Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'
Ὁ Σωτήριος Μποτσέας γεννήθηκε τό 1903 στό Προάστιο Καρδαμύλης Μεσσηνίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἀγρότες καί πολύτεκνοι μέ 11 παιδιά. Ἦταν ευσεβείς ἄνθρωποι καί ὅταν ἐπισκεφθῆ κανείς σήμερα τό Προάστιο κάποιο ἀπό τά ἐγγόνια τῆς οἰκογενείας δέν ξεχνᾶ νά δείξη ἕνα μικρό ἐκκλησάκι ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Πελαγία σέ μιά σπηλιά πάνω σέ ἕνα ἀπόκρημνο βράχο, τό ὁποῖο εἶχε χτίσει ὁ πατέρας του Σωτηρίου, ὁ μάστρο – Γεώργης, πού ἦταν καί χτίστης.
Ὁ Σωτήριος σπούδασε στό Γυμνάσιο Καλαμών καί συμμετεῖχε καί σέ ἕνα κύκλο ὀρθόδοξο χριστιανικό πού γινόταν στό σπίτι ἑνός γιατροῦ καί στόν ὁποῖον ἐθυμόταν ὅτι συμμετεῖχε καί ὁ πατήρ Σεραφείμ Παπακώστας. Συνέχισε τίς σπουδές του στή Σχολή Ἀσυρμάτου τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ (τότε Βασιλικοῦ Ναυτικοῦ) καί σταδιοδρόμησε ὡς ἐξαίρετος ἀξιωματικός τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ σέ πολλές θέσεις. Ὑπηρέτησε σέ πολλά πλοῖα, ἀνάμεσα στ' ἄλλα καί στό καταδρομικό «ΕΛΛΗ», ὡς προϊστάμενος τοῦ ἀσυρμάτου. Τίς 15 Αὐγούστου τοῦ 1940 ὅταν ἡ «ΕΛΛΗ» ναυλουχοῦσε στό λιμένα τῆς Τήνου γιά νά τιμήση τήν ἑορτή τῆς Παναγίας, ὁ Σωτήριος Μποτσέας ἦταν ὁ ἀξιωματικός ἐκεῖνος πού ἐπεσήμανε τό Ἰταλικό ὑποβρύχιο καί ἐσήμανε τό συναγερμό κατά τόν τορπιλλισμό. Κατά τόν πόλεμο τοῦ 1940-41 ὑπηρέτησε στό ἀντιτορπιλλικό «ΛΕΩΝ» σέ πολλές περιπολίες καί νηοπομπές μεταφορᾶς στρατευμάτων πρός τό μέτωπο, ἀντιμετωπίζοντας πολλές ἀεροπορικές ἐπιδρομές καί τορπιλισμούς ἀπό ὑδροπλάνα. Κατά τή ναυμαχία τοῦ Ταινάρου διεσώθησαν ὡς ἐκ θαύματος ὅταν τορπίλλη ἀπό Γερμανικό ὑδροπλάνο πέρασε κάτω ἀπό τό «Λέοντα» χωρίς νά τόν ἀγγίξη. Ἀπεστρατεύθη τό 1954 μέ τό βαθμό τοῦ Πλωτάρχου τοῦ Π.Ν.. Ἐτιμήθη δέ μέ τρία μετάλλια.
Τίς δραματικές ἐμπειρίες τοῦ πολέμου, καθώς καί τίς ἀξέχαστες ἀναμνήσεις τῆς νεανικῆς του ζωῆς στή Μάνη, τίς περιέγραψε μέ γλαφυρότητα στά διηγήματα πού συχνά δημοσίευε στή «Ναυτική Ἑλλάδα» καί στόν «Κόσμο τῆς Ἑλληνίδος». Τά διηγήματα αὐτὰ πάλλονται ἀπό ἀγάπη πρός τήν Ἑλλάδα καί διαποτίζονται συγχρόνως ἀπό βαθειά χριστιανική Πίστη. Τά ἔργα αὐτὰ γράφτηκαν σέ συνεργασία μέ τήν ἀγαπημένη του σύζυγο Ζωή, ἡ ὁποῖα ἔκανε τήν κριτική καί τίς διορθώσεις καί ἦταν ἡ ἐμπνεύστρια καί τό στήριγμα του στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς.
Ὁ Σωτήριος Μποτσέας ἦταν ὁ ἄνδρας πού κατώρθωνε νά ἐμπνέη, νά καθοδηγῆ στό σωστό δρόμο, νά μοχθῆ ἀκούραστα καί νά μάχεται στή ζωή καί στόν πόλεμο μέ τίς πιό ἀντίξοες συνθῆκες. Κατάφερνε νά αἰσθάνεται τόν πόνο τοῦ ἁπλοῦ ἀνθρώπου καί νά συμπαραστέκεται σέ πολλούς νέους πού ὑπηρέτησαν μαζί του. Βοήθησε δέ πολλούς ἀπό αὐτούς νά βροῦν ἐργασία καί νά σταδιοδρομήσουν στό Πολεμικό Ναυτικό.
Ἡ μνήμη του θά μείνη ἀξέχαστη ἀπό τά διηγήματα του καί τό παράδειγμα πού ἔδινε ἰδιαίτερα στίς δύσκολες στιγμές, μέ τήν ὀξυδέρκειά του καί τήν ἱκανότητά του νά δείχνη τήν πορεία τοῦ καθήκοντος, τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα καί τήν έμπνευση ἀπό τά μηνύματα τῆς ὀρθοδοξίας, ὁδηγῶντας σέ λιμάνι μέσα ἀπό τίς φουρτοῦνες καί τίς θύελλες τῆς πολυτάραχης ζωῆς πού ἔζησε.
Μέ τόν ἀοίδιμο Σωτήριο Μποτσέα εἶχα οἰκογενειακή γνωριμία εἰς Ἀθήνας, καθ' ὅτι καί ὁ ἰδικός μου κεκοιμημένος πατέρας ἦταν συνάδελφος ἀξιωματικός τοῦ Πολεμικοῦ (τότε Βασιλικοῦ) Ναυτικοῦ, τά δέ βιογραφικά του στοιχεῖα μοῦ τά εἶχε δώσει ὁ υἱός του Διονύσιος, ὁ καί ἐξαίρετος χειρουργός καί καλός φίλος.