Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'
Ἐξομολόγηση – Μετάνοια ὁρίζεται τό θεοΐδρυτο ἐκεῖνο Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τό ὁποῖο παρέχεται ἀπό τόν Θεό, μέσῳ τοῦ πνευματικοῦ πατρός ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, σέ ἐκεῖνον πού εἰλικρινά μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του καί τίς ἐξομολογεῖται ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ.
Ἐξομολόγηση σημαίνει τήν ἐξαγόρευση, τήν δήλωση, τήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατρός, τοῦ ἐξομολόγου, τοῦ ἱερέως ὁ ὁποῖος διαχειρίζεται τήν πνευματική ἐξουσία πού τοῦ ἐδόθη ἀπό τόν Χριστόν διά τοῦ Ἐπισκόπου «τοῦ δεσμεῖν καί λύειν τάς ἁμαρτίας»
Ἔπειτα ἡ λέξη «μετάνοια» εἶναι σύνθετη λέξη ἀπό τήν πρόθεση «μετά» καί τό οὐσιαστικό «νοῦς» καί σημαίνει κατ' ἀρχήν τήν μεταβολή τοῦ νοῦ, τήν ἀλλαγή τοῦ τρόπου τοῦ σκέπτεσθαι, θά λέγαμε: «τό ἄλλως νοεῖν». Μετανοῶ σημαίνει ἀλλάζω σκεπτικό, νοοτροπία, ἀλλάζω πορεία ζωῆς. Παράλληλες ἔννοιες εἶναι καί οἱ λέξεις «μεταστροφή», «ἐπιστροφή». Μετάνοια, λοιπόν, εἶναι ἡ μεταβολή καί ἡ ριζική ἀποκοπή ἀπό τό ἁμαρτωλό παρελθόν, ἡ πλήρης ἀλλαγή τῆς θέσεως τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ἡ στροφή τῆς ὑπάρξεως πρός τόν Θεό. Στό πνευματικότατο βιβλίο «Κλῖμαξ» διαβάζουμε ὅτι: «Μετάνοιά ἐστιν συνθήκη πρός Θεόν δευτέρου βίου... καί διαλλαγή Κυρίου διά τῆς τῶν ἐναντίων τοῖς πταίσμασιν ἀγαθῶν ἐργασίας» (Ἰωάννου Κλίμακος, Λόγος Ε', Περί μετανοίας PG 886 τ. 764). Μετάνοια εἶναι τό δεύτερο βάπτισμα θά λέγαμε, τό βάπτισμα τῶν δακρύων. Εἶναι ἡ θύρα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Μετάνοια εἶναι «ἡ ἐλπίς μετά τήν ἁμαρτίαν» (Μ. Βασίλειος, PG 31, 1488).
Εἶναι πρόδηλον ὅτι ἡ κατάσταση τῆς μετανοίας δέν πρέπει νά νοηθεῖ παθητικά καί στατικά. Ὁ κατά Θεόν ἄνθρωπος δέν εἶναι ὁ μετανοήσας, ἀλλ' ὁ μετανοῶν, διότι ἀγωνίζεται νά μείνει στήν κατάσταση τῆς μετανοίας μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Καί ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος γιά τήν μετάνοια, «οὐδέ τελειωθῆναι δύναται τό ἔργον αὐτῆς πώποτε προσήκει γάρ αὕτη πᾶσιν, ἁμαρτωλοῖς καί δικαίοις, πάντοτε, τοῖς βουλομένοις σωτηρίας τυχεῖν. Καί οὐδείς ἐστιν ὅρος τελειώσεως, ὅτι ἡ τελειότης καί τῶν τελείων, ὄντως ἀτέλεστος. Διά τοῦτο ἡ μετάνοια, οὔτε καιροῖς, οὔτε πράξεσι περιορίζεται, ἕως θανάτου» (Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, 55ος Λόγος περί παθῶν, ΕΠΕ, 46, 322). Καί ἡ μετάνοια ἐκδηλώνεται ἐξωτερικῶς μέ τήν ἐξομολόγηση. Ἐξομολογούμεθα τίς ἁμαρτίες μας ἐν μετανοίᾳ στόν πνευματικό μας πατέρα καί λαμβάνουμε τήν ἄφεση διά τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς.
*
Τό ἱερό τοῦτο Μυστήριο εἶναι θεοΐδρυτο. Ἡ παράδοση ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ ἔγινε μετά τήν Ἀνάστασή Του στό ὑπερῷο τῆς Ἱερουσαλήμ ὅταν ἐμφανίστηκε ὁ Ἀναστάς στούς μαθητές Του καί τούς εἶπε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον˙ ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται (=συγχωροῦνται) αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (=θά μείνουν ἀσυγχώρητες) (Ἰω. κ' 22-23). Μέ τά λόγια αὐτά ἔδωσε ὁ Κύριος στήν Ἐκκλησία Του τήν ἐξουσία τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί συνέστησε τό φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ὅπως αὐτό ἀποκαλεῖται ἀπό τούς ἁγίους καί θεοφόρους Πατέρες.
Γιά τήν συγχώρηση αὐτή τῶν ἁμαρτιῶν ἀπό τόν πνευματικό, τόν ἱερέα ἤ καί τήν μή συγχώρηση τό σπουδαῖο ἀρχαῖο κείμενο «Ἀποστολικαί Διαταγαί» ἀφιερώνει εἰδικά κεφάλαια (PG. 1, ιδ'-162). Μάλιστα τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους ὑπῆρχαν καί λειτουργοῦσαν οἱ λεγόμενες τάξεις τῶν μετανοούντων. Αὐτές οἱ τάξεις ἦταν ἐπακριβῶς οἱ: α). Τῶν προσκαλούντων, δηλ. ἐκείνων οἱ ὁποῖοι παρέμενον στή πύλη τοῦ ναοῦ καί παρεκάλουν τούς πιστούς νά προσευχηθοῦν γι' αὐτούς. β). Τῶν ἀκροωμένων, δηλ. ἐκείνων οἱ ὁποῖοι παρέμεναν στόν νάρθηκα μέχρι καί τό κήρυγμα καί μετά ἐξήρχοντο. γ). Τῶν ὑποπιπτόντων ἤ γόνυ κλινόντων, δηλ. ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, παρέμεναν ὄπισθεν τοῦ ἄμβωνος καί προσέπιπτον στόν Ἐπίσκοπο γιά νά λάβουν εὐλογία ἀλλ' ἐξήρχοντο καί δ). Ἦσαν οἱ συνιστάμενοι ἤ συνιστῶντες οἱ ὁποῖοι ἔμειναν μέχρι τέλους τῆς Θ. Λειτουργίας ἀλλά δέν κοινωνοῦσαν. Αὐτά ἀναφέρει συγκεκριμένα ὁ 12ος κανών τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας (Πηδάλιον, σελ. 455).
Βεβαίως τελετουργός τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας γίνεται ὡς κατενώπιον τοῦ Κυρίου, Λυτρωτοῦ καί Σωτῆρος μας. Ἔτσι ἡ Ἐξομολόγηση καθίσταται ἀναγκαία γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιά τή συμφιλίωσή μας μέ τόν Πανάγαθο Θεό καί γιά τήν ἐπιστροφή μας στήν ἀγκαλιά τῆς θείας Χάριτος.
Τρία εἶναι τά οὐσιώδη στοιχεῖα τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ προσωπική μετάνοια˙ ἡ ἐξαγόρευση ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ καί μόνον (ἡ Ἐξομολόγηση γίνεται μυστικῶς)˙ καί ἡ ἀνάγνωση τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς ἀπό τόν πνευματικό ἱερέα, ὁ ὁποῖος φέρει ἀπαραιτήτως τό ἐπιτραχήλιο, τό σύμβολο τῆς ἱερωσύνης του.
*
α). Ἡ Τέλεση τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου.
Κατ' ἀρχήν τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἕνα Μυστήριο στό ὁποῖο προσέρχεται ὁ χριστιανός ἐλεύθερα. Ποτέ δέν γίνεται ἐξομολόγηση διά τῆς βίας. Ὁ πιστός προσφέρει οἰκειοθελῶς τήν ἐλευθερία του νά συνεργασθεῖ μέ τή θεία Χάρη. Ἔτσι προσέρχεται στόν εἰδικό χῶρο πού γίνεται ἡ Ἐξομολόγηση- συνήθως εἶναι ὁ ναός- καί ἀφοῦ προηγουμένως ἔχει σκεφθεῖ τίς ἁμαρτίες του, ἔχει κάνει δηλαδή αὐτοκριτική καί ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του καί ἔχει αἰσθανθεῖ λύπη καί «συντριβή καρδίας» γιά τίς ἁμαρτωλές πράξεις του, καί μέ κάθε εἰλικρίνεια λέγει τίς ἁμαρτίες του στόν πνευματικό ἱερέα, τόν ἐξομολόγο. Ἐν προκειμένῳ τυγχάνει πολύ διδακτικός ὁ 50ος Ψαλμός τοῦ Δαυΐδ, ὁ Ψαλμός αὐτός τῆς μετανοίας ὅπως καί ἄλλες προσευχές προετοιμασίας γιά τό Μυστήριο. (βλ. Προσευχητάριον Α.Δ. Σιμωνώφ, ἔκδ. Σωτ. Σχοινᾶ, 1964 σελ. 78 ἑπ.). Συνιστῶμεν δέ πατρικῶς τήν προσευχή, «Εἰς τόν Φιλάνθρωπον Θεόν καί Πατέρα ἐξομολογητική τοῦ Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου» (ἕνθ. ἀνωτ. σελ. 91 ἑπ.). Ἡ Ἐξομολόγηση πρέπει νά γίνεται μέ πολύ σοβαρότητα, μέ συναίσθηση τῆς ἱερότητας τοῦ μυστηρίου, μέ κατάνυξη, μέ σεμνότητα καί ταπείνωση. Ἐπιπλέον, σωστή Ἐξομολόγηση εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁμολογεῖ ὁ πιστός τίς ἁμαρτίες του ὄχι γενικά καί ἀόριστα, ἀλλά συγκεκριμένα, χωρίς δικαιολογίες, προφάσεις, λεπτομέρειες, περιττές λέξεις καί φλυαρίες. Ἀλλά τό σημαντικότερο γνώρισμα τῆς ἀληθοῦς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως εἶναι ἡ εἰλικρινής καί πηγαία ἐκ βάθους ψυχῆς ἐκζήτηση τῆς συγχωρήσεως ἀπό τόν Θεό καί ἡ στερεά καί γενναία ἀπόφαση γιά τήν ἐκκοπή ἀπό τό δεσμό τῆς ἁμαρτίας, γιά τή διόρθωση τοῦ βίου, γιά τόν σύνδεσμο πάλι μέ τόν Θεό. Ὅταν ὁλοκληρωθεῖ ἡ Ἐξομολόγηση, ἀκούει τίς συμβουλές τοῦ πνευματικοῦ καί ἀφοῦ γονατίσει, ὁ ἱερέας διαβάζει τή συγχωρητική εὐχή. Ὅταν τελειώσει ἡ συγχωρητική εὐχή, κάνει τόν σταυρό του, ἀσπάζεται τό ἐπιτραχήλιο καί τό χέρι τοῦ ἱερέα καί πνευματικοῦ πατέρα καί ἀναχωρεῖ.
β). Τά ἀγαθά τῆς Ἐξομολογήσεως.
Τό μέγιστον ἀγαθόν τῆς ἐξομολογήσεως εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὅταν μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος καί ἐξομολογηθεῖ εἰλικρινῶς τότε συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες του. Μόνον ἡ ἀμετανοησία, ἡ πώρωσις, πού ἀποκαλεῖται βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀσυγχώρητη. Ὁ ἅγ. Συμεών Θεσ/κης γράφει ὅτι: «Ἡ μετάνοια δέ τήν ἐπανόρθωσιν ἡμῶν αὖθις ἀπό τοῦ πτώματος ἐνεργεῖ. Καί ἐπειδήπερ μετά τό βάπτισμα οὐκ ἔστιν ἐπανάκλησις ἄλλη κατά τε χάριν καί δωρεάν καί ἀγώνων καί πόνων χωρίς, εἰ μή δι' ἐπιστροφῆς καί δακρύων καί τοῦ ἐξαγορεῦσαι τά πταίσματα καί ἀποστῆναι τῶν κακῶν, τοῦτο τό μέγα δέδοται δῶρον». (PG 155, 177-180).
«Ἰατρεῖον» εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἐκεῖ βρίσκουμε τήν θεραπεία μας. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί ὅλοι εἴμεθα τραυματισμένοι καί ἔχουμε πληγές καί «οὐδείς ὁ μή ἔχων χρείαν τῆς ἰατρείας». Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γράφει: «Εἴσελθε (στήν Ἐκκλησία) μετανόησον˙ ἰατρεῖον γάρ ἐστι ἐνταῦθα, οὐ δικαστήριον, οὐκ εὐθύνας ἁμαρτημάτων ἀπαιτοῦν, ἀλλά συγχώρησιν ἁμαρτημάτων παρέχον. Θεῷ μόνον εἰπέ τήν ἁμαρτίαν σου «σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα» καί συγχωρεῖταί σου ἡ ἁμαρτία». (ΕΠΕ 30, ὁμιλ. γ', σ. 154). Μέ τήν γνήσια μετάνοια καί ἐξομολόγηση «πᾶς ἄνθρωπος ἐκκαθαίρεται». Αὐτό εἶναι ὁ καλός καρπός τῆς ἐξομολογήσεως. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ ἐπάνοδος στό Θεό. Ἔτσι πάλιν ὁ Ἱ. Χρυσόστομος θά μᾶς ἐνισχύσει γράφοντας: «Ἁμαρτωλός εἶ; εἴσελθε εἰς τήν Ἐκκλησίαν, εἰπέ ὅτι ἡμάρτηκα καί ἔλυσας τήν ἁμαρτίαν (ΕΠΕ 30, ὁμιλ. γ',136) καί σ' ἄλλη ὁμιλία του, πάλιν λέγει: «Ἁμαρτωλός εἶ; μή ἀπογνῷς οὐ παύομαι συνεχῶς ταῦτα ἐπαλείφων τά φάρμακα καί γάρ οἶδα ἡλίκον ὅπλον ἐστι κατά τοῦ διαβόλου τό μή ἀπογιγνώσκειν ὑμᾶς... κἄν καθ' ἡμέραν ἁμαρτάνῃς, καθ' ἡμέραν μετανόει» (ὅπ. παρ. ὁμιλία η', 286). Γι' αὐτό καί ἀπό μικρή ἡλικία πρέπει νά διαπαιδαγωγεῖται ὁ ἄνθρωπος δηλ. νά προσέρχεται στό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ὁ ἅγ. Τιμόθεος Ἀλεξανδρείας στόν 18ο κανόνα του ἀναφέρει ὅτι ἡ προσέλευση εἶναι δυνατή «πρός τήν γνῶσιν καί τήν φρόνησιν ἑκάστου, οἱ μέν ἀπό δεκαετοῦς κείρας(=ἡλικίας), οἱ δέ καί μείζονος» (Πηδάλιον, σελ. 545)
Μέ τό Μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως τό παιδί, ὁ νέος ἐνισχύεται στήν πνευματική του ζωή καί παίρνει δύναμη καί εὐλογία γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του. Ὁ Θεός παρέχει πλούσια τήν Χάρη Του.
γ). Ἐντεταλμένος γιά τήν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου εἶναι ὁ ἱερεύς.
Ὁ ἱερεύς γιά νά ἀρχίσει τήν ἐνάσκηση τοῦ ἱεροῦ ὑπουργήματος τῆς Ἐξομολογήσεως, πρέπει νά ἔχει τήν εἰδική ἐντολή, εὐλογία καί ἄδεια ἀπό τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο. Γι' αὐτό καί λαμβάνει χώρα «χειροθεσία» ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Ἡ Ἀκολουθία μάλιστα αὐτή μετά τήν πρώτην Εὐχήν περιλαμβάνει καί ἀνάγνωση περικοπῆς Εὐαγγελίου ἀπό τό κατά Ἰωάννην κεφάλαιο κ', στίχ. 19-23. Πολύ χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι μετά τήν Ἀκολουθία αὐτή τῆς «Χειροθεσίας εἰς πνευματικόν» δίδεται καί «Ἐνταλτήριον Γράμμα», τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου εἶναι τό κάτωθι: «Ἡ Μετριότης ἡ διά τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος ἀνατίθησί σοι τῷ αἰδεσιμωτάτῳ ἐν Ἱερεύσιν (τῷ πανοσιωτάτῳ ἐν Ἱερομονάχοις) (Δεῖνα), ὡς ἀνδρί τιμίῳ καί εὐλαβείας ἀξίῳ, τό τῆς Πνευματικῆς Πατρότητος λειτούργημα. Ὀφείλεις ἀναδέχεσθαι τούς λογισμούς πάντων τῶν ἐπί ἐξομολογήσει τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων προσερχομένων σοι καί ἀνακρίνειν αὐτούς καί τά βάθη τῶν καρδιῶν αὐτῶν, ἐρευνᾶν τά διανοήματα, καί τάς πράξεις καταμανθάνειν ἐφ' ᾧ τάς μέν ἀρχάς καί αἰτίας ὡς οἷόν τε ἀναστέλλειν καί πρός τάς ἕξεις καί διαθέσεις τῶν προσερχομένων καί τά φάρμακα τούτοις ἐπιτιθέναι καί γίνεσθαι τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντας κερδήσῃς, νῦν μέν ἐλέγχων, νῦν δέ ἐπιτιμῶν καί παρακαλῶν καί παντί τρόπῳ τήν σωτηρίαν τούτων πραγματευόμενος, ὅθεν καί δήσεις μέν, ἃ δεῖ δεθῆναι, λύσεις δέ πάλιν τά λύσεως ἄξια... Καί ἐπί πᾶσαν ὀφείλεις ἐν πάσῃ εὐλαβείᾳ ἀναστρέφεσθαι καί σεμνότητι, ἥτις ἁρμόζουσα ἔστι πνευματικοῖς ἀνδράσιν, ὡς λόγον ἀποδώσων τῷ Θεῷ. Ὅθεν εἰς δήλωσιν ἐδόθη σοι καί τό παρόν ἡμῶν Ἐνταλτήριον Γράμμα».
Πέραν τούτου, ὅμως, ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία καί σημασία εἶναι ὁ πνευματικός καταρτισμός τοῦ ἱερέως. Δέν εἶναι τόσο τά τυπικά προσόντα (π.χ. πτυχίον Θεολογικῆς Σχολῆς) ἤ κάποιες γνώσεις παιδαγωγικῆς ψυχολογίας κἄ, ὅσο ἡ ἐσωτερική πνευματική καλλιέργεια καί τό ὀρθόδοξο ἦθος τοῦ πάντοτε ἀγωνιζομένου καί τοῦ ἰδίου τοῦ ἱερέως ἔχοντος πνευματικό πατέρα. Μάλιστα οἱ θεόπνευστοι ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μίλησαν, καθοδήγησαν καί ἔγραψαν πώς ὁ πνευματικός πρέπει νά εἶναι ἔναντι τοῦ ἐξομολογουμένου πιστοῦ. Ὁ Μέγας Βασίλειος γιά τόν πνευματικό, ὁ ὁποῖος τελεῖ τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως γράφει: «Νά μή ἐπιτιμᾶ μέ ἐμπάθεια τούς ἁμαρτάνοντας. Διότι τό νά ἐλέγχει κανείς μέ θυμό καί ὀργή δέν σημαίνει ὅτι τόν ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλ' ὅτι περιπίπτει ὁ ἴδιος σέ σφάλματα. Οὔτε πρέπει νά εἶναι σκληρός... νά ἐπιδεικνύει πρός τόν ἁμαρτάνοντα τήν ἀναμενομένη χρηστότητα... Νά διορθώνει τούς ἐμπαθεῖς κατά τό πρότυπον τῶν ἰατρῶν. Νά μή ὀργίζεται δηλ. κατά τῶν ἀσθενούντων, ἀλλά νά καταπολεμεῖ τήν νόσο» (Ὅροι κατά πλάτος, ἐρώτησις ν' καί να', ΕΠΕ 8, σ. 389-391). Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει: «Ὅταν ἴδης ἕναν ἐχθρό τῆς ἀλήθειας, θεράπευσε, ἐπιμελήσου, ὁδήγησέ τον στήν ἀρετή, «προστασίαν καί κηδεμονίαν παρέχων», φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο νά τόν διορθώσης, μιμούμενος τούς ἀρίστους τῶν ἰατρῶν. Διότι καί ἐκεῖνοι δέν θεραπεύουν μέ ἕνα μόνο τρόπο, ἀλλά, ὅταν ἴδουν ὅτι δέν ὑποχωρεῖ τό ἕλκος μέ τό προηγούμενο φάρμακο, προσθέτουν ἄλλο καί μετά ἀπό ἐκεῖνο πάλι ἄλλο καί ἄλλοτε κάνουν τομή, ἄλλοτε θέτουν ἐπίδεσμο. Καί σύ λοιπόν, πού ἔγινες γιατρός τῶν ψυχῶν, νά χρησιμοποιῆς κάθε τρόπο θεραπείας, κατά τούς νόμους τοῦ Χριστοῦ...» (ΕΠΕ 10, ὁμιλ. κθ', σ. 295).
Ὁ δέ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης στήν ἐπιστολή του (Κανονική) προς Λητόϊον Ἐπίσκοπον Μελιτινῆς γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Ὅπως ἀκριβῶς καί στή θεραπεία τοῦ σώματος ἕνας εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἰατρικῆς τέχνης, δηλαδή τό νά γίνει ὑγιής ὁ ἄρρωστος, ἐνῶ τό εἶδος τῆς θεραπείας ποικίλλει γιατί σύμφωνα μέ τήν ποικιλία τῶν ἀσθενειῶν ἐφαρμόζεται καί ἡ ἀνάλογη γιά τό κάθε νόσημα θεραπεία ἔτσι ἐπειδή καί στήν ψυχική ἀρρώστια εἶναι μεγάλη ἡ ποικιλία τῶν παθήσεων, ἀναγκαστικά ἡ θεραπευτική φροντίδα θά εἶναι πολύμορφη, προσπαθῶντας νά θεραπεύσει ἀνάλογα μέ τήν ἀρρώστια... γι' αὐτό πρέπει αὐτός πού πρόκειται νά ἐφαρμόσει τήν κατάλληλη θεραπεία στό ἄρρωστο μέρος τῆς ψυχῆς, πρῶτα νά ἐξετάζει πού βρίσκεται ἡ ἔδρα τῆς ἀρρώστιας καί ὕστερα νά ἐφαρμόζει ἀνάλογη θεραπεία». (1ος κανών Γρηγ. Νύσσης, Πρ. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων, Θεσ/κη 1991, σελ. 615-617). Ἐξαιρετικά εἶναι τά λόγια τοῦ 102ου κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τόν πνευματικό - ἐξομολόγο: «Δεῖ τούς ἐξουσίαν λύειν καί δεσμεῖν παρά Θεοῦ λαβόντας, σκοπεῖν τήν τῆς ἁμαρτίας ποιότητα καί τήν τοῦ ἡμαρτηκότος πρός ἐπιστροφήν ἑτοιμότητα, καί οὕτω κατάλληλον τήν θεραπείαν προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι..τό πλανώμενον πρόβατον ἐπαναγαγεῖν καί τρωθέν ὑπό τοῦ ὄφεως ἐξιάσασθαι καί μήτε κατά κρημνῶν ὠθῆσαι τῆς ἀπογνώσεως μήτε τόν χαλινόν ὑπενδοῦναι πρός τήν τοῦ βίου ἔκλυσίν τε καί καταφρόνησιν ἀλλ' ἑνί γε τρόπῳ πάντως, εἴτε διά τῶν αὐστηροτέρων τε καί στυφόντων, εἴτε διά τῶν ἀπαλωτέρων τε καί πραοτέρων φαρμάκων, κατά τοῦ πάθους στῆναι, καί πρός συνούλωσιν τοῦ ἕλκους ἀνταγωνίσασθαι, τούς τῆς μετανοίας καρπούς δοκιμάζοντι, καί οἰκονομοῦντι σοφῶς τόν πρός τήν ἄνω λαμπροφορίαν καλούμενον ἄνθρωπον. Ἀμφότερα τοίνυν ειδέναι ἡμᾶς χρή, καί τά τῆς ἀκριβείας, καί τά τῆς συνηθείας» (Πηδάλιον, σ. 255). Ἔτσι ὁ καλός πνευματικός πρέπει νά εἶναι αὐστηρός μέ τόν ἑαυτό του καί ἐπιεικής στούς ἐξομολογουμένους καί πάντοτε μέ διάκριση.
Στό σημεῖο αὐτό ὀφείλουμε νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι δέν εἶναι τό ἴδιο νά πεῖ κάποιος πιστός τά ἁμαρτήματά του στόν ψυχολόγο ἤ παιδοψυχολόγο κλπ ἀντί νά εἰσέλθει στό ναό καί νά βρεῖ τόν πνευματικό πατέρα, τόν ἱερέα, καί νά ἐξομολογηθεῖ ἐκεῖ. Ἄλλο ὁ ἱερεύς – πνευματικός καί ἄλλο ὁ ψυχολόγος. Στήν ἐξομολόγηση, ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀναφέρει παραπάνω, ἔχουμε νά κάνουμε μέ Ἱερό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας , θεοσύστατο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του καί στούς λειτουργούς Της, τούς ἱερεῖς, τό ἔργο τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν. Μέ τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου παρέχεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ψυχολόγος δέν εἶναι ἱερέας, δέν δίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν, δέν διαβάζει συγχωρητική εὐχή καί προσευχή.
Ἔπειτα ὁ πνευματικός – ἱερεύς φέρει μεγάλη εὐθύνη κατά τήν ἐνάσκηση τοῦ ὑπουργήματος τῆς Ἐξομολογήσεως. Ὅταν τελεῖται τό ἱερότατο τοῦτο μυστήριο, βρίσκεται «εἰς τόπον Χριστοῦ» καί ἀναδέχεται τά κρυπτά τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, γι' αὐτό καί τελεῖ τό μυστήριο μέ πᾶσα σοβαρότητα καί μέ ἀπόλυτη ἐχεμύθεια, θά λέγαμε «θάβει» τίς ἁμαρτίες μέσα του. Ὁ πνευματικός ἔχει ἱερό χρέος καί καθῆκον νά τηρεῖ τό ἀπόρρητο τῆς Ἐξομολογήσεως. Σέ κανένα ἀπολύτως δέν λέγει τίποτα. Μάλιστα τό ἀπόρρητο τῆς Ἐξομολογήσεως ἀναγνωρίζεται καί ἀπό τό νόμο τῆς Πολιτείας, ὡς διεξοδικότερα θά ἀναφέραμε παρακάτω. Ἡ παράβαση τοῦ καθήκοντος αὐτοῦ τοῦ ἀπορρήτου τῆς ἐξομολογήσεως τιμωρεῖται αὐστηρότατα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο.
Περαιτέρω ὀφείλουμε νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ ἱερεύς οὔτε στά Δικαστήρια, πολιτικά ἤ ἐκκλησιαστικά εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀνακοινώσει κάτι ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα πληροφορήθηκε ἤ ἔμαθε κατά τήν ἐξομολόγηση. Τοῦτο κατοχυρώνεται καί νομοθετικῶς τόσο ἀπό τόν Κώδικα Πολιτικῆς Δικονομίας ὅσον καί ἀπό ἐκεῖνον τῆς Ποινικῆς. Εἰδικώτερα κατά τό ἄρθρον 399 ΚΠολΔ «δέν ἐξετάζονται ὡς μάρτυρες οἱ κληρικοί γιά ὅσα ἔμαθαν κατά τήν ἐξομολόγηση». Ἐπίσης κατά τό ἄρθρον 400 ΚΠΔ, δέν ἐξετάζονται (οἱ κληρικοί) ὅταν κληθοῦν ὡς μάρτυρες γιά τά πραγματικά γεγονότα πού τούς ἐμπιστεύτηκαν ἤ πού διεπίστωσαν κατά τήν ἄσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός τους, γιά τά ὁποῖα ἔχουν καθῆκον ἐχεμύθειας, ἐκτός ἄν τοῦ ἐπιτρέψει ἐκεῖνος πού τούς τά ἐμπιστεύθηκε καί ἐκεῖνος τόν ὁποῖο ἀφορᾶ τό ἀπόρρητο. Ἐπίσης κατά τό ἄρθρο 401 ΚπολΔ. Οἱ κληρικοί ἔχουν δικαίωμα νά ἀρνηθοῦν νά ἐξετασθοῦν ὡς μάρτυρες γιά τά γεγονότα πού ἔμαθαν κατά τήν ἄσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός τους. Ἔπειτα συνιστᾶ καί παράβαση καθήκοντος κατά τό ἄρθρον 259 Π.Κ. ὅταν ὁ κληρικός – πνευματικός παραβαίνει τό καθῆκον τοῦ ἀπορρήτου τῆς ἐξομολογήσεως. Ἀκόμη κατά τό ἄρθρον 212 ΚΠοιν.Δ. ἡ ποινική διαδικασία ἀκυρώνεται ἄν ἐξετασθοῦν στήν προδικασία ἤ στήν κύρια διαδικασία κληρικοί σχετικά μέ ὅσα ἔμαθαν ἀπό τήν ἐξομολόγηση. Συνεπῶς ἰσχύει ἀπαρεγκλίτως στήν Ἐκκλησία μας τό ἀπόρρητον τῆς ἐξομολογήσεως.
Τέλος, ὅταν ὁ πνευματικός πατέρας κρίνει ὅτι γιά τήν πνευματική ὠφέλεια τοῦ ἐξομολογουμένου χρειάζεται ἡ ἐπιβολή κάποιου ἐπιτιμίου, ἔχει τή διακριτική εὐχέρεια στά πλαίσια τῆς διακονίας τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας νά κάνει χρήση καί τῶν ἐπιτιμίων. Τά ἐπιτίμια βέβαια δέν πρέπει νά θεωρηθοῦν ὡς ποινές, οὔτε ἔχουν ἐκδικητικό χαρακτήρα. Εἶναι παιδαγωγικά καί θεραπευτικά μέσα πρός πνευματική βοήθεια τῶν πιστῶν. Γιά παράδειγμα, ἐπιτίμια εἶναι: Ἡ νηστεία, οἱ μετάνοιες, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ἐντονότερη προσευχή, ἡ ἀπαγόρευση τῆς συμμετοχῆς στή Θ. Κοινωνία κ.ἄ.
Μετάνοια, ἑπομένως, σημαίνει ἀνανέωση τῆς καρδιᾶς μας πού εἶναι μολυσμένη καί δυσκίνητη ἀπό τό βάρος τῶν ἀνομιῶν. Ἐξομολόγηση σημαίνει ἔκφραση καί μέ συντριβή ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὡστόσο λυτρωτική εἶναι ἡ δύναμη της χάριτος τοῦ Φιλευσπλάχνου καί Ἐλεήμονος καί Πανοικτίρμονος καί Φιλανθρώπου Θεοῦ. Καί ὁ Θεός πάντοτε μᾶς περιμένει.
Μετά βέβαια τήν Ἐξομολόγηση καθίσταται ἀναγκαία μία νέα ἀξιολόγηση. Ἀποδοκιμασία τῶν σφαλμάτων καί γενναία συνειδητή ἀπόφαση πορείας ἐν Χριστῷ μέ συνέπεια. Ἔτσι ἡ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση εἶναι πλέον στάση ζωῆς. Διαβάζουμε στόν «Εὐεργεντινό». «Ἀδελφός ἠρώτησε τόν ἀββάν Σισώην λέγων˙ Τί ποιήσω, ἀββᾶ, ὅτι πέπτωκα; λέγει αὐτῷ ὁ γέρων˙ ἀνάστα πάλιν˙ ἔφη ὁ ἀδελφός˙ ἀνέστην καί πάλιν πέπτωκα˙ ἀπεκρίθη ὁ γέρων˙ ἀνάστα πάλιν καί πάλιν˙ καί ὁ ἀδελφός εἶπεν˙ ἕως πότε; ὁ δέ γέρων˙ ἕως ἄν καταληφθῆς (ἕως οὗ ἔλθη ἐπί σέ τό τέλος) εἴτε ἐν τῷ ἀγαθῷ, εἴτε ἐν τῷ πτώματι˙ ἐν ὧ γάρ εὑρίσκεται ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ καί πορεύεται». Τό δάκρυον τῆς μετανοίας εἶναι τό πιό ἀκριβό μαργαριτάρι τῆς χριστιανικῆς ζωῆς! Καί ἀσφαλῶς, «χαρά ἔσται ἐν τῷ ἱερῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε',7)._
*
Εὐχή εὐχαριστήριος μετά τήν ἐξομολόγησιν.
Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ὁ Σωτήρ μου, ὁ μακρόθυμος καί πολυέλεος, ὁ ἀμνημονῶν ἐπί ταῖς κακίαις ἡμῶν, καί χαίρων ἐπί τῇ ἐπιστροφῇ τῶν πεπλανημένων. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι καμοί τῷ ταπεινῷ καί ἀναξίῳ δούλῳ σου τῷ μυρίας δωρεάς παρά σοῦ ἀπολαύσαντι, καί πάσας ἀφρόνως καταφρονήσαντι καί ἀπό σοῦ μακρυνθέντι, καί ἀπειράκις σε παροργίσαντι καί ἀτιμάσαντι διά τῆς τῶν ἁγίων σου ἐντολῶν παραβάσεως, καί εἰς βάθος κακιῶν καταντήσαντι , εὐσπλαχνίᾳ χρησάμενος ,χεῖρά μοι ὤρεξας καί ἤγειράς με, καί ἠξίωσάς με τόν ἀνάξιον παραστῆναι καί προσπεσεῖν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ ἐλέους σου καί ζητῆσαι καί λαβεῖν ἄφεσιν τῶν ἐπταισμένων μοι καί συγκαταριθμηθῆναι αὖθις τοῖς ἐκλεκτοῖς σου. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐ παρείδες τήν εὐτέλειάν μου, οὐδʼ ἐβδελύξω τήν βορβορότητα τῶν πράξεών μου, ἀλλʼ ὡς τόν ἄσωτον ἐδέξω με καί ἐνηγκαλίσω. Δυσωπῶ οὖν σου τήν ἀνείκαστον ἀγαθότητα, ἐνίσχυσόν με τοῦ λοιποῦ διά τῆς χάριτος τοῦ παναγίου σου Πνεύματος ἀντιπαλαίειν κατά τοῦ διαβόλου τῆς σαρκός καί τοῦ κόσμου, καί αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας˙ φώτισόν μου τούς νοερούς ὀφθαλμούς ἵνα πορεύωμαι τήν ὁδόν τῶν ἐντολῶν σου, καί ζήσω τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μου εἰρηνικόν καί ἀναμάρτητον, καί μετά τήν ἐνταῦθα ζωήν, πρός σέ παραγενόμενος τόν Θεόν καί Σωτῆρα μου, εὐλογῶ καί δοξάζω σε εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.