Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'
Πρίν ἔλθουμε στήν κατ' αὐτό μοναχική κουρά ἤτοι τήν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ καί τοῦ Μεγάλου Σχήματος ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὀλίγα τινα γιά τόν ἱερότατον θεσμόν τοῦ Μοναχισμοῦ ἤ τῆς ἰσαγγέλου πολιτείας.
Ὁ Μοναχισμός ἀνήκει ὀργανικά στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γεννιέται καί ζεῖ μέσα στούς κόλπους της, εἶναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων» της. Τρέφεται, ἀνδρώνεται, καρποφορεῖ καί ἁγιάζεται μέ τήν χάρη τῶν Μυστηρίων της καί συγχρόνως ζωογονεῖ, στηρίζει, δοξάζει, λαμπρύνει τήν Ἐκκλησία, μέσα σέ μία ἀδιάσπαστη ὀργανική ἑνότητα καί σέ μία ἀέναη σχέση ἀλληλοπροσφορᾶς. Γι' αὐτό καί ἐκτός Ἐκκλησίας δέν νοεῖται μοναχική ἀφιέρωση. Ἔπειτα ὁ Μοναχισμός εἶναι ἡ «σπονδυλική στήλη» καί «τά νεῦρα» τῆς Ἐκκλησίας. Πρότυπο καί ἐμπνευστής τοῦ Μοναχισμοῦ, ἡ βάση, τό κέντρο καί ὁ σκοπός του, τό Α καί τό Ω του, εἶναι ὁ «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Θεμέλιο δέ τῆς μοναχικῆς ζωῆς παραμένει πάντοτε ἡ ἀγάπη πρός τόν Νυμφίο τῶν ψυχῶν τόν Χριστό μέ προϋπόθεση τήν αὐτοπροαίρετη ἀποδοχή τῆς θείας κλήσεως καί σκοπόν τήν κατά χάριν θέωση, τήν χριστιανική τελειότητα, ὡς τήν ἀναπτύσσει στό περισπούδαστον ἔργον του ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης «Περί τελείου χριστιανικοῦ βίου». Βέβαια ὁλόκληρος ὁ μοναχικός βίος βάση ἔχει τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, τήν θεία Διδασκαλία καί εἰδικότερα τούς λόγους τοῦ Κυρίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἔξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ» (Ματθ. 19,21). Καί ὁ ἄλλος λόγος: «Εἰσίν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» (Ματθ. 19,12).
Οἱ τρεῖς θεμελιώδεις βασικές ἀρχές καί ὑποσχέσεις, ἡ ὑπακοή, ἡ παρθενία καί ἡ ἀκτημοσύνη, εἶναι ὁ Σταυρός πού σηκώνουν ἑκουσίως οἱ μοναχοί καί πραγματικά ἡ πορεία τους ἀποτελεῖ ἕνα ἀντιστάθμισμα στήν δαιμονοποίηση πού ἐπιχειρεῖται μέ τήν ἐκκοσμίκευση καί ἀλλοτρίωση τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε μερικές μόνο μορφές, τοῦ τελευταίου αἰῶνος, ἐναρέτων Ἁγιορειτῶν γερόντων. Ἀναφέρουμε ὅλως ἐνδεικτικά, καθ' ὅτι μόνον ὁ Παντογνώστης Θεός γνωρίζει τό ἔσω τῆς ψυχῆς τοῦ καθενός μας. Εἶναι οἱ: Γέροντες Ἐφραίμ καί Δανιήλ Κατουνακιώτη, Σάββας τῆς Μικρῆς Ἁγίας Ἄννης, Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής, Ἀθανάσιος Γρηγοριάτης, Φιλάρετος Κωνσταμονίτης, Γαβριήλ Διονυσιάτης, ὁ καί συγγραφεύς, Καλλίνικος ὁ ἡσυχαστής, οἱ Ὅσιοι Παΐσιος καί Πορφύριος κἄ.
Ἔπειτα γενικότερα, ὁ Μοναχισμός διέσωσε καί διασώζει τήν ἀκεραιότητα τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως καί οἱ ἀληθινοί μοναχοί ὑπῆρξαν καί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι οἱ προασπιστές τῶν δογμάτων καί τῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πολέμιοι τῶν αἱρέσεων καί οἱ θεματοφύλακες τῶν ἱερῶν παραδόσεων, τυγχάνουν ἡ προφυλακή στόν ὕπουλο κίνδυνο τοῦ συγκρητισμοῦ καί σέ κάθε ἐπιβουλή κατά τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι ὁ Μοναχισμός κατά τήν δισχιλιετῆ πορεία του, ἀπό τόν Ὅσιο Παχώμιο καί Μέγα Ἀντώνιο, ἔδωσε στήν Ἐκκλησία πλῆθος χριστομιμήτων ἁγίων πνευματικῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀνεδείχθησαν σέ κάθε ἐποχή οἱ στῦλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ σοφοί οἰκονόμοι τῶν Μυστηρίων, οἱ ὁδηγοί καί τά στηρίγματα τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Ἀνέδειξε ἀκόμη καί μεγάλα ἀναστήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας καί τέχνης, ἀληθινούς θεολόγους, πολυγραφώτατους συγγραφεῖς, ἐμπνευσμένους ὑμνωδούς καί ἁγιογράφους, πού κληροδότησαν στήν Ἐκκλησία τά ἀπαράμιλλα δημιουργήματά τους, ὡς καρπούς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ἔτσι οἱ μοναχοί εἶναι αὐτοί πού ἐνωτίζονται καί ἀποδέχονται τήν σωτήρια ἀποστολική κλήση, τό «δεῦτε ὀπίσω μου» καί, ἀφήνοντας τήν πολυκύμαντη τοῦ κόσμου καί τῶν παθῶν θάλασσα, τά δίκτυα τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, συγγένειες καί φιλίες, ἀκολουθοῦν τόν Σωτῆρα Χριστό. Τόν ἀκολουθοῦν στήν «ἀτιμία», στήν ἐγκατάλειψη καί τήν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ, «σταυροῦντες τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις». Τόν συνοδεύουν στό τάφο, θάπτοντες τίς κοσμικές φιλοδοξίες καί τίς γήϊνες ἐπιδιώξεις τοῦ «παλαιοῦ» ἀνθρώπου κάτω ἀπό τό ταπεινό ράσο καί νεκροῦντες καθημερινά «τό ἴδιον θέλημα» ὑπό τόν ζυγόν τῆς ὑπακοῆς. Μετέχουν τῆς Ἀναστάσεως, ἀνιστῶντες ἐντός τους τήν πεπτωκυΐα θεία εἰκόνα. Εἶναι πράγματι, οἱ πορευόμενοι στά ἴχνη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, κήρυκες σιωπηλοί τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀναμορφωτές μέ τήν ἐσωτερική τους μεταμόρφωση, τῆς κοινωνίας. Εἶναι οἱ συνεχιστές καί μιμητές τῶν Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ἰσόβιοι μάρτυρες τῆς συνειδήσεως, ἀνεζωσμένοι ἐφ' ὅρου ζωῆς σέ μία ἀνελέητη, συνεχῆ πάλη ἐναντίον τῆς φύσεώς τους, σ' ἕναν πόλεμο χωρίς ἀνακωχή κατά τοῦ κόσμου καί τοῦ κοσμοκράτορος διαβόλου, σέ μία διαρκῆ ὁμολογία, ἔργῳ καί λόγῳ καί σχήματι. Κύριον ἔργον νύκτα καί ἡμέρα ἡ προσευχή. Αὐτό εἶναι τό σημαντικότερον. Οἱ μοναχοί προσεύχονται γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Καί φθάνει αὐτό ὅταν ὁμιλοῦμε μέ πνευματικά κριτήρια.
Ἰδιαίτερα, ὁ ἑλλαδικός χῶρος ἀπετέλεσε εὐλογημένος χῶρος, ἀφοῦ σ' ὁλόκληρη τήν ἑλληνική ἐπικράτεια ρίζωσε καί ἄνθησε τό εὐῶδες ἄνθος τοῦτο, τόσο τοῦ ἀνδρικοῦ ὅσο καί τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ. Καί αὐτό τό γεγονός εἶναι ἐξόχως σημαντικό γιά ὅλους μας. Εἶναι, λοιπόν, τά μοναστήρια μας θησαυρίσματα πολύτιμα ἀκραιφνοῦς πίστεως, χριστιανικῆς ἀσκήσεως, παιδεύσεως καί ἀρετῆς. Κατ' ἐξοχήν, ἡ Ἀθωνική Πολιτεία εἶναι τό ἱερό μας καύχημα ὡς Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἡ «Ἀκρόπολις» τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ.
*
Ἐξ ἐπόψεως κανονικῆς τάξεως ὁ μοναχισμός τυγχάνει ἱερότατος θεσμός. Οἱ μοναχοί βρίσκονται μεταξύ τῆς τάξεως τῶν λαϊκῶν καί τῶν κληρικῶν. Ἔχουν βέβαια τόν κληρικό χαρακτῆρα, ὄχι ὅμως τήν ἱερατική ἰδιότητα, ἐκτός ἐάν χειροτονηθοῦν καί εἰσέλθουν στή τάξη τῶν κληρικῶν καί ὡς μοναχοί. Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε «ἱερομόναχος».
Γιά νά προσέλθει κάποιος στό μοναστήρι καί νά θελήσει νά γίνει μοναχός δηλ. νά περιβληθεῖ τό μοναχικό σχῆμα πρέπει κανονικά νά ἔχει ὑπερβεῖ τό 18ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, νά βρίσκεται σέ ὁμαλή διανοητική καί ψυχολογική κατάσταση ὥστε νά ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τῶν πράξεών του, νά προσέρχεται ἐλευθέρως καί φυσικά νά ὑποστεῖ δοκιμασία στήν Ἱερά Μονή, τήν μονή ὡς ὀνομάζεται, τῆς μετανοίας του. Πρέπει ὡσαύτως καλῶς νά γνωρίζει τί ἀφήνει, δηλ. τόν κόσμον καί ὅλα τά τοῦ κόσμου γιατί ὁ μοναχός θεωρεῖται νεκρός γιά τόν κόσμο καί ἀφιερωμένος κατά πάντα στό Θεό. Ἀρχίζει γι' αὐτόν νέα ζωή. Αὐτό ὑποδηλώνει καί τό νέο ὄνομα, τό ὁποῖο συνήθως λαμβάνει κατά τήν κουρά, καθώς καί ἡ νέα ἐνδυμασία, ἡ ὁποία καλεῖται Μοναχικό ἤ Ἀγγελικό σχῆμα. Ὡς δέ γράφει ὁ ἅγ. Συμεών Θεσσαλονικής τό σχῆμα αὐτό ὀνομάζεται Ἀγγελικόν καθ' ὅτι: «Ἀφ' οὗ οἱ Ἄγγελοι ἐκ φύσεως δέν περιπίπτουσιν, ὡς ἄϋλοι, εἰς ἁμαρτήματα; ἄς εἰξεύρῃ ὅστις δύναται τό τοιοῦτον, ὅτι τό ἄτρεπτον καί ἄπτωπον εἶναι ἴδιον μόνον τοῦ Θεοῦ, ὅστις αἰώνιος μένει, καί πάντοτε ἀναλλοίωτος. Εἰς ἐκείνους ὅμως, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἄναρχοι, ἀλλά κτιστοί καί πλάσματα, συμβαίνει ἀλλοίωσις καί μεταβολή. Εἶναι φανερόν αὐτό, ἐπειδή ἐξέπεσον μερικοί καί ἐξ αὐτῶν τῶν ἀγγέλων, ἀλλά τό ἴδιον ἔργον αὐτῶν καί ἡ φύσις ἡ ἀγγελική εἰς τοῦτο συνίσταται, εἰς τό νά εἶναι αὐτοί προσεκτικοί, ταπεινοί καί ὑπήκοοι εἰς τόν Θεόν, λειτουργικοί, καθαροί καί ποιοῦντες τό θέλημα αὐτοῦ, καθώς γέγραπται˙ διότι Ἄγγελος εἶναι ὁ ἀναγγέλλων τά τοῦ Θεοῦ.
Ὅθεν καί ὁ μοναχός, ἄν καί εἶναι τῆς παραπεπτωκυΐας φύσεως τῶν ἀνθρώπων, ἔλαβεν ἰσχύν, ἄν προθυμῆται, νά πατήσῃ ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπάνω εἰς ὅλην τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ καί οὐδέν δύναται νά τόν βλάψῃ.
Ἀφήνων αὐτός λοιπόν τόν κόσμον, τούς γονεῖς, τήν γυναῖκα, τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς, μιμεῖται τήν ζωήν τῶν Ἀγγέλων. Πρέπει νά εἶναι οἱ μοναχοί ἀπροσπαθεῖς εἰς τά ἐγκόσμια καί χωρίς συγγενείας σαρκός καί νά ἐξαπλώσουν τόν λόγον τόν θεῖον καί νά ὑψώσωσιν ἐπ' ὤμων τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ καί νά τόν ἀκολουθήσωσι κατ' ἴχνος καί νά εἶναι ὑπήκοοι καί νά ἀρνῶνται τά πάντα καί νά μή κάμνωσι τό ἴδιόν των θέλημα» (Ἅπαντα, σελ. 214-215).
Ἡ ὅλη Ἱερή Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ καί τοῦ Μεγάλου Σχήματος εὑρίσκεται στό «Εὐχολόγιον τό Μέγα» καί πρόκειται γιά μία λίαν κατανυκτική, μυσταγωγική καί ἐξόχως συγκινητική Ἀκολουθία. Ὁ ὑποψήφιος μοναχός ἔρχεται, μᾶλλον εἰσφέρεται ὑπό δύο μοναχῶν «ἄζωστος, ἀνυπόδετος καί ἀσκεπής». Τότε ψάλλεται τό λίαν συγκλονιστικό τροπάριον: «Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον· ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον· εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τῶν οἰκτιρμῶν σου Σωτήρ, νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν· σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω˙ ῞Ημαρτον Πάτερ, εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου». Καί ἀκολουθεῖ ἡ ὅλη τελετή γιά τόν μέλλοντα ἀποκαρῆναι, ἡ κουρά ἤ ἀπόκαρση. Αὐτή τήν Ἀκολουθία τελεῖ πρωτίστως ὁ Ἐπίσκοπος ἀλλά μπορεῖ καί ὁ ἡγούμενος. Ἀφοῦ ὁ ὑποψήφιος κάμνει τίς γονυκλισίες, κατά τό τυπικόν, τότε ἀρχίζουν οἱ φοβερές ἐρωταποκρίσεις. Εἶναι οἱ κάτωθι:
«Ἐρώτησις: Τί προσῆλθες Ἀδελφέ, προσπίπτων τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ, καὶ τῇ ἁγίᾳ Συνοδίᾳ ταύτῃ;
Ἀπόκρισις: Ποθῶν τὸν βίον τῆς ἀσκήσεως, τίμιε Πάτερ.
Ἐρώτησις: Ποθεῖς ἀξιωθῆναι τοῦ ᾿Αγγελικοῦ Σχήματος, καὶ καταταγῆναι ἐν τῷ χορῷ τῶν Μοναζόντων;
Ἀπόκρισις: Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε Πάτερ.
Ὁ τελῶν τήν κουράν:
- ῎Οντως καλὸν ἔργον καὶ μακάριον ἐξελέξω, ἀλλ᾿ ἐὰν καὶ τελειώσῃς· τὰ γὰρ καλὰ ἔργα κόπῳ κτῶνται, καὶ πόνῳ κατορθοῦνται.
Ἐρώτησις: ῾Εκουσίᾳ σου τῇ γνώμῃ προσέρχῃ τῷ Κυρίῳ;
Ἀπόκρισις: Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε Πάτερ.
Ἐρώτησις: Μὴ ἔκ τινος ἀνάγκης, ἢ βίας;
Ἀπόκρισις: Οὐχί, τίμιε Πάτερ.
Ἐρώτησις: Παραμένεις τῷ Μοναστηρίῳ καὶ τῇ ἀσκήσει, ἕως ἐσχάτης σου ἀναπνοῆς;
Ἀπόκρισις: Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε Πάτερ.
Ἐρώτησις: Φυλάττεις σεαυτόν ἐν παρθενίᾳ καὶ σωφροσύνῃ καὶ εὐλαβείᾳ;
Ἀπόκρισις: Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε Πάτερ.
Ἐρώτησις : Σώζεις μέχρι θανάτου τὴν ὑπακοὴν τῷ Προεστῶτι καὶ πάσῃ τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Αδελφότητι;
Ἀπόκρισις : Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε Πάτερ.
Ἐρώτησις: ῾Υπομένεις πᾶσαν θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν τοῦ μονήρους βίου διὰ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν;
Ἀπόκρισις: Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε Πάτερ». Στή συνέχεια ἔχουμε τήν λεγομένη «Κατήχηση» καί ἀκολουθεῖ πάλι εὐχή.
Στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Σχήματος οἱ Εὐχές εἶναι μεγαλύτερες καί στίς παραπάνω ἐρωταποκρίσεις προστίθενται καί ἡ κάτωθι: «Ἀποτάσσῃ τῷ κόσμῳ, καὶ τοῖς ἐν τῷ κόσμῳ, κατὰ τὴν ἐντολήν τοῦ Κυρίου;» καί «Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε Πάτερ».
Ἀκολουθοῦν εὐχές γιά τήν εἰσδοχή στόν μοναχικό βίο καί μετά καθ' αὐτό πράξη τῆς κουρᾶς ὡς ἐξῆς:
«Ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὁ τελῶν εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, λέγει.
Ἰδοὺ ὁ Χριστὸς ἀοράτως ἐνταῦθα πάρεστι. Βλέπε, ὅτι οὐδείς σε ἀναγκάζει ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ Σχῆμα. Βλέπε, ὅτι σὺ ἐκ προθέσεως θέλεις τὸν ἀρραβῶνα τοῦ μεγάλου, καὶ Ἀγγελικοῦ Σχήματος.
Ἀπόκρισις: Ναί, τίμιε Πάτερ, ἐκ προθέσεως.
Καί μετά τό συντάξασθαι, ἐπιθείς ὁ τελῶν τό ψαλίδιον ἐπί τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, λέγει πρός αὐτόν˙
Λάβε τὸ ψαλίδιον καὶ ἐπίδος μοι αὐτό.
Ὅπερ λαβών ὁ τελῶν, καί αὖθις ἐπιθείς τῷ Εὐαγγελίῳ, λέγει πάλιν πρός αὐτόν τά αὐτά. Τούτου δέ τρίς γενομένου, τελευταῖον, ἐπιδόντος αὐτοῦ τό ψαλίδιον, λέγει πρός αὐτόν ὁ τελῶν.
Ἰδοὺ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Χριστοῦ λαμβάνεις αὐτό. Βλέπε δὲ τίνι προσέρχῃ, τίνι συντάσσῃ, καὶ τίνι ἀποτάσσῃ.
Μετά ταῦτα, κρατῶν ὁ τελῶν τό ψαλίδιον, λέγει˙
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ θέλων πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Εἶτα κουρεύει αὐτόν ὁ τελῶν σταυροειδῶς, λέγων˙
Ὁ Ἀδελφός ἡμῶν (ὁ δεῖνα) κείρεται τὴν κόμην τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴπωμεν ὑπὲρ αὐτοῦ τὸ, Κύριε ἐλέησον. Ὁ ἅγ. Συμεών Θεσ/κης ἐξηγεῖ τί σημαίνει ἐν προκειμένῳ ἡ κουρά τῶν τριχῶν. Γράφει: « Κείρεται σταυροειδῶς τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς εἰς τό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος. Διά μέν τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας Τριάδος τελεῖται, διά δέ τοῦ Σταυροῦ τήν νέκρωσιν τοῦ κόσμου δηλοῖ καί οὕτω σφραγίζεται διά τόν ὑπέρ ἡμῶν σταυρωθέντα Ἰησοῦν, διά δέ τῆς ἀφαιρέσεως καί κουρᾶς τῶν τριχῶν προσφέρει ὡς θυσίαν εἰς τόν Θεόν ἀπαρχήν ἐκ τοῦ σώματός του˙ διότι ὅλος προσάγεται καί ἀφιεροῦται εἰς τόν Χριστόν, καί δηλοῖ ἔτι ἡ κουρά ὅτι ἀποβάλλει καί ἀπορρίπτει ὅλα τά περιττά τοῦ κόσμου». (Ἅπαντα, σελ. 217).
Καὶ ψάλλεται παρὰ τῶν ἀδελφῶν τὸ, Κύριε ἐλέησον. Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τά «Κύριε Ἐλέησον» αὐτά εἶναι τά πλέον συγκλονιστικά, οὐσιώδη καί συγκινητικά.
Εἶτα ἐνδύει αὐτόν τό ἱμάτιον, λέγων˙
Ὁ Ἀδελφός ἡμῶν (ὁ δεῖνα) ἐνδύεται χιτῶνα ἀγαλλιάσεως, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴπωμεν ὑπὲρ αὐτοῦ, κτλ.
Εἶτα τὴν ζώνην, λέγων·
Ὁ Ἀδελφός ἡμῶν (ὁ δεῖνα) περιζώννυται τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ δύναμιν ἀληθείας είς νέκρωσιν σώματος, καί ἀνακαίνισιν πνεύματος, ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴπωμεν.
Εἶτα τὸ καλυμμαύχιον, λέγων·
Ὁ Ἀδελφός ἡμῶν (ὁ δεῖνα) καλύπτεται περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴπωμεν .
Εἶτα τό παλλίον, λέγων·
Ὁ Ἀδελφός ἡμῶν (ὁ δεῖνα) λαμβάνει τὸ παλλίον, τόν ἀρραβῶνα τοῦ μεγάλου καὶ Ἀγγελικοῦ Σχήματος, είς στολήν αφθαρσίας καί σεμνότητος, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴπωμεν.
Είτα τά σανδάλια, λέγων˙
Ὁ Ἀδελφός ἡμῶν (ὁ δεῖνα) ὑποδεῖται τά σανδάλια είς ἐτοιμασίαν τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος . Εἴπωμεν.
Εἶτα τὸν Μανδύαν, λέγων·
Ὁ Ἀδελφός ἡμῶν (ὁ δεῖνα) ἔλαβε τόν ἀρραβῶνα τοῦ μεγάλου καὶ ᾿Αγγελικοῦ Σχήματος, είς τό όνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Εἴπωμεν.
Κατά τήν Ἀκολουθίαν τοῦ Μεγάλου Σχήματος ὑπάρχουν ὡρισμένα σημεῖα τά ὁποῖα εἶναι προαιρετικά. Μάλιστα στίς Αἰτήσεις πού ἀκολουθοῦν μνημονεύεται ἐπειδή ὡς λέγει ὁ ἅγ. Συμεών Θεσ/κης «κατεγράφθη εἰς τούς οὐρανούς καί συνετάχθη εἰς τήν χορείαν τῶν ἀδελφῶν».
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐνδύματα τά ὁποῖα φορεῖ ὁ μοναχός ἔχουν ἰδιαίτερη συμβολική σημασία τήν ὁποία κατ’ ἄριστον τρόπον ἐκθέτει στά «Ἅπαντά» του ὁ ἅγιος Συμεών Θεσ/κης.
Ἕπεται τό Ἀποστολικόν Ἀνάγνωσμα, ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου ὅπου ὁμιλεῖ γιά τήν ἀγρυπνία καί τήν μαχητικότητα τῶν πνευματικῶν ἀγώνων (κεφ. 6 καί στίχ. 10-17) καί ἡ Εὐαγγελική περικοπή ἡ ἁρμόζουσα στήν Ἀκολουθία ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον κεφάλαιον 10 καί στίχους 37-38 καί 11, στίχους 28-30. Στή συνέχεια δίδουν στόν νέο πλέον μοναχό τόν Σταυρόν καί κερί ἀναμμένο τά ὁποῖα καί κρατᾶ γιά νά ἀκολουθήσει ὁ ἀσπασμός. Ἀκολουθεῖ ἡ Ἀπόλυσις.
*
Πρέπει ἀκόμη νά σημειώσουμε ὅτι ἡ μοναχική κουρά εἶναι ἰσόβια καί ἀμετάκλητη καί φέρνει τό χαρακτῆρα τοῦ ἀνεξαλείπτου γι' αὐτό καί δέν νοεῖται καθαίρεση μοναχοῦ. Ἐπίσης γιά τούς ἴδιους λόγους ἡ μοναχική κουρά δέν ἐπαναλαμβάνεται, ἐκτός ἐάν ἔγινε μέ ἄκυρο τρόπο καί ὁ μοναχός γίνεται κανονικά μεγαλόσχημος μετά τριακονταετία ἀπό τή χειροθεσία του σέ μικρόσχημο. Αὐτή ἡ διάκριση (μικρόσχημους-μεγαλόσχημους) δέν ἔχει σημασία ἀπό νομική ἄποψη, ἀλλά μόνο ὅσον ἀφορᾶ τήν ἄσκηση - τόν «κανόνα» του πού ὅλα αὐτά εἶναι περισσότερα καί δυσκολότερα.
Βεβαίως ἡ εἴσοδος καί παραμονή ὡς καί ἡ χειροθεσία τῆς κουρᾶς συνεπάγεται καί ἄλλα πολλά πνευματικά καί νομικά ἐπακόλουθα. Ὅλα τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν καί γιά τίς μοναχές. Κατά συνέπειαν οὐδόλως εἶναι ἁπλό καί πρόχειρο τό γεγονός νά γίνει κάποιος μοναχός καί ἰσοβίως νά ἀκολουθήσει τόν μοναχικό – ἀσκητικό βίο. Τυγχάνει μέγιστον κατόρθωμα γιατί ὁ μοναχός ὁ ἀληθής, τῷ ὄντι, συσταυρώνεται, συνθάπτεται καί συνεγείρεται μέ τόν Χριστό.
Ἰδού λοιπόν: «Μοναχός ἐστιν, τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων, ἐν σώματι ὑλικῷ καὶ ῥυπαρῷ ἐπιτελουμένη. Μοναχός ἐστιν ὁ μόνον τῶν τοῦ Θεοῦ ἐχόμενος ὅρων καὶ λόγων ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ καὶ πράγματι. Μοναχός ἐστι βία φύσεως διηνεκὴς, καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπής. Μοναχός ἐστιν ἡγνισμένον σῶμα καὶ κεκαθαρμένον στόμα καὶ πεφωτισμένος νοῦς. Μοναχός ἐστιν κατώδυνος ψυχὴ ἐν διηνεκεῖ μνήμῃ θανάτου ἀδολεσχοῦσα καὶ ὑπνώττουσα καὶ γρηγοροῦσα» (Λόγος ἀσκητικός πρῶτος, στίχ. ι,' τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος)
«Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» (Ματθ. 19,12).
*