Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'
Ὁ ἱερός ναός εἶναι ὁ «οἶκος τοῦ Θεοῦ». Καί τόν «οἶκο Θεοῦ» ὀφείλουμε νά τόν ἔχουμε σέ λίαν εὐπρεπῆ κατάσταση. Ἔτσι καί ὁ ἐκκλησιαζόμενος θά κατανύσσεται καί δέν θά πικραίνεται γιά ἀκαταστασία. Ὡς γράφει ὁ ἅγ. Συμεών Θεσ/κης: «Ὁ ναός εἶναι οἶκος Θεοῦ, ἐπειδή ἁγιάζεται διά τῆς θείας χάριτος καί μέ τάς ἱεράς εὐχάς» (Ἅπαντα, σελ. 143). Καί συνεχίζει ὁ ἱερός πατήρ λέγοντας ὅτι ὁ ναός εἰκονίζει τόν Τριαδικό Θεό. Γράφει εἰδικότερα: «Ὁ ναός δέ ὡς οἶκος Θεοῦ ὅλον τόν κόσμον, ἀλλά κυρίως τόν ἐν Τριάδι Θεόν εἰκονίζει, καθότι ἁπανταχοῦ εἶναι καί ὑπέρ τό πᾶν ὁ Θεός. Ὅθεν εἰς τρία διά τοῦτο διαιρεῖται, ὅτι καί Τριάς ὁ Θεός. Τοῦτο καί ἡ σκηνή ἐξεικόνιζε, διῃρημένη εἰς τρία, καί ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος, καθώς λέγει ὁ Παῦλος˙ τό ἕν μέρος ἦτο τό ἅγιον τῶν ἁγίων, τό δέ ἄλλο ἅγια ἐλέγετο καί τό τρίτον τό ἅγιον κοσμικόν ἐπειδή ἡ σκιά προετύπου τά τῆς ἀληθείας καί χάριτος. Ἔχει λοιπόν ὁ ναός μας πρῶτον τό ἱερώτατον βῆμα, τό ὁποῖον εἰς τύπον εἶναι τῶν ὑπερουρανίων καί τῶν ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ, τό ὁποῖον λέγουσιν ὅτι εἶναι καί ὁ θρόνος τοῦ ἀΰλου Θεοῦ, ἡ ἀνάπαυσις δηλαδή, ἡ ὁποία ὑπό τῆς ἁγίας τραπέζης παρίσταται, καί καθώς εἰς τά ὑπερουράνια οὕτω καί ἐδῶ εἰς τό βῆμα εἶναι αἱ τάξεις αἱ ἐπουράνιαι καί οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι βαθμόν ἔχουν ἀγγέλων, καί ὁ ἱεράρχης, ὅστις εἰκονίζει τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Αὐτός δέ ὁ ναός τόν φαινόμενον τοῦτον κόσμον παριστᾷ καί τά ὑπεράνω μέν τοῦ ναοῦ αὐτόν τόν ὁρώμενον οὐρανόν, τά δέ κάτω τά ἐπίγεια καί αὐτόν τόν παράδεισον. Τά ἔξωθεν τά κατώτερα μέρη καί τήν γῆν μόνον αὐτήν δι' ἐκείνους, ὅσοι ζῶσιν ἀναλόγως καί δέν ἔχουσιν ὑψηλότερόν τι. Θέλουν δηλώσει περί τούτου σαφέστερα καί τά ἀκόλουθα. Τό μέν ἁγιώτατον βῆμα δέχεται ἔσωθεν τόν ἱεράρχην, ὅστις, ὡς εἴπομεν, εἰκονίζει τόν θεάνθρωπον Ἰησοῦν καί εἶναι πεπλουτισμένος μέ τήν θείαν του δύναμιν˙ μολονότι εἰκονίζει αὐτός ἀκόμη καί τούς Ἀποστόλους καί τούς ἀγγέλους. Οἱ δέ λοιποί ἱερωμένοι τούς Ἀποστόλους ἐκτυποῦσι καί ἐξαιρέτως τούς ἀρχαγγέλους καί αὐτούς ἕκαστος ἀναλόγως κατά τήν τάξιν του˙ ἐπειδή μία Ἐκκλησία ἔγειναν τά ἄνω καί τά κάτω, ἀφ' οὗ ἦλθε πρός ἡμᾶς ὁ Θεός καί ἐφάνη ἄνθρωπος, καθώς καί ἡμεῖς, καί τά τῆς οἰκονομίας δι' ἡμᾶς ἐξετέλεσε καί ἕν ἔγινε τό ἔργον τῶν ἄνω καί τῶν κάτω, ἡ τοῦ Δεσπότου ἱερουργία καί κοινωνία καί κατανόησις˙ ἐκτός μόνον τοῦ ὅτι ἐκεῖ τελεῖται αὐτό τό θειότατον ἔργον, ἄνευ παραπετασμάτων καί σημείων, ἐδῶ δέ διά συμβόλων τελεῖται διότι περιβάλλομεν τό βαρύ αὐτό καί φθαρτόν σαρκίον. Ἀλλά καί αἱ ψυχαί τῶν ἁγίων ἄνω εἶναι τεταγμέναι εἰς τούς οὐρανούς μέ τούς Ἀγγέλους καί μέ αὐτούς ἐπιτηροῦν καί ἐδῶ εἰς τόν κόσμον τούς ἀνθρώπους καί προνοοῦν δι' ἡμᾶς καί μᾶς φυλάττουν μέ θείαν πρόνοιαν καί ἐπίσκεψιν. Κατοικοῦσι δέ αὐταί ἀκόμη μέ τούς Ἀγγέλους καί εἰς τούς θείους ναούς. Ἔσωθεν λοιπόν τοῦ βήματος, τό ὁποῖον, ὡς εἴπομεν, τά νοητά καί τά ὑπερουράνια εἰκονίζει μόνον ὁ ἀρχιερεύς καί οἱ ἱερωμένοι συνεισέρχονται. Τό δέ ἱερώτατον σύνθρονον ὅτι ἀνυψώθη ὁ Ἰησοῦς παριστᾷ καί ὅτι ἔγεινε μετά σαρκός ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί δυνάμεως καί ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» (Ἅπαντα, σελ. 145-146).
Ἀρχίζουμε ἀπό τό Ἱερό Βῆμα.
Ἐκεῖ στό Ἅγιο Βῆμα, τό ἱερότερο ἀντικείμενο τό εὑρισκομένο στό κέντρο τοῦ ὅλου χώρου εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα. Συμβολίζει τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ ἅγ. Συμεών Θεσ/κης ὅτι: «Εἰς αὐτήν τήν ἁγίαν τράπεζαν ὁ Σωτήρ ὡς Θεός μέν ἀναπαύεται, ὡς ἄνθρωπος δέ θυσιάζεται. Διά τοῦτο πρόκειται ἐν τῷ μέσῳ εἰς ὅλους διά νά τόν θεωρήσουν καί νά τόν ἀπολαύσουν οἱ οἰκεῖοί του καί ἄξιοι. Ὅθεν καί τράπεζα λέγεται, διότι εἰς ὅλους ὁ Χριστός εἶναι τροφή ζωτική καί τροφή καί ἄρτος, διότι στηρίζει, καί ποτήριον ἐξ οἴνου, ἐπειδή εὐφραίνει καί δίδει ζωήν καί θερμαίνει καί μεθύσκει καί μεταβάλλει καί ἀλλοιοῖ τόν ἄνθρωπον εἰς τήν καλήν ἀλλοίωσιν» (Ἅπαντα, σελ. 146). Ἡ Ἁγία Τράπεζα πρέπει νά εἶναι κεκαλυμμένη μέ καθαρά ὑφάσματα (ἄμφια - ἐνδύματα) καί ἀπό ὅλες τίς πλευρές, καί φυσικά ὅλα (κάτωθεν - ἄνωθεν). Ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα πρέπει νά ὑπάρχουν: α). Τό Ἅγιον Ἀρτοφόριον, κατά προτίμησιν ἐντός ὑαλίνης θήκης γιά τήν ἀσφάλεια τῆς διαφυλάξεως τοῦ Τιμίου καί Ἁγίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. β). Τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον, τό ὁποῖο τίς καθημερινές ἡμέρες τίθεται μέ τήν ὄψιν τοῦ Ἑσταυρωμένου καί τήν Κυριακή μέ ἐκείνη τῆς Ἀναστάσεως καί βεβαίως μέ καλά σιδερωμένη καί τοποθετημένη τήν κορδέλλα. γ). Τό Ἱερό Ἀντιμήνσιον μετά τῆς μούσης. Πρέπει νά εἶναι τό Ἀντιμήνσιον τό ὁποῖο φέρει ἀπαραιτήτως τήν ὑπογραφή τοῦ οἰκείου ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτου καί τήν σφραγῖδα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως. Χωρίς Ἀντιμήνσιον ποτέ δέν μπορεῖ νά τελέσει Θ. Λειτουργία ὁ ἱερεύς. Ἐπίσης τό Ἀντιμήνσιον δέν πλένεται ποτέ καί δέον ὅπως διατηρεῖται μετά μεγάλης προσοχῆς. Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν μούσα, αὐτή πρέπει νά εἶναι ἀπό ἁγνό, καθαρό καί γνήσιο σπόγγο καί ὅπως εἶναι πεπλατυσμένος ὡς μούσα πλέον νά φυλάσσεται ἐντός τοῦ ἀντιμηνσίου. δ). Ὁ Σταυρός εὐλογίας δεξιά τοῦ Εὐαγγελίου, καλός καί χωρίς προεξοχές. ε). Τό Ἱερατικόν, δηλ. βιβλίον γιά τόν ἱερέα, ἄλλως Λειτουργική Φυλλάδα. Πρέπει ἀπαραιτήτως νά εἶναι σέ πολύ καλή κατάσταση, καί ὄχι σκισμένα φύλλα, λερωμένα ἤ μή δεμένα καλῶς. στ). Τά δύο κηροπήγια ἐπί πινακίων μέ καλό κερί. Ἐπί τῆς ἁγίας Τραπέζης ἄλλα ἠλεκτρικά φῶτα, πολύφωτα, καντηλάκια, εἰκόνες, εἰκονίτσες, «χαρτιά ὀνομάτων», πλαστικά ἄνθη, ὡρολόγια καί ἄλλα τέτοια ἔστω καί ἀπό εὐλάβεια ἀντικείμενα δέν ἔχουν θέση ἐκεῖ. ζ). Ἅγια Λείψανα (ἐάν βεβαίως ἔχει ὁ Ναός) αὐτά θά εἶναι ἐντός κυτίου ἐπιχρυσωμένου ἤ ἐξ ἀσημίου ἤ ἔστω ξυλίνου. Ὅπου ὑπάρχουν πολλά Ἅγια Λείψανα αὐτά τίθενται σέ εἰδική θέση ἐντός τοῦ πολύ καλοῦ Σκευοφυλακίου. Οὐδέν ἕτερον θά ὑπάρχει ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης ὡς ἐπίσης οὔτε προσωρινῶς ἀφήνουμε κάτι ἐπάνω σ' αὐτήν. Ἐπίσης καί κάτωθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ἡ τοποθέτηση ἐνδυμάτων ἀσθενῶν, μικρῶν παιδιῶν, εἰκόνων ἤ ἄλλων ἀντικειμένων δίκην ἀποθήκης. Ἐξ ἀνάγκης θέτουμε τά μικρόφωνα ἀλλά πάντοτε μέ διάκριση. Καλόν εἶναι νά εἶναι ὅσον τό δυνατόν μικρά σέ μέγεθος. Ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί στό μέσον αὐτῆς ὑψοῦται ὁ Τίμιος Σταυρός καί ἔνθεν καί ἔνθεν τά ἱερά ἑξαπτέρυγα. Στό βάθος τῆς κόγχης τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοποθετεῖται ὁ Ἑσταυρωμένος, ὁ ὁποῖος πρέπει νά εἶναι ἱεροπρεπῶς κατασκευασμένος καί ὡς πρός τό Σῶμα τοῦ Κυρίου καί ὡς πρός τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καί τό ἀκάνθινο στεφάνι. Σέ μερικούς Ναούς τίθεται σέ μεγάλο σχῆμα ἡ Θεοτόκος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἀριστερά καί δεξιά τοῦ Ἑσταυρωμένου καί καλόν καί εὐλαβικό μέν εἶναι αὐτό, ὄχι ὅμως καί ἀπαραίτητο. Ἀρκεῖ ὁ Ἑσταυρωμένος. Ἔμπροσθεν τοῦ Ἐσταυρωμένου καίεται ἡ ἀκοίμητη κανδήλα, μικρῶν διαστάσεων, ἡ ὁποία καί τροφοδοτεῖται μέ καλό, καθαρό ἔλαιον.
Στό Ἱ. Βῆμα ὑπάρχει καί ἡ Ἁγία Πρόθεσις. Σ' αὐτή θά εὑρίσκεται ἡ Εἰκόνα μέ τήν «Ἄκρα Ταπείνωσιν» (ὁ Χριστός) ἤ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (μεταγενέστερη παράδοση). Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Προσκομιδή δέν εἰκονίζει τό σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ καθ’ ὅτι κατά τήν τέλεσίν της γίνεται ἀναφορά στά τῆς θυσίας τοῦ Θεανθρώπου. Ἐκεῖ στήν Πρόθεση θέτουμε τό Ἅγιον Ποτήριον, τό Δισκάριον, τόν Ἀστερίσκο, τήν Ἁγία Λόγχη, τήν Ἁγία Λαβίδα, τά καλύμματα τῶν Τιμίων Δώρων, τό δοχεῖον τοῦ Ζέου μετά τοῦ πινακίου, δύο φιάλαι τοῦ αὐτοῦ σχήματος μέ τό νάμα (οἶνο) καί τό ὕδωρ τοποθετούμενες ἐντός εἰδικῆς θήκης, ἕνα κηροπήγιον ἤ ἕνα κανδήλι καί ἕνα μαχαίρι ἀποκλειστικά καί μόνον γιά τήν Προσκομιδή. Τά ἱερά σκεύη θά καλύπτωνται μέ ὕφασμα ἀρκετῶν διαστάσεων ἔχοντας κεντημένο τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ στό κέντρο. Ἡ Πρόθεσις καλόν εἶναι νά κλείνει διά θυρίδων. Τῶν ἱερῶν σκευῶν ἐπιμελοῦνται ἀποκλειστικῶς καί μόνον οἱ κληρικοί. Στό Ἱ. Βῆμα πρέπει νά ὑπάρχει καί ὁ Νιπτήρ. Ἀπό τήν κρήνη αὐτοῦ νίπτει ὁ ἱερεύς τά χέρια του καί τό ὕδωρ πρέπει νά διοχετεύεται στό χωνευτήριο. Πλησίον τοῦ νιπτῆρος θά εἶναι ἀνηρτημένη «πετσέτα λευκή» πολύ καθαρή. Ἐκεῖ κοντά πρέπει νά ὑπάρχει καί τό δοχεῖον καί τό καμινέτο ἤ ὁ βραστήρας ἤ κάτι ἀνάλογο γιά τήν ζέση τοῦ ὕδατος τοῦ «ζέου». Ἐννοεῖται ὅτι θά ὑπάρχουν καί τά ἄλλα χρειώδη γιά τό Ἅγιο Βῆμα ἀλλά ὅλα ἐντός συρταριῶν. Ἐπίσης ἐκεῖ κοντά θά εἶναι καί οἱ λαμπάδες γιά τά «παπαδάκια». Ὅλα ἐπίσης πρέπει νά εἶναι τακτοποιημένα δηλ. τά καρβουνάκια – ὁ ἀναπτήρας ἤ τά σπίρτα, τό θυμίαμα, τό μικρό κερί κἄ). Καλόν εἶναι νά ὑπάρχει μία μικρά τράπεζα γιά τήν κοπή τοῦ ἀντιδώρου, τό ὁποῖον τοποθετεῖται σέ πανέριον ἤ δίσκον καλῆς καί εὐπρεποῦς καταστάσεως. Ἐπίσης καί ἀπό τήν νοτία πλευρά τοῦ Ἱ. Βήματος καλόν εἶναι νά ὑπάρχει καί ἄλλο ἕνα μικρό τραπέζι γιά τά ἄμφια πρός ἔνδυσιν τοῦ ἱερέως. Κανένα ἀπολύτως ἱερατικό ἄμφιο δέν θά κρεμᾶται σέ καρφιά στούς τοίχους. Θά φυλάσσωνται τακτοποιημένα μέσα στίς ντουλάπες. Ἐντός τοῦ Ἱ. Βήματος θά εὑρίσκεται καί τό Μυροδοχεῖον, τό ὁποῖο θά τυγχάνει ἰδιαίτερης προσοχῆς, τό θυμιατήριον, τό δισκέλιον καί ὀλίγα μόνον καθίσματα ὡς καί προθῆκες, τό σκευοφυλάκιον καί ἡ ἱματιοθήκη γιά τά πλεονάζοντα ἱερά σκεύη, Εὐαγγέλια, Σταυροί, Λειτουργικά Βιβλία καί γιά τά ἄμφια ἤ ἄλλα καλύμματα. Ἐντός τοῦ Ἱ. Βήματος δέν ἐπιτρέπεται νά ὑπάρχουν ἄλλα πράγματα ὅπως ἡ Κολυμβήθρα, τό Κουβούκλιον τοῦ Ἐπιταφίου, περιττές εἰκόνες, βιβλία τοῦ Γραφείου τοῦ Ναοῦ κἄ. Τό Ἱερό Βῆμα εἶναι ἱερός χῶρος καί ὄχι εἶδος ἀποθήκης. Ἐπίσης δέν πρέπει νά εἰσέρχονται πρόσωπα χωρίς εἰδική ἀποστολή ἤ διακονία καί βεβαίως ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος σέ γυναῖκες ἐκτός ἐκείνων πού ἔχουν εἰδική εὐχή καί γιά συγκεκριμένο λόγο. Ποτέ ὅμως κατά τήν διάρκεια τῆς τελέσεως Θ. Λειτουργίας.
Στόν κυρίως ναό ἔχουμε πολλά ἐπίσης ἀντικείμενα τά ὁποῖα καί αὐτά χρήζουν τῆς ἰδιαίτερης μέριμνας καί προσοχῆς. Συγκεκριμένα ἔχουμε τό Τέμπλον. Ἐξ αὐτοῦ ἀναρτῶνται κανδῆλες καί ἄνωθεν τῆς Ὡραίας Πύλης τό πολυκάνδηλο. Οἱ κανδῆλες πρέπει νά εἶναι μέ ἔλαιον καί ὄχι ἠλεκτρικές οὔτε μέ ἐκεῖνο τό φωτάκι πού τρεμοσβήνει. Ἐπίσης οἱ τέσσερις εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί τοῦ ἁγίου τοῦ Ναοῦ πρέπει νά εἶναι καλῆς τεχνοτροπίας ἤ δυνατόν Βυζαντινές. Στή συνέχεια τά δύο Ἀναλόγια τῶν ἱεροψαλτῶν νά μήν καταλαμβάνουν πολύ χῶρο, μετρίων διαστάσεων καί μέ τίς ἀνάλογες θῆκες γιά τά βιβλία τά ὁποῖα πρέπει μετά τό πέρας κάθε Ἱ. Ἀκολουθίας νά κλείωνται καί νά τίθενται στή θέση τους. Προσοχή καί αὐτά τά λειτουργικά βιβλία νά μήν εἶναι φθαρμένα καί ἀσφαλῶς νά διατηροῦνται καθαρά. Ἔπειτα ὁ Δεσποτικός θρόνος πρέπει νά εἶναι οὔτε ὑπερμεγέθης οὔτε στενός καί δυσανάλογος πρός τίς διαστάσεις τοῦ Ναοῦ καί φυσικά μέ τήν εἰκόνα τοῦ Δικαιοκρίτου Χριστοῦ. Ἀκόμη ὁ Ἱερός Ἄμβων οὔτε πρέπει νά εἶναι πολύ ὑψηλός οὔτε πολύ χαμηλός καί νά εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τόν Δεσποτικό θρόνο. Νά εἶναι εἴτε ξύλινος εἴτε μαρμάρινος μέ καλή μικροφωνική ἐγκατάσταση. Τά στασίδια θά εἶναι πέριξ τοῦ Ναοῦ, ὄχι στό μέσον καί χωρίς κρεμάστρες ἐπάνω τους. Τά λοιπά καθίσματα νά εἶναι στέρεα, καθαρά καί ὁμοιόμορφα. Τά Προσκυνητάρια δέν πρέπει νά εἶναι πολλά. Δύο - τρία ἀρκοῦν. Τό Παγκάριον νά είναι καθαρό μέ θῆκες γιά τά κεριά καί ὁ χῶρος κατάλληλος γιά τέσσερις ἐκκλησιαστικούς Ἐπιτρόπους. Ἄλλα ἄτομα δέν ἔχουν θέσιν νά στέκονται ἐκεῖ. Ἐπίσης κανένα ἔντυπο δέν πρέπει νά τίθενται πρός διανομήν στούς πιστούς ἄνευ ἀδείας τοῦ ἱερέως καί ἐκεῖνος ἄνευ ἀδείας τοῦ Μητροπολίτου. Τά Μανουάλια θά εἶναι πάντοτε καθαρά καί τά κεριά τῶν χριστιανῶν δέν θά σβήνονται πολύ γρήγορα. Ὅσον ἀφορᾶ τά φῶτα τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ οἱ λαμπτῆρες ὡς καί οἱ πολυέλαιοι πρέπει νά καθαρίζονται ἐπισταμένως καί οἱ καμμένοι λαμπτῆρες πρέπει ἀμέσως νά ἀντικαθίστανται καί νά εἶναι ἴσια τοποθετημένοι. Σέ κανένα ἀπολύτως χῶρο τοῦ Ναοῦ δέν θά πρέπει νά τίθενται καρφιά «ἐκεῖ καί ὡς ἔτυχε» στούς τοίχους γιά τίς εἰκόνες χωρίς τήν ἀπαιτούμενη μελέτη καί προσοχή. Ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ὅταν ὁ ναός εἶναι βυζαντινός ἤ μεταβυζαντινός ἤ ἀρχαιολογικῆς καί πολιτιστικῆς ἀξίας νά τίθενται ὅτιδήποτε ἐπάνω στίς ἁγιογραφικές παραστάσεις. Ἐν προκειμένῳ, σεβασμός κατά πάντα. Τέλος ὅσον ἀφορᾶ τήν εἴσοδο τοῦ Ἱ. Ναοῦ, τά σκαλοπάτια καί οἱ περίβολοι, ὅλοι αὐτοί οἱ χῶροι πρέπει νά εἶναι φροντισμένοι καί ἀπόλυτα καθαροί. Ἐπάναγκες τυγχάνει νά ὑπάρχει καί ἡ ἀνάλογη «ράμπα» γιά τίς εἰδικές περιπτώσεις. Τό καλύτερο βέβαια εἶναι νά ἔχει ὁ ναός Νάρθηκα, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν σημασία του καί διευκολύνει τά μέγιστα τήν ὅλην τάξιν.
Ἰδιαίτερη προσοχή νά δίδεται καί στό κωδωνοστάσιον μέ τίς καμπάνες οἱ ὁποῖες καί πρέπει νά σημαίνουν σύμφωνα μέ τό λατρευτικό πρόγραμμα καί ὡς δεῖ. Προσέτι δέν ἐπιτρέπεται ἐντός τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καμμία ἀπολύτως ταφή νεκροῦ. Ἐξ ἐπόψεως νομικῆς ὑποστάσεως καί σύμφωνα μέ τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νόμος 590/1977,ΦΕΚ Α',146) οἱ Ἐνορίες μετά τῶν ἐνοριακῶν Ναῶν εἶναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ἄρθρο 1§4) καί κατά τό ἄρθρον 45, «Οἱ ἱεροί ναοί, τά ἐν λατρευτικῇ χρήσει ἱερά σκεύη, ἄμφια, λειτουργικά βιβλία καί εἰκόνες ἀποτελοῦν πράγματα ἱερά καθιερωμένα ἤ ἡγιασμένα καί ἰσχύουν ἐπ' αὐτῶν αἱ διατάξεις τῶν ἄρθρων 966 καί 971 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος». Ἐν προκειμένῳ ἰσχύουν καί οἱ ποινικές διατάξεις τῶν ἄρθρων 374, 382 Π.Κ. οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στίς διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπῆς καί στίς διακεκριμένες περιπτώσεις φθορᾶς. Εἰδικότερα τά ἀντικείμενα τοῦ ναοῦ διακρίνονται σέ ἱερά πράγματα καί ἅγια πράγματα. Ἱερά πράγματα εἶναι ἐκεῖνα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται ἀποκλειστικά στή θ. Λατρεία. Αὐτά εἶναι τά καθιερωμένα δηλ. ἐγκαινιασμένα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο μέ εἰδική τελετή καί χρίση μέ ἅγιο μύρο (π.χ. ὅλος ὁ ναός, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τό Ἀντιμήνσιο) καί τά ἁγιασμένα μέ ἁπλή εὐλογία ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ἤ ἱερέα μέ τήν εἰσαγωγή τους στό ναό (ὅπως π.χ. τά ἱερά σκεύη, ἄμφια, λειτουργικά βιβλία κα). Τά ἅγια πράγματα ὀνομάζονται τά διάφορα κινητά καί ἀκίνητα (τά ἁγιαστικά) τά ὁποῖα χρησιμεύουν γιά τήν ὅλη ἐκπλήρωση τῶν ποιμαντικῶν σκοπῶν τῆς ἐνορίας καί τοῦ ναοῦ ἐν γένει. Γενικότερα οἱ ἱεροί ναοί ἐξ ἐπόψεως Ἐκκλησιαστικῆς Δικονομίας διακρίνωνται εἰς: Ἐνοριακούς, Μοναστηριακούς, Κτητορικούς ἤ ἰδιωτικούς, Ἐκπαιδευτηρίων, Νοσηλευτικῶν Ἱδρυμάτων, Φιλανθρωπικῶν Ἀγαθοεργῶν Ἱδρυμάτων, Στρατιωτικῶν χώρων, Συλλόγων, Κοιμητηρίων καί ὑπάρχουν καί τά Παρεκκλήσια καί τά Ἐξωκκλήσια ὡς καί ναοί ἀρχαιολογικῶν μνημείων καί δή παλαιοχριστιανικῶν.
Ὁ ναός εἶναι τά «σκηνώματα Θεοῦ». Ὡραιότατα ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει γιά τόν ἱερό ναό: «Καθώς ἀκριβῶς ἕνα λιμάνι, πού εἶναι ἀπηλλαγμένον ἀπό τούς ἀνέμους καί τά κύματα, παρέχει πολλήν ἀσφάλειαν εἰς τά πλοῖα, πού ἀγκυροβολοῦν, τοιουτοτρόπως λοιπόν καί ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, σάν νά σῴζῃ τούς εἰσερχομένους ἀπό κάποιαν τρικυμίαν τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων, δίδει εἰς αὐτούς τήν δυνατότητα νά στέκωνται μέ πολλήν γαλήνην καί ἀσφάλειαν καί νά ἀκούουν τούς θείους λόγους. Αὐτός ὁ τόπος εἶναι θεμέλιον ἀρετῆς, διδασκαλεῖον φιλοσοφίας˙ ὄχι μόνον κατά τήν ὥραν τῆς (λατρευτικῆς) συνάξεως, ὁπότε γίνεται προσεκτική διά τῆς ἀκοῆς παρακολούθησις τῶν Γραφῶν καί πνευματική διδασκαλία καί συγκέντρωσις σεβαστῶν πατέρων, ἀλλά καί εἰς ὅλον τόν ὑπόλοιπον χρόνον» (PG 31,145). Ὁ ναός ἔτσι καθίσταται καί ἕνα ἄριστο χριστιανικό πανδιδακτήριο. Μεγάλως δηλ. ὠφελεῖται καί διδάσκεται ὁ εἰσερχόμενος στό ναό τοῦ Θεοῦ. Οἶκος ἅγιος, ὁ τοῦ Θεοῦ ναός. Καμμία, λοιπόν, βεβήλωση, ἐξοικείωση, ἀπρέπεια, ἀσεβεῖς κινήσεις καί ἀταξία. Γράφει ἐν προκειμένῳ ὁ ἅγιος Συμεών Θεσ/κης τά ἐξῆς φοβερά: «Πολλάκις προφανῶς καί ἐμπράκτως εἴδομεν αὐτό τό μεταδοτικόν τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ἱερῶν καί ὅτι οἱ καταφρονηταί αὐτόν ἔπαθον ἐν σώματι, καθώς ὁ Ζᾶν ἐκεῖνος, καί τελείως ἀπώλοντο˙ καί ὄχι εἷς ἤ δύο ἀλλά πολλοί. Κακόν τέλος ἔτι εἴδομεν νά πάθουν καί ἐκεῖνοι οἱ οἶκοι, εἰς τούς ὁποίους ἔφερον ἐξ ἀδικίας πράγματα καί ὕλας τῶν θείων ναῶν˙ καί ἤ ἠφανίσθησαν παντελῶς ἤ ἔμειναν ἔρημοι καί ἀκατοίκητοι παντάπασι» (Ἅπαντα, σελ. 145). Πολύ χαρακτηριστικό εἶναι τό περιστατικό μέ τήν τιμωρία (θάνατο) τῶν ἀσεβῶν υἱῶν τοῦ Ἠλί (Α' Βασιλ. 1,3˙ 2,12-17 ἑπ καί 4,10 ἑπ). Ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα περιστατικά ἀσεβείας πρός τούς ἱερούς ναούς καί τούς τελευταίους αἰῶνες, ὅπου οἱ ἀσεβεῖς καί βέβηλοι τιμωρήθηκαν. Τόν προσέχουμε ὡς τά μάτια μας. Ἡ εὐπρέπεια καί ἡ τάξη στό ναό δηλώνουν «τό ὡραῖον καί καθαρόν καί πάγκαλον τῶν ἁγίων καί τό τοῦ Παραδείσου τερπνόν». Καί νά γνωρίζουμε: Οἱ ἄγγελοι βλέπουν καί ἐλέγχουν.
*