Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Ὁ Ἰώβ, ὅπως γράφει ἡ Ἁγία Γραφή, ἦταν ἄνθρωπος ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής. Κατοικοῦσε στήν Αὐσίτιδα χώρα καί εἶχε ἑπτά υἱούς καί τρεῖς θυγατέρες. Ὅλα τά παιδιά του διακρινόντουσαν γιά τήν ἀδελφική τους σύμπνοια καί ὁμόνοια. Ὁ πατέρας τους ὁ Ἰώβ φρόντιζε γιά τά τέκνα του καί προσευχόταν στό Θεό γι’ αὐτά.
Ὅμως ὁ Θεός ἤθελε νά δοκιμάσει τήν εὐσέβεια καί τήν ὑπομονή τοῦ γέροντος Ἰώβ. Ἔτσι ἄφησε νά ἔλθουν πολλά δυστυχήματα στά κτήματά του, τήν περιουσία του ἀλλά καί στήν οἰκογένειά του. Πρῶτον, καταστρέφονται τά ποίμνιά του, ἁρπάζονται τά βόδια του καί οἱ καμῆλες του, ἔπειτα φονεύονται οἱ ὑπηρέτες του καί ὕστερα ὅλα τά παιδιά του θάπτονται ὑπό τά ἐρείπια τῆς οἰκίας του πού κρημνίστηκε ἀπό σφοδρότατη θύελλα. Ὡστόσο ὁ εὐσεβής καί θαυμαστός γιά τήν ὑπομονή του Ἰώβ δέν γογγύζει κατά τοῦ Θεοῦ, δέν ὑβρίζει, δέν ἀγανακτεῖ, δέν λέγει «γιατί σέ μένα Θεέ μου», ἀλλά μοναχά πενθεῖ τά δεινά του καί λέγει: «Γυμνός ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας»!
Ἀλλά ὁ Ἰώβ δοκιμάζεται ἀκόμη περισσότερον. Μία ἀρρώστια, εἶδος λέπρας, ἐλεφαντίαση μέ ἕλκη, καταμαστίζει τό σῶμα του καί πεῖνα καταλαμβάνει τό σπίτι του. Ὁ ἄλλοτε πλούσιος Ἰώβ, τώρα εἶναι πτωχός, πληγωμένος καί ἐγκατελειμμένος. Ἀκόμα καί αὐτή ἡ γυναίκα του ἀντί νά τόν παρηγορήσει, ὡς καλή σύζυγός του, τόν στεναχωρεῖ πιό πολύ καί τόν πικραίνει μέ τά λόγια της. Τοῦ λέγει: «Μέχρι τίνος καρτερήσεις; Τί ἄλλο κακὸ περιμένεις; Ἰδοὺ ὅλα χάθηκαν; Πὲς κάτι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ «τελεύτα» γιά νὰ ξεκουραστεῖς ἀπὸ τοὺς μόχθους σου καὶ τὶς ὀδύνες σου». Ὁ Ἰώβ ὅμως σήκωσε τά μάτια του πρός αὐτήν καί τῆς εἶπε: «Ἵνα τι ὥσπερ μία τῶν ἀφρόνων γυναικῶν ἐλάλησας οὕτως; εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;». Δηλαδή, γιατί μιλᾶς ἔτσι σάν μία ἀνόητη γυναίκα; Ἄν τά καλά δεχθήκαμε ἀπό τό Θεό, δέν πρέπει νά ὑποφέρουμε καί τά κακά;
Ἔπειτα τρεῖς φίλοι τοῦ γέροντος Ἰώβ, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νά τόν παρηγορήσουν, τόν ἔκαμναν πολύ περισσότερο νά λυπηθεῖ διότι τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀφ’ ὅτου ἦλθον (ἐπί ἑπτά ἡμέρες ἔμενον ἄφωνοι, ἐπειδή δέν ἠμπόρουν νά ποῦν κάτι καί νά ἐξηγήσουν τήν δυστυχία τοῦ φίλου τους) ἄρχισαν νά μιλοῦν σ’ αὐτόν καί ζητοῦσαν νά ἀποδώσει τήν αἰτία τῶν παθημάτων μόνον στίς ἁμαρτίες του, ἐνῶ αὐτός ἔλεγε ὅτι ἦταν εὐσεβής καί ἀθῶος. Αὐτό ἔκαμε τόν Ἰώβ νά λυπηθεῖ καί νά καταρᾶται τήν ἡμέρα πού γεννήθηκε. Ὁ λόγος αὐτός ὅμως ἦταν ἁμαρτία πού δείχνει ὅτι ὁ Ἰώβ δέν ἦταν τέλειος. Τότε παρουσιάζεται ἕνας ἄγγελος, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι πολλές φορές οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ αἰτία τῆς τιμωρίας τους, ἀλλά καί ὁ Θεός κάποτε δοκιμάζει γιά τό καλό τούς πιστούς καί τούς εὐσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν πρέπει νά ὑπερηφανεύονται γιά τήν εὐσέβειά τους, οὔτε νά νομίζουν ὅτι τά ξέρουν ὅλα. Ὁ Ἰώβ ἀκούγοντας αὐτά συγκινεῖται καί καταλαβαίνει ὅτι ἐλέγχεται ἀπό τό Θεό. Δέχεται τόν ἔλεγχο καί μετανοεῖ. Κάμνει τήν προσευχή του καί ζητεῖ τήν συγχώρηση.
Τότε λαμβάνει ἀπό τό Θεό τήν συγχώρηση καί ἀνταμείβεται γιά τήν ὅλη στάση του, γιά τήν ὑπομονή του. Θεραπεύτηκε ἀπό τήν ἀσθένειά του καί ἀπέκτησε ἄλλους ἑπτά υἱούς καί τρεῖς θυγατέρες καί διπλάσια κτήματα. «Ὁ Κύριος εὐλόγησε τά ἔσχατα Ἰώβ ἤ τά ἔμπροσθεν». Ἔζησε 240 ἔτη και ἐτελεύτησε πανευτυχής.
Ἔμεινε σέ μᾶς ἡ σπουδαία φράση: «Ἰώβειος ὑπομονή». Δηλαδή νά εἶναι γιά μᾶς ὑπόδειγμα ἡ ὑπομονή του. Ὑπομονή σ’ ὅλα. Πολλή ὑπομονή, καθ’ ὅτι «μακάριος ἀνήρ ὅς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς, ὅν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Ἰακ. 1, 12).