Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'
Ἐκκλησιαστικός σύμβουλος σέ μία ἐνορία, ἄλλως Ἐπίτροπος σ' ἕνα Ἱερό Ναό, εἶναι ἕνα σπουδαῖο ἀξίωμα μέ δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις. Ἡ θέση αὐτή εἶναι τιμητική καί ἄμισθη. Τό ἔργο πού ἀναλαμβάνει κάθε μέλος τοῦ ἐνοριακοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου ἔχει τήν ὑπευθυνότητα τῆς χρηστῆς διοικήσεως τοῦ ναοῦ καί τῆς ἐντίμου διαχειρίσεως τῶν οἰκονομικῶν τῆς ἐνορίας. Βεβαίως γιά νά σημειώσει ἐπιτυχία τό ὅλο ἔργο ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ ἐνοριακοῦ συμβουλίου ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἁρμονική συνεργασία ὅλων τῶν μελῶν μέ τόν Πρόεδρο τοῦ Συμβουλίου πού εἶναι ὁ ἱερέας καί ἀπό τόν νόμο Πρόεδρος.
Ὅλα τά μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου τῆς ἐνορίας ὀφείλουν νά γνωρίζουν ὅτι προϊσταμένη τους ἀρχή εἶναι ἡ Ἱερά Μητρόπολη. Καί ἡ κάθε Ἱερά Μητρόπολη διοικεῖται ἀπό τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκλεγεῖ μέ νόμιμες καί κανονικές διαδικασίες ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς ὁρίζει ὁ Καταστατικός της Χάρτης (Ν. 590/1977). Εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος παρέχει τίς γενικές καί εἰδικές ὁδηγίες στίς ἐνορίες καί στούς ἐφημερίους. Τό δέ Μητροπολιτικό Συμβούλιο ἀσκεῖ γενική ἐποπτεία ἐπί πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἔργων τῆς Μητροπολιτικῆς περιφερείας κατά τό ἄρθρο 35 τοῦ παραπάνω νόμου. Ἐξ ἐπόψεως δέ πνευματικῆς θά πρέπει νά γνωρίζουν οἱ Ἐπίτροποι ὅτι τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Ἐπισκοποκεντρικό ὅπως ὁρίζουν οἱ ἱεροί κανόνες ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τό ὑπογραμμίζουν οἱ θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες, γι' αὐτό πρέπει νά γίνει κατανοητό ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας διοικητικός Προϊστάμενος , ἀλλά ἕνας στοργικός Πνευματικός Πατέρας πού βρίσκεται «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ». Ὡς γράφει ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (2ος αἰ.): «μηδείς χωρίς τοῦ Ἐπισκόπου τό πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων τῇ Ἐκκλησίᾳ... καί ὁ τιμῶν Ἐπίσκοπον ὑπό Θεοῦ τετίμηται˙ ὁ δέ λάθρα Ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει» (Σμυρν. 8-9). Ἔτσι ὅλοι οἱ Ἐπίτροποι μαζί μέ τόν ἱερέα πρέπει νά βλέπουν καί νά αἰσθάνονται τόν Ἐπίσκοπό τους, νά ὑπακούουν στίς ἐντολές του, νά μή δείχνουν ἀσέβεια, καί νά μή δυσανασχετοῦν σέ ἀπόφασή του. Ἡ πειθαρχία συνεπῶς καί ἡ ὑπακοή στόν οἰκεῖο Μητροπολίτη εἶναι ἀπαράβατο καθῆκον. Ὡς ἐπίσης, πρέπει νά γίνει κατανοητό ὅτι Μητρόπολη καί Ἐνορία συνεργάζονται. Δέν ἔχουν σχέση ἀντιπαλότητας. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑνιαῖο καί ἡ κάθε ἐνορία εἶναι τρόπον τινα προέκταση τοῦ ὅλου ἔργου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἄν δέν ὑπάρξει Μητρόπολη, Μητροπολίτης, οὔτε ἐνορία μπορεῖ νά ὑπάρξει. Ὅπως καί ἐνοριακό συμβούλιο κανονικό, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε, χωρίς ἱερέα. Ἡ Ἱ. Μητρόπολη συντονίζει, προστατεύει καί καθοδηγεῖ τίς ἐνορίες. Καί οἱ ἐνορίες ὑποστηρίζουν, σέβονται καί συνεργάζονται μέ τήν Μητρόπολη. Ἄλλωστε σέ κάθε Μητρόπολη ὑφίσταται καί λειτουργεῖ καί ὁ σημαντικός θεσμός τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου, ὡς ὁρίζει ὁ ὑπ' ἀριθμ. 263/2014 Κανονισμός μέ βάση τήν ἐξουσιοδοτική διάταξη τοῦ ἄρθρου 35 Ν. 590/77 ὅπως ἀντικαταστάθηκε μέ τό ἄρθρο 51§1 Ν. 4301/14.
Εἰδικότερα, ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος διορίζεται ἀπό τόν Μητροπολίτη εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Μητροπολίτου στήν ἐνορία του. Ὡς Πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου μαζί μέ τούς Συμβούλους – Ἐπιτρόπους διοικεῖ τήν ἐνορία, ἡ ὁποία εἶναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ἄρθρο 2 Κανονισμοῦ 8/1979). Ἡ ἐνορία μέ τόν ἐνοριακό της Ναό χαρακτηρίζεται ὡς ἡ βασική μονάδα ὀργανώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Οἱ ἱερεῖς εἶναι συνηρμοσμένοι πρός τόν Μητροπολίτην τους «ὡς χορδή κιθάρᾳ». Ὅλα τά μέλη τοῦ Συμβουλίου ὀφείλουν τιμή καί σεβασμό. Πρέπει τά θέματα νά συζητοῦνται μέ ἤρεμο ὕφος, γιατί εἶναι θέματα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ναοῦ καί τῆς ἐνορίας καί δέν πρέπει οἱ Ἐπίτροποι νά φιλονικοῦν ἤ νά διατάζουν τόν ἱερέα. Οὔτε βέβαια καί ὁ ἱερέας μόνος του δικαιοῦται νά ἀποφασίζει γιά θέματα πού ἀνάγονται στήν ἁρμοδιότητα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου περιφρονῶντας ἔτσι τούς λαϊκούς συνεργάτες του- μέλη τοῦ Συμβουλίου. Ἄλλης τάξεως ἐκείνης τῆς ἱερατικῆς - λειτουργικῆς εἶναι τά θέματα γιά τά ὁποῖα ἔχει λόγο ἀποκλειστικῶς ὁ ἱερεύς, ὅπως π.χ. ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κἄ. Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε τήν ἀξία τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου, τῶν λαϊκῶν ἐν γένει μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς εἶναι γνωστόν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας διακρίνονται στούς κληρικούς, στούς λαϊκούς καί στούς μοναχούς. Συγκεκριμένα οἱ λαϊκοί, κατά τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ μή κληρικοί. Εἶναι οἱ διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί ἰδίᾳ τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος χαρισματοῦχοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καί αὐτοί μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν 6ο κανόνα τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381 μ.Χ.) εἶναι «τό λαϊκόν τάγμα» τό συμμετέχον εἰς πᾶν ὅ,τι συμβαίνει στήν Ἐκκλησία συμφώνως πρός τό λειτούργημα, τό ὁποῖον ἔχει κληθεῖ νά ἐπιτελεῖ ὡς λαός τοῦ Θεοῦ.
Ὡστόσο οἱ λαϊκοί, ἔχουν στήν Ἐκκλησία, θέση ποιμαινομένων καί δέν ἐπιτρέπεται νά ἔρχονται στή θέση ἤ τάξη τῶν ποιμένων. Μάλιστα ὁ 64ος κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει: «...Ἐν γάρ τῇ μιᾷ Ἐκκλησίᾳ διάφορα μέλη πεποίηκεν ὁ Θεός, κατά τήν Ἀποστόλου φωνήν˙ ἥν ὁ Θεολόγος ἑρμηνεύων Γρηγόριος, σαφῶς τήν ἐν τούτοις τάξιν παρίστησι φάσκων˙ ταύτην αἰδοίμεθα τήν τάξιν, ἀδελφοί, ταύτην φυλάττομεν...». (Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, τόμ Β', σελ. 454). Εἰδικότερα δύο μαρτυρίες Πατέρων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολύ σημαντικές ἐν προκειμένῳ: Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Κλήμης τοῦ Β' αἰῶνα γράφει: «Λαϊκός ἄνθρωπος τοῖς λαϊκοῖς προστάγμασι δέδεται. Ἕκαστος ἡμῶν, ἀδελφοί, ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι εὐαρεστείτω τῷ Θεῷ, ἐν ἀγαθῇ συνειδήσει ὑπάρχων, μή παρεκβαίνων τόν ὡρισμένον τῆς λειτουργίας αὐτοῦ κανόνα ἐν σεμνότητι» (Πρός Κορινθίους 40-41 Α', ΒΕΠΕΣ 1,29). Καί ὁ μεγάλος θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος διδάσκει: «...Καθάπερ ἐν σώματι τό μέν τι ἄρχον ἐστί καί οἷον προκαθεζόμενον, τό δέ ἀρχόμενον καί ἀγόμενον, οὕτω κἄν ταῖς ἐκκλησίαις διέταξεν ὁ Θεός, ἰσότητος νόμῳ τῆς ἐχούσης τό κατ' ἀξίαν, ἤ καί προνοίας ἤ τά πάντα συνέδησε, τούς μέν ποιμαίνεσθαί τε καί ἄρχεσθαι, ὅσοις τοῦτο λυσιτελέστερον, καί λόγῳ καί ἔργῳ πρός τό δέον ἰθυνομένους, τούς δέ εἶναι ποιμένας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμόν τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι τῶν πολλῶν εἰσιν ἀνωτέρω κατ' ἀρετήν ἤ τήν πρός τόν Θεόν οἰκείωσιν, λόγου ψυχῆς πρός σῶμα ἤ τοῦ νοῦ πρός ψυχήν ἐπέχοντας, ἵν' ἀμφότερα συντιθέντα ἀλλήλοις, τό τε ὑστεροῦν καί τό πλεονάζον, ὥσπερ ἐν μέλεσι, καί τῇ ἁρμονίᾳ τοῦ Πνεύματος συμβιβασθέντα καί συνδεθέντα, ἕν ἄρτιον ἀποδειχθῇ σῶμα». (Λόγ. 2,3 PG 35,409).
Οἱ λαϊκοί, λοιπόν, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔχουν τήν πρέπουσα θέση καθ' ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποκλίνει οὔτε σέ «κληρικοκρατία», ὡς ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, οὔτε σέ «λαοκρατία», ὡς οἱ Προτεσταντικές Ὁμολογίες. Οἱ λαϊκοί ἀποτελοῦν οὐσιῶδες μέρος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχουν συμμετοχή στίς ἐκδηλώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Εἶναι μέτοχοι τοῦ τρισσοῦ ἀξιώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί κάθε βεβαπτισμένος πιστός ἀποκτῶν τήν «γενικήν λεγομένην ἱερωσύνην» συναποτελεῖ μετά τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τό «βασίλειον ἱεράτευμα». Ἐν προκειμένῳ ἰσχύει τό τοῦ ἀποστόλου Πέτρου «ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν» (Α' Πέτρ. 2,11), καί τό τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἐν τῷ αἵματι Αὐτοῦ» ἐποίησεν «ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καί Πατρί Αὐτοῦ» (Ἀποκ. 1,6 5, 9-10).
Ἡ ἐφαρμογή στήν πράξη τοῦ «τρισσοῦ ἀξιώματος» εἶναι ἡ συμμετοχή τῶν λαϊκῶν στή Θ. Λειτουργία καί στίς ἄλλες Ἱ. Ἀκολουθίες ὡς ψάλτες, ἡ δραστηριότητα στό κατηχητικό ἔργο τῆς ἐνορίας, ἡ συμμετοχή στό Ἐκκλησιαστικό Ἐνοριακό Συμβούλιο, στά Φιλόπτωχα Ταμεῖα, στό ὅλο ἔργο τῆς ἐνοριακῆς ἀγάπης, σέ Ἱδρύματα τῆς Μητροπόλεως, σέ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς ὀργανισμούς καί σέ ποικίλα συμβούλια. Οἱ χαρισματικές συνεπῶς δυνάμεις τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου οὐδόλως ἀγνοοῦνται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησία εἶναι κλῆρος καί λαός. Ὅλοι καί βεβαίως ὁ καθένας στή θέση του καί στό διακόνημα του γιατί ὅλοι τόν Θεόν ὑπηρετοῦμε καί στόν Ἀμπελῶνα Ἐκείνου ἐργαζόμεθα καί λόγον θά ἀποδώσωμεν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁ Ἐκκλησιαστικός σύμβουλος, ὁ Ἐπίτροπος ἀναλαμβάνει ἕνα σπουδαῖο, ἐξαιρετικό καί μεγάλο ἔργο στήν ἐνορία του. Γίνεται συμπαραστάτης τοῦ ὅλου ἔργου τῆς ἐνορίας, κοντά πάντοτε στόν ἱερέα μέ βαθειά καί ἀκλόνητη πίστη στό Θεό μέ ἀφοσίωση στήν Ἐκκλησία, μέ ἀγάπη γιά ὅλα τά τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, μέ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης, διακρίσεως, συνέσεως καί ἐνδιαφέροντος γιά τόν καθένα συνάνθρωπό του, συν-ἐνορίτη του. Γι' αὐτό πρέπει νά προσέχει πολύ καί στήν προσωπική του ζωή καί σ' αὐτή ἀκόμη τήν ἐνδυμασία του. Νά μή ξεχνᾶ δέ, ὅτι ἡ ἐργασία, ἡ διακονία πού προσφέρει στό ναό εἶναι τιμή καί βέβαια εὐθύνη ἀλλά καί ἐσωτερική χαρά.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω ὅλα τά μέλη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου πρέπει νά γνωρίζουν τίς ἁρμοδιότητες τοῦ Συμβουλίου ὅπως αὐτές ἀναγράφονται στό ἄρθρο 9 τοῦ Κανονισμοῦ ὑπ' ἀριθμ. 8/1979. Τό ἄρθρο 9 γράφει τά ἐξῆς:
«1. Τό Ἐκκλησιαστικόν Συμβούλιον ἔχει τήν ὑπεύθυνον διαχείρισιν τοῦ Ἱ. Ναοῦ, συντάσσει τόν Προϋπολογισμόν καί Ἀπολογισμόν τῶν ἐσόδων καί ἐξόδων αὐτοῦ, τόν μέν πρῶτον ἐντός τοῦ Νοεμβρίου τοῦ προηγουμένου ἔτους, τόν δέ δεύτερον ἐντός τοῦ Φεβρουαρίου ἑκάστου ἔτους.
- Πᾶσα πληρωμή δαπάνης τοῦ Ναοῦ ἐνεργεῖται ὑπό τοῦ Ταμίου, ἐπί τῇ βάσει ἐντάλματος πληρωμῆς ἐκ στελέχους ἠριθμημένου καί τεθεωρημένου ὑπό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως, ὑπογεγραμμένου ὑπό τοῦ Προέδρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου. Ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ὁ Ἐφημέριος ἐκτελεῖ χρέη ταμίου. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει τιμωρεῖται δι' ἀργίας μέχρι δύο μηνῶν μετά ἤ ἄνευ τῆς στερήσεως τῶν ἀπόδοχῶν αὐτοῦ.
Εἰς τό ἔνταλμα τοῦτο πρέπει νά προσαρτῶνται πάντα τά παραστατικά ἔγγραφα τῆς δαπάνης. Δία τήν νομιμότητα τών διατασσομένων πληρωμῶν εὐθύνεται ὁ ὑπογράφων τό ἔνταλμα Πρόεδρος, ὁ δέ Ταμίας εὐθύνεται καί διά τήν νομιμότητα καί τό ἀκριβές τῆς πληρωμῆς ἐφαρμοζομένων ἐν ἀναλογίᾳ τῶν σχετικῶν διατάξεων τοῦ νόμου περί δημοσίου λογιστικοῦ. Ὁ Ταμίας ὑποχρεοῦται νά ἀρνηθῇ τήν πληρωμήν δαπάνης, διατασσομένης παρά τάς διατάξεις τοῦ παρόντος ἤ ἄνευ τῶν νομίμων δικαιολογητικῶν. Ἐν πάσῃ ἄλλῃ περιπτώσει ἀρνούμενος ἀδικαιολογήτως τήν πληρωμήν ἀπαλλάσσεται τῶν καθηκόντων αὐτοῦ, ὡς Συμβούλου, ἀποφάσει τοῦ οἰκείου Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου.
- Τό Ἐκκλησιαστικόν Συμβούλιον ἀποφασίζει :
α) Περί ἀνεγέρσεως Ναοῦ ἤ ἐπισκευῆς, διακοσμήσεως καί συντηρήσεως τοῦ ὑπάρχοντος Ἐνοριακοῦ καί τῶν παρεκκλησίων καί Ἐξωκκλησίων αὐτοῦ.
β) περί ἀγορᾶς, πωλήσεως, δωρεᾶς, ἀνταλλαγῆς καί μισθώσεως ἀκινήτων κατά τάς κειμένας διατάξεις, καί τῆς ἀξιοποιήσεως τῆς ἀστικῆς καί ἀγροτικῆς περιουσίας τοῦ Ναοῦ.
γ) Περί συνομολογήσεως δανείου, ἐγέρσεως ἀγωγῶν, ἀσκήσεως ἐνδίκων μέσων, παραιτήσεων ἐπ αὐτῶν, καταργήσεως δίκης, συμβιβασμῶν ἐξωδίκων καί δικαστικῶν, διορισμοῦ πληρεξουσίου καί ἀποδοχῆς δωρεᾶς, κληρονομίας ἤ κληροδοσίας κατά τάς κειμένας διατάξεις.
δ) περί βοηθημάτων διά σκοπούς Ἐκκλησιαστικούς καί Φιλανθρωπικούς καί δι' Ἐκκλησιαστικά Ἱδρύματα καί συντήρησιν αὐτῶν.
ε) Περί πάσης δαπάνης, ἐκτάκτου, ἀφορώσης εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς τελετάς. Ἅπασαι αἱ ὡς ἄνω ἀποφάσεις χρήζουν ἐγκρίσεως ἐκ μέρους τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου ἐφαρμοζομένων τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 12 τοῦ παρόντος».
Βεβαίως στή συνέχεια κατά τό ἄρθρο 12 τοῦ ἰδίου Κανονισμοῦ:
«1. Πᾶσα πρᾶξις τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου ὑποβάλλεται εἰς τό Μητροπολιτικόν Συμβούλιον, ὅπερ ἐγκρίνει, τροποποιεῖ ἤ ἀκυροῖ αὐτήν.
Ἡ ἀπόφασις τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου ἐκδίδεται ἐντός διμήνου ἀπό τῆς ὑποβολῆς τῆς Πράξεως. Παρελθούσης ἀπράκτου τῆς προθεσμίας ταύτης ἡ πρᾶξις ἐκτελεῖται.
- Κατά πάσης ἀποφάσεως τοῦ οἰκείου Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου, ἐπιτρέπεται προσφυγή μόνον διά λόγους νομιμότητος, ἐνώπιον τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου παρά παντός ἔχοντος ἔννομον συμφέρον.
- Πᾶσα ἀπόφασις τοῦ οἰκείου Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου, καταστάσα ὁριστική, εἶναι ὑποχρεωτική διά τό Ἐκκλησιαστικόν Συμβούλιον, ἐάν δέ τοῦτο ἀρνηθῇ τήν ἐκτέλεσιν, τό οἰκεῖον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον καλεῖ τοῦτο εἰς ἔγγραφον ἀπολογίαν ἐντός προθεσμίας ὑπ αὐτοῦ τασσομένης. Παρελθούσης τῆς προθεσμίας ἀπράκτου ἤ τῆς ἀπολογίας μή κριθείσης ἐπαρκοῦς, τό οἰκεῖον Μητροπολιτικόν Συμβούλιον, δι' ἀνεκκλήτου ἀποφάσεώς του προβαίνει εἰς τήν ἀντικατάστασιν τῶν ἀρνουμένων μελῶν διά διορισμοῦ νέων καί διά τό ὑπόλοιπον τῆς θητείας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου.
- Αἱ ἀποφάσεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβουλίων περί δωρεᾶς ἀκινήτου ὑπόκεινται εἰς ἔγκρισιν τοῦ οἰκείου Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου καί τῆς Δ.Ι.Σ.
- Ἀποδοχή ἤ ἀπόποίησις δωρεᾶς ὑπό ὅρον, κληρονομίας ἤ κληροδοσίας δέν δύναται νά γίνῃ ὑπό τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου ἄνευ προηγουμένης ἀποφάσεως τοῦ οἰκείου Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου.
- Ἀπόφασις τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου περί ἐγέρσεως ἀγωγῆς, παραιτήσεως ἀπό ἐνδίκου μέσου, καταργήσεως δίκης, συμβιβασμοῦ, ἐξωδίκου ἤ δικαστικοῦ, χρήζει τῆς ἐγκρίσεως τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου. Δέν ἀπαιτεῖται ἔγκρισις, ἐφόσον πρόκειται περί συντηρητικῶν ἤ προσωρινῶν μέτρων καί αἰτήσεως ἀκυρώσεως ἐκτελεστῆς πράξεως.
- Αἱ ἀποφάσεις τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, δι' ὧν ἀποφασίζεται συνομολόγησις δανείου καί οἱ ὅροι αὐτοῦ ὑπόκεινται εἰς τήν ἔγκρισιν τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συμβουλίου.
- Τά Ἐκκλησιαστικά Συμβούλια τῶν Ἐνοριακῶν Ἱ. Ναῶν τηροῦσιν ἑνιαῖον λογιστικόν ἁπλογραφικόν σύστημα».
Ἰδιαίτερη μέριμνα οἱ Ἐπίτροποι πρέπει νά ἐπιδεικνύουν μαζί μέ τόν ἱερέα σέ τέλεια ἁρμονική συνεργασία γιά τήν περιφρούρηση τῆς κινητῆς καί ἀκινήτου περιουσίας τοῦ ναοῦ καθ' ὅτι μία περιουσία τοῦ ναοῦ, ὅσο καί μικρή κι ἄν εἶναι, εἶναι ἱερά καί τό χρέος προστασίας της εἶναι ἐπιβεβλημένο καί μέσα στά ὑψηλά καθήκοντα τῶν μελῶν τοῦ Συμβουλίου. Βεβαίως θά πρέπει νά λαμβάνεται μέριμνα καί γιά τήν ἀξιοποίησή της γιά τό καλό τοῦ ναοῦ καί τῆς ἐνορίας καί μέ διάφορα ἔργα, ὅπως γιά παράδειγμα, ἀποπεράτωση τοῦ ναοῦ, ἐπισκευές, ἐξοπλισμός μέ καθίσματα, θέρμανση κλπ. Ἕνα ἄλλο σημαντικό καθῆκον εἶναι ἡ διαφύλαξη τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί κειμηλίων. Εἰκόνες καί κειμήλια σπουδαίας ἀρχαιολογικῆς ἀξίας πρέπει νά εἶναι κατεγεγραμμένα σέ εἰδικά πρωτόκολλα σέ Βιβλίο τοῦ Ναοῦ, ἀντίγραφο δέ τῆς καταχώρησης νά ἀποστέλλεται στήν Ἱερά Μητρόπολη. Εἰδικότερα, τά Μνημεῖα ἀπαιτοῦν πολύ προσοχή καί τήρηση τῶν νόμων καί τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱ. Συνόδου. Ἔτσι σέ Ἱ. Ναούς πού ἔχουν χαρακτηρισθεῖ «διατηρητέα Μνημεῖα» γιά ὁποιαδήποτε ἐπέμβαση στό ναό (ἐπισκευή καί ἀνακαίνιση, ἀλλαγή ἐπίπλωσης, ἀλλαγή ἤ προσθήκη νέων φωτιστικῶν σωμάτων καί πολυελαίων κ.λπ.) ἤ ὁ πέριξ χῶρος τοῦ Ναοῦ (ἐργασίες διαμόρφωσης, φυτεύσεις, φωτιστικά, προσθήκη βοηθητικῶν κτισμάτων κ.λπ.) εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ ἔγκριση τῆς ἁρμόδιας γιά τήν περιοχή Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, μέ τήν ὁποία καί ὁ ὑπεύθυνος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου ὀφείλει νά συνεργάζεται γιά ὅποιο θέμα ἀφορᾶ τή συντήρηση τοῦ ναοῦ, τῶν τοιχογραφιῶν, τῶν εἰκόνων καί τῶν κειμηλίων του.
Εἶναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό τό ἔργο τό ὁποῖο ἐπιτελεῖ ὁ Ἐπίτροπος, τό μέλος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἐνοριακοῦ Συμβουλίου. Ἡ ὅλη εὐταξία τοῦ ναοῦ εἶναι τό πρώτιστον καθῆκον. Πρέπει ὅμως νά γνωρίζει ὁ Ἐπίτροπος ὅτι ἡ τάξη μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ἐπιβάλλεται μέ φωνές καί θυμούς, ἀλλά μέ εὐπρέπεια καί σεμνότητα καθώς καί μέ ὕφος μειλίχιον καί ἤπιον, πού δείχνει καί αὐτό εὐλάβεια καί σεβασμό πρός τήν ἱερότητα τοῦ χώρου. Διαπληκτισμοί μέσα στό ναό ἀπαγορεύονται.
Ἡ κακή συμπεριφορά τοῦ Ἐπιτρόπου σκανδαλίζει τούς πιστούς καί ἀμαυρώνει τήν εἰκόνα τῆς ἐνορίας, ἡ εὐγενής καί πολιτισμένη ἐξυψώνει, χαροποιεῖ καί εὐεργετεῖ τούς πιστούς. Ἡ ἄψογη δέ συνεργασία μέ τόν ἱερέα εἶναι ἐξαγιασμός ὅλων τῶν δυνατοτήτων. Εἶναι εὐλογία. Κατά συνέπειαν, ὅταν οἱ Ἐπίτροποι ἐπιτελοῦν εὐσυνειδήτως τά καθήκοντά τους, τότε ἡ προσφορά τους αὐτή θά φέρει καί τήν δικαία ἀνταπόδοση ἀπό τόν Παντεπόπτη, Δίκαιο καί Φιλάνθρωπο Θεό. Τό ἔργο εἶναι ὡραῖο. Ἀρκεῖ νά ἐπιτελεῖται θεαρέστως.