶς ἀναφέρουμε, ὅτι προβάλλει τό πρῶτον, τό Εἰκονοστάσιο, δηλ. τό τέμπλο, ὅπου ἐκεῖ ἔχουμε τόν θεῖο Διδάσκαλο, τόν Χριστό εὐλογοῦντα, ἔπειτα ἀριστερά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, κυρίως «Βρεφοκρατοῦσα», μετά ἔχουμε δίπλα στόν Χριστό, τόν Τίμιο Πρόδρομο, τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Προφήτη καί Βαπτιστή καί δίπλα στήν Παναγία τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου ὅπου τιμᾶται ὁ Ἱερός Ναός. Προβάλλει ἀκόμη στό Ναό καί μέσα στό Ἱερό Βῆμα ὁ Ἐσταυρωμένος καί στήν κεντρική κόγχη ἡ «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν», ἡ Παναγία, μέ ἀνοικτά τά χέρια της, ἕτοιμη νά δεχθεῖ τίς δεήσεις μας. Ἀκόμη βλέπουμε γύρωθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης στούς τοίχους τοῦ Ἱ. Βήματος τούς θεοφόρους ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι σχετίζονται μέ τήν Θεία Λειτουργία. Τέλος, στά βημόθυρα ἀτενίζουμε τούς Ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ, ὡς φύλακες τοῦ Ἱ. Βήματος καί ὡς προστάτες τῶν πιστῶν. Στό ἄνω μέρος τοῦ Εἰκονοστασίου εἶναι τό λεγόμενο «Δωδεκάορτο», ἤτοι τά σπουδαιότερα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μέ κεντρική παράσταση τόν Μυστικό Δεῖπνο. Συνήθως ἡ διακόσμηση ἐκεῖ μέ τήν ἄμπελο δηλώνει ὅτι οἱ πιστοί εἶναι «τά κλήματα» πού πρέπει νά εἶναι ζωντανά, ἑνωμένα μέ τήν Ἄμπελο τήν ἀληθινή τόν Χριστό κατά τό: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰω. 15,5). Στόν κυρίως Ναό δεσπόζει ὁ Παντοκράτωρ στόν τροῦλλο. Ἐδῶ ὁ Κύριος μέ τό ἅγιο βλέμμα Του, τό ὁποῖο τά πάντα βλέπει καί ἐπιβλέπει μέ τήν πρόνοιά Του κρατᾶ καί δείχνει πρός τό «Σῶμα» Του τή στρατευομένη Ἐκκλησία, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, ἐνῶ τόν περιβάλλουν ἄγγελοι καί ἐνδιαμέσως Προφῆτες καί Δίκαιοι. Ὅλοι οἱ τοῖχοι κατόπιν τοῦ Ἱ. Ναοῦ εἶναι κεκοσμημένοι μέ παραστάσεις Δεσποτικῶν ἑορτῶν ἤ τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου ἀλλά καί ἐκ τῶν παραβολῶν Αὐτοῦ ὡς καί μέ τούς Ἀποστόλους, τούς Μάρτυρες, τούς Ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων καί κατά χρονολογικήν σειράν. Συνήθως στήν ἔξοδο τοῦ κυρίως ναοῦ ἔχουμε τήν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί στόν νάρθηκα τήν κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ὅλες οἱ ἱερές μορφές τῶν ἁγίων εἶναι «λουσμένες» στή θέωση μέ τό φωτοστέφανο πού φέρουν στήν ἁγία κεφαλή τους. Δέν ἔχουν τήν φυσική διάσταση τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά ἐκείνη τοῦ θεϊκοῦ κάλλους τοῦ Παραδείσου. Γι' αὐτό καί ἡ τέχνη δέν εἶναι ἁπλῶς ζωγραφική ἀλλά ἱερή τέχνη. Σύμφωνα δέ μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι ὄχι λατρευτική, καθ' ὅτι ἡ λατρεία ἀνήκει μόνον στό Θεό, ἀλλά αὐτή ἡ τιμή τῶν εἰκόνων ἀπό τούς πιστούς, πού πρέπει νά ὑπάρχει «ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει».
Ἡ προσκύνηση μιᾶς εἰκόνας δέν εἶναι εἰδωλολατρία. Δέν προσκυνοῦμε τήν ὕλη, οὔτε τό χρῶμα, οὔτε τό τζάμι. Ἡ τιμή ἀπευθύνεται πρός τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο καί τό τονίζει ὁ Μ. Βασίλειος ὅταν γράφει: «Ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» (PG 32,149). Τοῦτο ἐπαναλαμβάνει ὁ μέγας ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὁ Ἱερός Δαμασκηνός προσθέτοντας ὅτι «προσκυνοῦμεν οὐ τῇ ὕλῃ, ἀλλά τῷ εἰκονιζομένῳ (Ἔκδοσις ἀκριβής, σελ. 498). Σαφέστατα μάλιστα ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων τονίζεται στό Συνοδικόν τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Νίκαια 787 μ.Χ.) ὅπου ἀναγιγνώσκουμε: «Τῶν τήν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ λόγου παρουσίαν, λόγῳ, στόματι, καρδίᾳ καί νῷ, γραφῇ τε καί Εἱκόσιν ὁμολογούντων» καί «Τῶν τῷ λόγῳ ἁγιαζόντων τά χείλη, εἶτα τούς ἀκροατάς διά τοῦ λόγου, εἰδότων τε καί κηρυσσόντων, ὡς ἁγιάζεται μέν ὁμοίως διά τῶν σεπτῶν Εἰκόνων τά ὄμματα τῶν ὁρώντων, ἀνάγεται δέ δι' αὐτῶν ὁ νοῦς πρός θεογνωσίαν, ὥσπερ καί διά τῶν θείων ναῶν καί τῶν ἱερῶν εὐχῶν καί τῶν ἱερῶν σκευῶν καί τῶν ἄλλων κειμηλίων. Αἰωνία ἡ μνήμη». Ἔτσι ἀποφαίνονται οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἑβράβευσεν˙ οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τοὺς αὐτοῦ ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι, τὸν μὲν ὡς Θεὸν καὶ Δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ διά τὸν κοινὸν Δεσπότην ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμονες.
Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξε». (Συνοδικόν Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Αὐτή τήν ἁγία πίστη πρέπει νά διαφυλάξουμε.
Οἱ ἱερές εἰκόνες καί ἐν γένει ἡ ἁγιογραφία ἔχουν σημαντική θέση στήν Ἐκκλησία καί εἶναι μέρος τῆς ὀρθοδόξου λατρείας. Αὐτή ἡ «καλή ἀλλοίωση» πού βλέπουμε στίς μορφές τῶν ἁγίων, πέρα ἀπό τήν φυσική ἀπεικόνιση τῶν προσώπων ἔρχεται μέ ἄριστο παιδαγωγικό καί ἀναγωγικό τρόπο καί ἐνισχύει τήν πίστη μας. Ὀφείλουμε συνεπῶς νά προσέχουμε παντοιοτρόπως τίς ἱερές εἰκόνες.
Ἔτσι σημεῖο ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι ἡ γνώση τῆς καλλιτεχνικῆς ἀξίας τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Καλόν εἶναι ὁ ἱερεύς νά γνωρίζει σέ ποῖο εἶδος τέχνης (τεχνοτροπία) ἀνήκει ἡ τοιχογραφία ἤ ἡ φορητή εἰκόνα, ποία ἡ χρονολογία της, καί πάντοτε ἡ συμπεριφορά ἀπέναντι στίς εἰκόνες, στίς ἁγιογραφίες, πρέπει νά εἶναι ἡ πρέπουσα. Ἀπαγορεύεται, λοιπόν, ἀπολύτως κάθε ἐπέμβαση (π.χ. ἀσβέστωμα) στίς ἁγιογραφίες ἤ εἰκόνες καί οὐδέποτε τίθενται καρφιά πάνω σ' αὐτές. Τό φαινόμενο ποικίλων ἐπεμβάσεων μέ διάφορες αἰτιολογίες εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο, δεῖγμα ἀμάθειας καί ἔλλειψης πολιτισμοῦ ἀλλά καί ἀσέβειας καί ἀνευλάβειας. Ὅπως ἐπίσης σύμφωνα μέ τήν ἱεραρχική θέση τῶν εἰκόνων μέσα στό Ναό πρέπει νά ἀποφεύγεται νά τοποθετοῦνται εἰκόνες ἤ νά ἁγιογραφοῦνται οἱ ναοί «ἐκεῖ καί ὡς ἔτυχε», χωρίς δηλ. τήν ἀνάλογη μελέτη καί συμβουλευτική γνώμη. Ἄλλως δημιουργοῦνται εἰκονογραφικά ἀτοπήματα. Βέβαια χάριν εὐλαβείας, εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης ἔχουν θέσιν στίς εἰκόνες καί τά ἀφιερώματα, ἄλλως τά τάματα τῶν πιστῶν, ἀλλά ὅλα αὐτά πρέπει νά τίθενται μέ προσοχή, ἐπιμέλεια καί ἱεροπρέπεια.
Εἰδικότερα, πρέπει νά γίνεται ἡ λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀκριβῶς διότι τήν Κυριακή αὐτή ἑορτάζουμε τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τήν προσκύνηση τους. Πρόκειται γιά τήν νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τῆς αἱρέσεως τῶν εἰκονομάχων (9ος αἰ.). Βεβαίως, λιτάνευση εἰκόνος τοῦ ἑορταζομένου ἁγίου πρέπει νά γίνεται καί στή λιτή κατά τίς πανηγύρεις τῶν ναῶν ὡς καί περιφορά τῆς εἰκόνος τοῦ ἁγίου στή λιτανεία ἐκτός τοῦ ναοῦ. Τοῦτο ἐκδηλώνει τήν εὐλάβεια, τήν τιμή στόν ἅγιο καί τήν λαμπρότητα τῆς ὅλης ἑορτῆς. Πρόκειται γιά σπουδαιότατο ἐκκλησιαστικό ἔθιμο τό ὁποῖο ἐνισχύει πνευματικῶς τούς πιστούς καί παρέχει χάρι καί εὐλογία στόν τόπο τῆς λιτανείας.
Ἰδιαίτερα ἡ βυζαντινή τέχνη εἶναι ἡ κορύφωση, τό ἀπαύγασμα τοῦ «κάλλους» τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Οἱ βυζαντινοί ἁγιογράφοι στό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας εἶναι ἀπαράμιλλοι. Μάλιστα καί στήν παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά κατέχουν ἐξέχουσα θέση, ὡς ἕνας ὑπέροχος θησαυρός ὑψηλῆς καλλιτεχνικῆς τέχνης. Ὁ καθένας μας, λοιπόν, ἄς διδαχθεῖ τό μυστικό βάθος τῆς εἰκόνος καί τότε ἔτι περισσότερον θά θαυμάσει καί θά ἐκτιμήσει. Ἡ εἰκόνα δέν εἶναι ζωγραφική. Εἶναι θεολογία. Εἶναι χάρισμα.