Ἑορτάζουμε τό μεγάλο καί χαρμόσυνο γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ο Θεός Πατέρας ἀπέστειλε τόν Μονογενῆ Υἱό Του Σωτῆρα καί Λυτρωτή τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τό μέγα Μυστήριο, τό θεῖο καί ἱερό, τό ὁποῖο «οὐ φέρει ἔρευναν», ἀλλά «πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν».
Ἀξίζει νά προσεγγίσουμε τό Μυστήριο αὐτό μέ βοηθούς τούς Προφῆτες, τούς Εὐαγγελιστές, τούς θεοφόρους ἁγίους Πατέρες, τούς ἱερούς ὑμνογράφους καί μελωδούς. Καί αὐτό γιατί οἱ Προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης ἐξήγγειλαν αἰῶνες πρό τῆς Γεννήσεως τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ Εὐαγγελιστές καί κυρίως ὁ Λουκᾶς καί ὁ Ματθαῖος, ἱστόρησαν τό ἀληθινό ἱστορικό γεγονός ὥστε νά ἀκυρωθεῖ κάθε μυθολογία, οἱ σοφοί ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεολόγησαν μέ τούς λόγους καί τά συγγράμματά τους μέ σταθμό τήν ἐνανθρώπηση καί ἑρμήνευσαν τό ὅλο νόημα τῆς ἑορτῆς γιά τούς πιστούς καί τέλος οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι καί ποιητές ἀνέπεμψαν ὕμνους καί ὠδές ἀλλά καί δοξολόγησαν καί μελώδησαν τόν Γεννηθέντα Ἰησοῦν Χριστόν. Προφῆτες, Εὐαγγελιστές, Πατέρες, Ὑμνογράφοι ἐνώπιόν μας.
α) Οἱ Προφῆτες:
Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἐξήγγειλε τήν Γέννηση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ιησού Χριστοῦ καί διά τῶν προφητῶν Του καί ἀνήγγειλε ὄχι ἁπλῶς τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο ἀλλά καί τήν λύτρωσή του ἀπό τήν ἁμαρτία. Σημειώνουμε ἐνδεικτικά:
Ὀκτακόσια χρόνια πρό τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ μεγαλώνυμος προφήτης Ησαΐας, ὁ καί ἀποκληθείς «πέμπτος Εὐαγγελιστής», γράφει γιά τήν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἔξει, καί τέξεται υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ», δηλαδή: «Νά, ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει Υἱό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ» (πού σημαίνει «ὁ Θεός εἶναι μαζί μας») (Ησαΐας. 7,14). Καί συμπληρώνει ἀκόμη, ὅτι θά φύγει τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καί θά ἔλθει τό φῶς τῆς ἀλήθειας γιά ὁλάκερη τήν ἀνθρωπότητα. «Ὁ λαός ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα˙ οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ ὑμᾶς», δηλαδή: «Λαέ, πού ζεῖς στό σκοτάδι, δές φῶς μεγάλο˙ σέ σᾶς πού κατοικεῖτε στή χώρα καί στή σκιά τοῦ θανάτου, φῶς θά λάμψει ἐπάνω σας» (9,2).
Βλέπει ἀκόμη ὁ Ἡσαΐας καί εὐφραίνεται καί διακηρύττει τό μήνυμα της λυτρώσεως ἀπό τήν ἁμαρτία σάν νά ἦταν ἕνα γεγονός τότε τετελεσμένο. Λέγει ὁ προφήτης: «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν» (9,6). Γεννήθηκε ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου. «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν». Ἀλλά τό «Παιδίον» αὐτό δέν εἶναι ἁπλοῦς ἄνθρωπος. Ἡ ζωή του δέν ἄρχισε ἀπό τήν στιγμή πού γεννήθηκε. Ὑπάρχει «πρό πάντων τῶν αἰώνων». Εἶναι Υἱός τῆς Παρθένου καί συνάμα Υἱός τοῦ Θεοῦ. Εἶναι «Παιδίον νέον» κατά τήν ἀνθρωπίνη φύση, ἀλλ' ὡς Θεός εἶναι «Παλαιός τῶν ἡμερῶν». Παιδίον! Νήπιον ὁ ἄπειρος Θεός. Τοῦτο, λοιπόν, εἶναι τό μέγα καί ἀσύλληπτο καί ἀνερμήνευτο μέ τήν ἀνθρώπινη λογική γεγονός. Δέν ἐπιδέχεται μάλιστα τοῦτο τό Μυστήριο ἔρευνα. Εἶναι τό καταπληκτικό γεγονός ἀπό ὅσα ἀνέγραψε καί θά ἀναγράψει ἡ ἱστορία μέχρι τῆς συνεπείας τῶν αἰώνων. Στή συνέχεια, ὁ προφήτης θά προσθέσει καί θά προφητεύσει καί γιά τίς θεϊκές ἰδιότητες τοῦ «Παιδίου». Ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά, ἤτοι: «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγεννήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», δηλαδή: «Θά γεννηθεῖ παιδί γιά μᾶς, παιδί μᾶς δόθηκε, πού ἡ ἐξουσία του ὑπάρχει ἀπ' τήν ἀρχὴ ἐπάνω στούς ὤμους του καί τό ὄνομά του θά εἶναι ἀγγελιαφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς (τοῦ Θεοῦ), θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (9,6).
*
Ἕνας ἄλλος προφήτης, ὁ Ἱερεμίας (γύρω στά 600 π.Χ.), ἐκτός τῶν ἄλλων, προφήτευσε τό θρῆνο γιά τή σφαγή τῶν νηπίων ἀπό τόν Ἡρώδη: «Φωνή ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη θρήνου καί κλαυθμοῦ καί ὀδυρμοῦ˙ Ραχήλ ἀποκλαιομένη οὐκ ἤθελε παύσασθαι ἐπί τοῖς υἱοῖς αὐτῆς, ὅτι οὐκ εἰσίν». Δηλαδή: «Στήν περιοχή Ραμά ἀκούστηκε θρήνος καί κλάματα καί ὀδυρμός. Εἶναι ἡ Ραχήλ πού ἔκλαιγε καί δέν ἤθελε νά παρηγορηθεῖ γιά τά παιδιά της, ἀφοῦ πιά αὐτά δέν ζοῦν» (Ἱερ. 38,15). Εἶναι φοβερό τό γεγονός. Ἡ ἀνθρώπινη κακία στό πρόσωπο τοῦ Ἡρώδη. Ζητεῖ μέσα στόν παραλογισμό τῆς ἐξουσιομανίας καί ἐγωπάθειας του νά φονεύσει τό γεννηθέν Νήπιον. Καί ἐπειδή δέν ἦταν σέ θέση νά ἐξακριβώσει ποῖος εἶναι ὁ τεχθείς Βασιλεύς, διέταξε τόν φόνο ὅλων τῶν ἀθώων νηπίων τῆς Βηθλεέμ καί τῆς περιχώρου. Οἱ ὑπηρέτες του σφάζουν τά ἀθῶα νήπια καί ἀντήχησαν κοπετοί καί θρῆνοι. Οἱ γονεῖς ἔκλαιγαν καί ὅλος ὁ λαός γιά τό δρᾶμα αὐτό. Καί τά μέν νήπια λευκοί ἄγγελοι ἐπτερούγησαν στούς οὐρανούς, ὁ δέ φθονερός Ἡρώδης βασανιζόμενος, ἀπέθανε μισούμενος ἀπ' ὅλους. Τά νήπια καθίστανται οἱ πρῶτοι ἁγνοί καί ἀθῶοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὁ κακός καί παράνομος Ἡρώδης δέν θά ματαιώσει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ο Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ θά ἔμενε Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν κακία καί τήν ἔχθρα.
*
Τήν ἄσημη Βηθλεέμ, ὡς τόπο γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, προφητεύει ὁ προφήτης Μιχαίας. «Καί σύ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἰ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα˙ ἐκ σοῦ γάρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τόν λαόν μου τόν Ἰσραήλ» (Μιχ. 5,1). Καί σύ Βηθλεέμ, πού περιλαμβάνεσαι εἰς τήν περιοχήν τῆς φυλῆς Ἰούδα, μολονότι φαίνεσαι μικρόν καί ἄσημον χωρίον, δέν εἶναι καθόλου ἀσήμαντος μεταξύ τῶν μεγάλων πόλεων τῆς φυλῆς Ἰούδα. Διότι ἀπό σέ θά προέλθῃ ἄρχων, ὁ ὁποῖος θά ποιμάνῃ τόν λαόν μου τόν Ἰσραήλ.
Πράγματι, ἡ Βηθλεέμ δέν ἦταν ἀπό τίς μεγάλες πόλεις τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους. Ἦταν, παρ' ὅτι κοντά στά Ἱεροσόλυμα σέ ἀφάνεια, σάν νά μήν ὑπῆρχε. Ἦλθε ὅμως ἡ ἡμέρα στό διάβα τῆς Ἱστορίας ὅπου ἡ Βηθλεέμ φωτίστηκε ἀπό οὐράνιο φῶς καί δοξάστηκε ἀνά τούς αἰῶνες. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ πενιχρή φάτνη σ' ἕνα ἀπό τά σπήλαιά της καί ἐκεῖ στάθηκε τό λίκνο τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Ἀναρίθμητοι στρατιές ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων ἀνεβοκατέβαιναν ἀπό τόν οὐρανό τῆς Βηθλεέμ. Καί ἁπλοί ποιμένες τῆς μικρῆς αὐτῆς πόλεως ἄκουσαν τήν νύκτα ἐκείνη τῆς Γεννήσεως τόν ὑπέροχο ὕμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη». Ἐκεῖ στήν ἄσημη Βηθλεέμ πρωτοακούστηκε ἡ σωτηρία καί θεόσδοτη εἰρήνη.
*
Στή συνέχεια ἔρχεται ὁ δίκαιος Βαρούχ. «Ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38) θά πεῖ καί ὁ Βαρούχ (6ος π.Χ.). Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός θέλησε νά ἀποκαλυφθεῖ, νά φανερωθεῖ. Σαρκώθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου. Γεννήθηκε στή Βηθλεέμ. Εἶναι ἱστορικό πρόσωπο. Δέν εἶναι μῦθος ὁ Χριστός οὔτε διανοητικό κατασκεύασμα. Ὁ Θεός «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη». Ὁ Θεός, λοιπόν, ὁ αἰώνιος καί ἄναρχος, στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο μας, συνανεστράφη τούς ἀνθρώπους. Τούς ἀνθρώπους μέ σάρκα καί ὀστᾶ, ὅπως ἐμεῖς. Τό καταπληκτικό αὐτό γεγονός ἄρχισε μέ τά Χριστούγεννα. Τά πρῶτα Χριστούγεννα τοῦ κόσμου.
β) Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας:
Ὅσο διαβάζουμε τούς λόγους τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τόσο διαισθανόμαστε τήν ἔκπληξη καί τό ἱερό θάμβος τῶν Πατέρων μπροστά στό θεῖο Μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὁ ἴδιος ὁ Ἱ. Χρυσόστομος λέγει πολύ χαρακτηριστικά: «Συγχώρησέ με, παρακαλῶ, γιατί θέλω ἀπό τήν ἀρχή νά σταματήσω τόν λόγο. Φοβᾶμαι νά προχωρήσω στήν ἔρευνα τοῦ μεγάλου μυστηρίου (τῆς σαρκώσεως). Μέ ποιό τρόπο καί πρός τά ποῦ νά στρέψω τό τιμόνι τοῦ νοῦ γιά νά πηδαλιουχήσω τό σκάφος τοῦ λόγου;» (ΕΠΕ, 35 σελ. 469).
Καί βέβαια ὁ πρύτανις τῶν ἱεροκηρύκων, ὁ χρυσορρήμων λέγει: «Ἀλλά τί νά πῶ ἤ πῶς νά μιλήσω; Διότι μέ γεμίζει ἀπό κατάπληξη τό θαῦμα. Ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν ἔγινε παιδί, ἐκεῖνος πού κάθεται σέ θρόνο ψηλό καί μεγαλοπρεπῆ, τοποθετεῖται σέ φάτνη, ὁ ἀπλησίαστος, ὁ ἀπέριττος, ὁ ἀσύνθετος καί ἀσώματος τυλίγεται μέ ἀνθρώπινα χέρια, ἐκεῖνος πού σπάζει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σέ σπάργανα, ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ θέλησή του. Διότι θέλει τήν ἀτιμία νά τήν μεταβάλει σέ τιμή, τήν ἀδοξία νά τήν ἐνδύσει μέ δόξα, τήν κατάσταση τῆς προσβολῆς νά τήν μεταβάλει σέ τρόπο ἀρετῆς. Γι' αὐτό λοιπόν λαμβάνει τό σῶμα μου, γιά νά χωρέσω ἐγώ μέσα μου τόν Λόγο αὐτοῦ˙ καί, ἀφοῦ ἔλαβε τό σῶμα μου, μοῦ δίνει τό Πνεῦμα του, ὥστε, δίνοντας αὐτός σέ μένα καί παίρνοντας ἀπό μένα, νά μοῦ προσφέρει τόν θησαυρό τῆς αἰώνιας ζωῆς. Παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μέ ἁγιάσει καί μοῦ δίνει τό Πνεῦμα του, γιά νά μέ σώσει» (ὅπ. παρ. σελ. 473).
Καταλήγει δέ τόν ὑπέροχο αὐτόν λόγο του πού ἐπιγράφεται: «Λόγος εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» μέ τήν προτροπή: «Ἐλᾶτε, λοιπόν, νά ἑορτάσουμε, ἐλᾶτε νά πανηγυρίσομε. Πράγματι εἶναι παράξενος ὁ τρόπος τῆς ἑορτῆς, ἐπειδή εἶναι παράξενος καί ὁ λόγος τῆς γεννήσεως αὐτοῦ. Διότι σήμερα λύθηκαν τά μακροχρόνια δεσμά, ὁ διάβολος καταντροπιάσθηκε, οἱ δαίμονες δραπέτευσαν, ὁ θάνατος καταργήθηκε, ὁ παράδεισος ἀνοίχθηκε, ἡ κατάρα ἐξαφανίσθηκε, ἡ ἁμαρτία διώχθηκε μακριά, ἡ πλάνη ἀπομακρύνθηκε, ἡ ἀλήθεια ἐπανῆλθε, καί ὁ λόγος τῆς εὐσέβειας σπάρθηκε καί διαδόθηκε παντοῦ˙ ὁ οὐράνιος τρόπος ζωῆς φυτεύθηκε στή γῆ, οἱ ἄγγελοι ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἀνθρώπους, καί οἱ ἄνθρωποι χωρίς φόβο συνομιλοῦν μέ τούς ἀγγέλους. Γιατί; Ἐπειδή ὁ Θεός ἦρθε στή γῆ καί ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στόν οὐρανό» (ὅπ. παρ. σελ. 481).
*
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος νωρίτερα εἶχε θεολογήσει γράφοντας στόν λόγο του «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως» ἤτοι: «Αὐτός (= ὁ Χριστός) ἔγινε ἄνθρωπος οὕτως ὥστε ἐμεῖς νά θεοποιηθοῦμε καί Αὐτός ἐφανέρωσεν τόν ἑαυτόν Του σωματικῶς ὥστε ἐμεῖς νά λάβουμε γνώση τοῦ ἀοράτου Πατρός» (PG 25, 192).
Γι' αὐτόν τόν πλοῦτο τῆς θεότητος μέσα μας θά γράψει καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀπεριόριστος, ὁ ἀσώματος, ἡ ἀρχή ἐκ τῆς ἀρχῆς, τό φῶς ἐκ τοῦ φωτός, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, τό ἀποτύπωμα τοῦ πρωτοτύπου κάλλους, ἡ ἀκίνητος σφραγίς, ἡ ἀμετάβλητος εἰκών, ὁ λόγος τοῦ Πατρός ἔρχεται εἰς τήν ἰδικήν του εἰκόνα καί ἐνδύεται τό ἀνθρώπινο σῶμα πρός χάριν τοῦ ἀνθρώπου καί συνδέεται μέ νοεράν ψυχήν πρός χάριν τῆς ἰδικῆς μου ψυχῆς, καθαρίζων τό ὅμοιον μέ τό ὅμοιον, καί γίνεται ἄνθρωπος εἰς ὅλα, ἐκτός τῆς ἁμαρτίας... Ἐκεῖνος, πού ὑπάρχει, γίνεται (ἄνθρωπος)˙ καί ὁ ἄκτιστος (ὁ μή δημιουργηθείς) κτίζεται (δημιουργεῖται)... καί ἐκεῖνος, πού χορηγεῖ τόν πλοῦτον, γίνεται πτωχός προσλαμβάνει τήν πτωχείαν τοῦ (ἀνθρωπίνου) σώματός μου, διά νά λάβω ἐγώ τόν πλοῦτον τῆς θεότητός του. Καί αὐτός, πού εἶναι πλήρης (ἀπό τά ἀγαθά τῆς θείας φύσεως), ἀποβάλλει τό θεῖον μεγαλεῖον του διότι ἀποξενώνεται ἐπ' ὀλίγον χρόνον ἀπό τήν δόξαν του, διά νά πάρω ἐγώ μέρος ἀπό τόν ἰδικὸν του πλοῦτον (τῶν θείων ἀγαθῶν)» (PG 36, 633-636).
*
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν καί τά δύο ἐρωτήματα πού θέτει ὁ μεγάλος τῆς δογματικῆς θεολογίας πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (8ος αἰ.). Ἐρωτᾶ: α) Γιατί ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός καί ὄχι ὁ Πατήρ, οὔτε τό Ἅγιον Πνεῦμα; καί β) Τί κατόρθωσε μέ τήν ἐνανθρώπηση ὁ Υἱός; Ἀπαντᾶ στήν «Ἔκδοσι ἀκριβῆ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως» ὁ ἴδιος: «Πατέρας εἶναι ὁ Πατέρας καί ὄχι Υἱός. Υἱός εἶναι ὁ Υἱός καί ὄχι Πατέρας, Πνεῦμα Ἅγιο τό Πνεῦμα καί ὄχι Πατέρας οὔτε Υἱός˙ γιατί ἡ ἰδιότητα εἶναι ἀκίνητη. Ἤ πῶς θά μποροῦσε νά κινεῖται καί νά ἀλλάζει; Γι' αὐτό ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά μείνει ἡ ἰδιότητα ἀκίνητη˙ ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος ἀφοῦ σαρκώθηκε ἀπό τήν ἁγία Παρθένο καί δέν ἔχασε τή δική του ἰδιότητα. Καί ἐνανθρώπησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γιά νά χαρίσει ξανά στόν ἄνθρωπο αὐτό, γιά τό ὁποῖο τόν δημιούργησε˙ τόν ἔκανε κατ' εἰκόνα του, νοερό καί αὐτεξούσιο καί καθ' ὁμοίωση. Ἀφοῦ δέ κατέστησε τόν ἄνθρωπο κοινωνό μέ τόν ἑαυτό του, τόν ἀνέβασε μέ τήν κοινωνία του πρός τό ἄφθαρτο» (όπ. παρ. σελ. 425).
*
Ὁ Πρόκλος, ὁ διάκονος τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου καί Πατριάρχης Κων/λεως (5ος αἰ.) γράφει στόν Β' Λόγο του «Εἰς τήν Ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»: «Διά τήν ἡμέραν τῆς ἐνανθρωπήσεως ὁμιλῶ, ὅταν ἡ Παρθένος ἐμιμήθη τόν οὐρανόν. Ὅταν ἀπό τήν κοιλίαν της ἐξεπήδησαν ἀκτῖνες. Ὅταν τό Φῶς μετεσχηματίσθη καί ἔλαβε ἀνθρωπίνην μορφήν. Ὅταν ἡ γέννησις τοῦ γεννηθέντος, δέν ὑπῆρξε ἀρχή, ἀλλά ἀνατολή... Ὅταν ὁ Κύριος Θεός ὤν ἐπί τῆς γῆς ἐφανερώθη καί διά τῆς Παρθένου ἦλθε σωματικῶς ἐκεῖ ὅπου καί προηγουμένως ἦτο πάντοτε παρών. Καί ἡ γέννησις δέν τόν ἠλάττωσε. Καί ἡ σάρκωσις τήν ἄκτιστον φύσιν του δέν τήν ἠλλοίωσεν. Ἀλλ' ἡ κτιστή μορφή τόν κτίστην ἐμορφοποίησε καί τόν ἀχώρητον σαρκωθέντα ὁ κόσμος ἐχώρησε» (PG 65,700 ἑπ.).
*
Ὁ δέ Βασίλειος Σελευκείας (5ος αἰ.) θά χαράξει αὐτές τίς τόσο θαυμάσιες γραμμές γιά τήν Παρθένο Μαριάμ, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο: «Ὅταν ἡ Θεοτόκος ἔμεινε μόνη μέ τόν μικρόν Ἰησοῦν εἰς τήν ἀγκάλην της, ἀλλά καί ἀπό δέος, αὐτά περίπου θά ἔλεγεν εἰς τόν Υἱόν της: Πῶς, Υἱέ μου, νά ἀπευθυνθῶ πρός Σέ; Ὡς πρός ἄνθρωπον; Ἀλλά θεϊκήν εἶχες τήν σύλληψιν. Ὡς πρός Θεόν; Ἀλλά ἀνθρωπίνην ἔλαβες σάρκωσιν. Τί λοιπόν νά πράξω ἀπέναντί Σου; Νά γαλακτοτροφήσω ἤ νά θεολογήσω; Ὡς μητέρα νά Σέ περιποιηθῶ ἤ ὡς δούλη νά Σέ προσκυνήσω; Ὡς τέκνον μου νά Σέ ἐναγκαλισθῶ ἤ ὡς νά εὑρίσκωμαι ἐμπρός εἰς τόν Θεόν μου νά πέσω εἰς τά γόνατα καί νά προσευχηθῶ; Νά Σοῦ δώσω γάλα ἤ νά Σοῦ προσφέρω θυμίαμα; Τί εἶναι αὐτό τό μέγα θαῦμα, τό ὁποῖον βλέπω ἐμπρός μου; Ὁ οὐρανός εἶναι ὁ θρόνος Σου καί ἰδική μου ἀγκάλη Σέ βαστάζει. Ὁλόκληρος ἐδῶ κάτω εἰς τήν γῆν ἦλθες, ἀλλά καθόλου δέν ἀπεχωρίσθης ἀπό τούς κόλπους τοῦ Πατρός. Διότι δέν ἔγινε τοπική κατάβασις, ἀλλά ἐπραγματοποιήθη θεϊκή συγκατάβασις. Ὑμνῶ, Υἱέ μου, τήν φιλανθρωπίαν Σου. Δέν ἠμπορῶ ὅμως νά ἐρευνήσω τήν οἰκονομίαν Σου».
Ἔτσι ὁμιλοῦν καί γράφουν οἱ θεοφόροι, σοφοί καί ἅγιοι Ἕλληνες Πατέρες.
γ) Οἱ Εὐαγγελιστές:
Τήν γέννηση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἱστοροῦν οἱ Εὐαγγελιστές. Οἱ Ματθαῖος καί Λουκᾶς στά Εὐαγγέλιά τους πού βρίσκονται στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης γράφουν γιά τήν Θεία Γέννηση. Δηλώνουν συνάμα τό «οὐ σεσοφισμένοις μύθοις (=μέ ἔξυπνους φτιαγμένους μύθους) ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καί παρουσίαν, ἀλλ' ἐπόπται (αὐτόπτες μάρτυρες) γενηθέντες τῆς Ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β' Πέτρ. 1,16).
Κατ' ἀρχήν, τά Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Λουκᾶ ὅπως καί τά ἄλλα δύο, ἐκεῖνα τοῦ Μάρκου (τό ἀρχαιότερο) ὡς τοῦ Ἰωάννου (τό θεολογικότερο) κατέχουν ὅλα τά σοβαρά στοιχεῖα, ἤτοι: Τήν ἀξιοπιστία, τήν γνησιότητα καί τήν ἀκεραιότητα (Βλ. Ἀγουρίδου Σάββα, Εἰσαγωγή εἰς τήν Κ. Διαθήκην, Ἀθῆναι 1971, σελ. 15-16).
Εἰδικότερα σχετικά μέ τήν Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
*
Ὁ Ματθαῖος, ὅταν στό α' κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του, μέ τό ὁποῖο ἀρχίζει ἡ Καινή Διαθήκη, γράφει τήν γενεαλογία, ἀπαριθμεῖ τούς προγόνους τοῦ Χριστοῦ κατά τήν κατιοῦσα τάξη ἀρχίζοντας ἀπό τόν Ἀβραάμ ἀντί τοῦ Ἀδάμ, ἤτοι: «Ἀβραάμ ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ, Ἰσαάκ δέ ἐγέννησε τόν Ἰακώβ...» (Ματθ. Α' 2) (καθ' ὅτι ὁ ἀνήρ γεννᾶ, ἡ δέ γυνή τίκτει), ἐνῶ ὁ Λουκᾶς υἱοθετεῖ τήν ἀνιοῦσα τάξη, ἤτοι: «Καί αὐτός ἦν Ἰησοῦς, ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος ὤν, ὡς ἐνομίζετο, υἱός Ἰωσήφ, τοῦ Ἠλί, τοῦ Ματθάν... τοῦ Ἐνώς, τοῦ Σήθ, τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. Γ' 23,28). Ἔπειτα ὁ Ματθαῖος μᾶς ἀναφέρει τήν προσκύνηση τῶν Μάγων, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς μᾶς περιγράφει τό χαρμόσυνο μήνυμα στούς ποιμένες ἀπό τόν ἄγγελο, τήν ὅλη ἀγγελική δοξολογία καί τήν ἐπίσκεψη τῶν ποιμένων στό θεῖο βρέφος. Ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ἀναφέρει καί τήν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος ὅταν γράφει ὅτι μέ τήν ἀφορμή τῆς ἀπογραφῆς πού εἶχε διατάξει συγκεκριμένα ὁ καῖσαρ Αὔγουστος, ὁ Ἰωσήφ μετά τῆς Μαρίας μετέβη στή Βηθλεέμ στόν τόπο τῆς πατρώας καταγωγῆς, προκειμένου νά τύχουν τῆς νομικῆς ἀπογραφῆς.
Στή συνέχεια, τήν Βηθλεέμ τήν ἀναφέρουν καί οἱ δύο Εὐαγγελιστές (Ματθαῖος καί Λουκᾶς), ὡς τόν τόπο γέννησης τοῦ Ἰησοῦ. Περαιτέρω ὁ Ματθαῖος δύο φορές ὑπογραμμίζει τήν φράση «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Στό στίχο 18 γράφει: «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν˙ μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» καί στόν στίχο 20 «τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματος ἐστιν Ἁγίου».
Ἔπειτα εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό ἱερό κείμενο γράφει στόν στίχο 21 τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου «τέξεται δέ υἱόν». Δέν γράφει «τέξεταί σοι». Τό γεννηθέν εἶναι πάσης τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀξίζει ὅμως νά προχωρήσουμε καί στήν ἀλληγορική ἑρμηνεία μερικῶν φράσεων εὐαγγελικῶν κειμένων πού ἀναφέρονται στό γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὀφείλουμε βέβαια νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ σπουδαιοτέρα καί περιεκτικοτέρα φράση στά ἱερά Εὐαγγέλια βρίσκεται στήν φράση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου ὅπου ἀναγράφεται: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. 1,14).
*
Ὡστόσο ἐμεῖς στό ἄρθρο μας αὐτό θά περιορισθοῦμε στούς δύο Εὐαγγελιστές Ματθαῖον καί Λουκᾶν. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε μερικές ἀξιοπρόσεκτες φράσεις πού κρύβουν βαθύτατο πνευματικό νόημα. Εἰδικότερα, ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει: «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. 1,23).
«Ἐμμανουήλ». Τό ἑβραϊκό αὐτό ὄνομα μεταφράζεται στά Ἑλληνικά: Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Καί παρατηροῦμε ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει καί τά δύο ὀνόματα Ἰησοῦς καί Ἐμμανουήλ, τό πραγματικό καί τό προφητικό. Τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο. Ἐμμανουήλ, λοιπόν. «Ὁ Θεός μεθ' ἡμῶν» καί μεῖς ὁ λαός Του. Αὐτό εἶναι τό σπουδαῖο. Ὁ ἄπειρος Θεός γιά τήν πολλή του ἀγάπη ἔγινε ἄνθρωπος. Μᾶς συνανεστράφη, ἔζησε ἀνάμεσά μας, ὡς νά ἦταν ἕνας ἀπό μᾶς. Καί τό πλέον πνευματικό ὑπέροχο εἶναι τό γεγονός ὅτι συγκαταβαίνει τόσο πολύ, ὥστε νά κατοικεῖ καί στήν ψυχή τοῦ καθενός πιστοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Χριστός «ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν» γιά τήν σωτηρία μας. «Οὐδέν ἄλλο δηλοῖ τό «καλέσουσιν Ἐμμανουήλ» - λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος- ἤ ὅτι ὄψονται Θεόν μετά τῶν ἀνθρώπων˙ ἀεί μέν γέγονε μετά τῶν ἀνθρώπων, οὐδέποτε δέ οὕτω σαφῶς».
-«Πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. 2,11). Οἱ Μάγοι, οἱ σοφοί καί πλούσιοι καί ἄρχοντες ἦλθαν καθοδηγούμενοι ἀπό τόν ἀστέρα βρῆκαν τό Παιδίον. Τότε «πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ». Ἔπεσαν κατά γῆς καί τό προσκύνησαν. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες εἶχαν παρουσιαστεῖ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως Ἡρώδη. Καί ὅμως καμμία ἀπολύτως τέτοια κίνηση. Ἐκεῖνον τόν βασιλέα, δέν τόν προσκυνοῦν. Μόνον τόν Ἰησοῦν, παρ' ὅτι Νήπιον καί τοῦτο γιατί ἄν καί ἔβλεπαν ἐνώπιόν τους ἕνα Βρέφος, τά μάτια τῆς ψυχῆς τους αἰσθανόντουσαν καί ἔβλεπαν τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό καί τόν Θεό τόν προσκυνοῦμε. Οἱ σοφοί μάλιστα αὐτοί Μάγοι ἐκπροσωποῦν καί τούς πεπαιδευμένους ἀνθρώπους, τούς ἐπιστήμονες ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔτσι καί οἱ σοφοί καί οἱ ἐπιστήμονες προσκυνοῦν ταπεινά Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ ἄπειρος σοφία, ἡ τοῦ Θεοῦ σοφία.
-Μιά ἄλλη φράση εἶναι:«Δι' ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν» (Ματθ. 2,11-12). Οἱ Μάγοι ἔκαναν μία μεγάλη καί δύσκολη πορεία. Ἐπέρασαν βουνά, πεδιάδες, ποταμούς, χωρία καί κωμοπόλεις. Ὁ σκοπός τοῦ ταξιδιοῦ τους ἦταν νά ἱκανοποιήσουν τήν ἐπιθυμία πού φλόγιζε τήν καρδιά τους, δηλαδή νά φθάσουν τόν Ἄφθαστο. Νά ἐγγίσουν τόν αἰώνιο Βασιλέα. Ἦταν τόση ἡ δίψα τους γιά τόν σαρκωθέντα Θεό, τοῦ Ὁποίου τό ἀστέρι ἔλαμπε στόν οὐρανό, ὥστε δέν ὑπελόγισαν κόπους καί μόχθους. Ὁ πόθος τους νά δοῦν, νά δεχθοῦν ἕνα κάποιο μήνυμα Του, τούς ἔκανε νά ψάχνουν, νά μοχθοῦν, νά περπατοῦν καί νά ρωτοῦν: «Ποῦ ὁ Χριστός γεννᾶται»; Καί αὐτός ὁ πόθος πραγματοποιήθηκε. Εὑρῆκαν τόν Χριστό, τό Παιδίον Ἰησοῦς. Τότε γονάτισαν, προσεκύνησαν καί πρόσφεραν τά δῶρα τους. Χρυσόν πού συμβολίζει τήν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, λίβανον γιά τήν θεότητα καί σμύρνα γιά τήν ταφή Του. Καί ἔπειτα ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τόν σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς τους «δι' ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν». Ἀλληγορικά σημαίνει ὅτι ὅποιος ἀνακαλύπτει τόν Σωτῆρα δέν μπορεῖ πλέον νά ἐπιστρέφει ἀπό τόν ἴδιο δρόμο τῆς ἁμαρτωλῆς του καταστάσεως. Ὅποιος γνωρίζει οὐσιαστικά τόν Χριστό μετανοεῖ, ἀλλάσσει ζωή καί βιώνει πλέον μιά καινούργια ἐν Χριστῷ βιοτή.
*
Ὁ ἄλλος ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔχει τήν φράση: «Ἐτέχθη ὑμῖν Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. 2,11). Δηλαδή, ὁ ἄγγελος εἶπε στούς ποιμένες ὅτι γεννήθηκε σήμερα γιά σᾶς Σωτήρ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός.
Αὐτό τό «ὑμῖν», γιά ἐσᾶς, ἀφορᾶ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Οὐράνιος Πατέρας δέν μᾶς λησμόνησε. Οὔτε μᾶς περιεφρόνησε καί μᾶς ἀπαρνήθηκε. Ὅσο καί ἄν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τόν Πλάστη καί Δημιουργό μας, Ἐκεῖνος βρισκόταν πάντοτε δίπλα μας καί περίμενε τήν κατάλληλη ὥρα γιά νά μᾶς ἐπαναφέρει στό Παράδεισο τῆς δόξας. Τό «ὑμῖν» λοιπόν εἶναι γιά ὅλους μας, τό ἀνθρώπινο γένος.
Παρατάσσει, ἐπιπλέον, ἐκεῖνος ὁ ἄγγελος, ὁ εὐαγγελιζόμενος τούς ποιμένες, τίς ὀνομασίες καί τίς ἰδιότητες τοῦ ἀρτιγέννητου βρέφους, τόν Ὁποῖον ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός ἀπέστειλε στόν κόσμο, ἤτοι «Σωτήρ», «Χριστός», «Κύριος». Εἶναι ὁ «Σωτήρ» ἀπό τήν ἁμαρτία πού εἰσῆλθε στόν κόσμο μέ τήν παρακοή τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ. Εἶναι «Χριστός» κεχρισμένος ὄχι μέ τό τυπικό ἐκεῖνο ἔλαιον τῆς σκιᾶς τοῦ νόμου, ἀλλά μέ τό πνευματικό ἔλαιον τῆς θείας χάριτος, τό ὁποῖο αὐτό τό πλήρωμα τῆς θεότητος τό σωματικῶς «ἐν αὐτῷ κατοικῆσαν» ἐξέχυνε πλούσια στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Εἶναι «Κύριος», δηλαδή ἄν καί βλέπουμε ἀσθενές καί πτωχό καί ἀδύναμο νήπιο, ἐν τούτοις κρύπτεται σ' Αὐτό ἡ παντοδυναμία Του.
Ἔπειτα ἀναφέρει: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Αὐτόν τόν ὕμνον ἔλεγαν κατεβαίνοντας ἀπό τόν οὐρανό καί ἀνεβαίνοντας οἱ στρατιές τῶν Ἀγγέλων, τήν ἁγία νύκτα τῶν Χριστουγέννων καί ἔτσι πανηγυρικά χαιρετοῦσαν καί ἔφερναν στήν ἀνθρωπότητα τό χαρμόσυνο μέγα μήνυμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἀλήθεια, τά Χριστούγεννα φέρνουν τήν οὐσιαστική καί αὐθεντική εἰρήνη στόν κόσμο. Τήν χριστιανική εἰρήνη, τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ «Ἄρχων τῆς εἰρήνης». Εἶναι «ὁ εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ τόν κόσμον» (Κολ. 1,20). Ἄλλωστε ὁ Ἴδιος εἶπε: «Εἰρήνη ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν». (Ἰω. 14,27). Εἶναι ὁ Γεννηθείς, ὁ ἀληθινός Εἰρηνοποιός τοῦ κόσμου. Μέ τήν Γέννησή Του ὁ Χριστός φέρνει στήν ἀνθρωπότητα τήν εὐδοκία, δηλαδή τήν ἀγάπη καί στοργή τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Γι' αὐτό καί οἱ ἄγγελοι ψάλλουν καί δοξολογοῦν τήν σωτηρία καί τήν λύτρωση τῶν ἀνθρώπων.
Καί ἀκόμη γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «Καί ἦλθον σπεύσαντες (=οἱ ποιμένες) καί ἀνεῦρον τήν τε Μαρίαν καί τόν Ἰωσήφ καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ» (Λουκ. 2,16). «Κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ». Ἀλήθεια, ποῖος θά τό πίστευε; Ποῖος θά σχημάτιζε ποτέ τήν γνώμη, ὅτι τό ἀδύνατο νήπιο τῆς Βηθλεέμ ἦταν Θεός ἰσχυρός καί παντοδύναμος, «βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί κύριος τῶν κυριευόντων»; Γεννήθηκε μέσα σ' ἕνα σταῦλο. Ἀνεκλίθη στήν φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων. Χρησιμοποίησε ὡς στρῶμα γιά τό τρυφερό σῶμα του τά ξηρά χόρτα τοῦ σταύλου, ὡς βρεφικά ἐνδύματα, ὅ,τι πρόχειρο εἶχε μαζί της ἡ Παρθένος μητέρα καί ὡς πρώτους συμπαραστάτες δέχθηκε τά ζῶα τῆς φάτνης. Τίποτε τό ἐπίσημο, οὐδέ κἄν τό στοιχειωδῶς ἄνετο, δέν τοῦ προσέφερεν ὁ ἐπίγειος κόσμος. Ποῖος, λοιπόν, κάτω ἀπό τά ταπεινά αὐτά περιστατικά, θά διέβλεπε τόν ἰσχυρό Θεό; Ἀλλά αὐτή τήν πτωχεία καί τήν ταπείνωση τήν ἐξέλεξεν ὁ Ἴδιος γιά τόν ἑαυτόν του, γιά νά δώσει σέ μᾶς ὡς Θεός ἰσχυρός καί πολυέλεος τά ἄπειρα ἀγαθά τῶν πνευματικῶν του θησαυρῶν. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφεν ἀργότερα πρός τούς Χριστιανούς τῆς Κορίνθου, ὅτι «ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός δι' ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β' Κορ. η' 9).
Οἱ ποιμένες ἀντιπροσωπεύουν τούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί μέ ἄδολη καρδιά καί πολλή ταπείνωση ἔρχονται κοντά στόν νεογέννητο Χριστό. Τοῦτο δηλώνει ὅτι γιά νά προσεγγίσεις καί νά βιώσεις τόν Σωτῆρα Χριστό χρειάζεσαι ταπεινό φρόνημα. Στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ εἰσέρχεσαι μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός σου καί μέ τήν ψυχή σου πλημμυρισμένη ἀπό πίστη καί ταπεινοφροσύνη. Δέν χωράει ἐγωϊσμός καί ἀλαζονεία.
δ) Οἱ ὑμνογράφοι
Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεμάτη ἀπό ὑψηλή ποίηση, ἱερή ὑμνογραφία καί μελωδία. Μεγάλοι καί σπουδαῖοι ὑμνωδοί τῆς Ἐκκλησίας μας, συνέθεσαν τροπάρια, ἰαμβικούς κανόνες καί καταβασίες, ἰδιόμελα Ἑσπερινοῦ καί Ὄρθρου, ἐξαποστειλάριον, ἀπολυτίκιον καί κοντάκιον, πού ὅλα αὐτά τά μελωδήματα εἶναι ἀνεκτίμητοι καί πολύτιμοι θησαυροί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης, ἀλλά θἄλεγα καί τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στήν ὅλη ἐπιτυχία τῆς γραφῆς τῶν τροπαρίων αὐτῶν συνετέλεσε σέ κύριο καί ὕψιστο βαθμό, ἡ πλουσιότατη ἑλληνική γλῶσσα, πού ἀπό μόνη της τυγχάνει ἀριστούργημα τῆς ἔκφρασης τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι δέν εἶναι μόνο οἱ στρατιές τῶν ἀγγέλων πού δοξολογοῦν καί ἀνυμνοῦν τό Θεῖο Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, ἀλλά εἶναι καί ὁ νοῦς, ἡ γραφή καί ἡ φωνή, οἱ ψυχές τῶν ἱερῶν ὑμνωδῶν πού σκιρτοῦν ἀπό ἀγαλλίαση. Ἀπό τόν Κοσμᾶ μέχρι τόν Ρωμανό, τούς ἀποκαλουμένους Μελωδούς, χορεία ἁγίων καί ὁσίων μορφῶν ψάλλουν καί ἀνυμνοῦν τόν Γεννηθέντα Χριστό, ὁ καθένας μέ τό δικό του χάρισμα πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός.
*
Εἶναι γεγονός, ὅτι ὅταν εἰσέλθουμε στό ναό τήν παραμονή τό ἑσπέρας τῶν Χριστουγέννων, θά ἀκούσουμε τό θαυμάσιο Δοξαστικό σέ ἀποφθεγματικές γραμμές. Σάν ν' ἀπαγγέλλεται τό διάταγμα τῆς ἀπογραφῆς τοῦ Καίσαρα. «Aὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπί τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο· καί Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπό μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται καί εἰς μίαν δεσποτείαν θεότητος τά ἔθνη ἐπίστευσαν. Ἀπεγράφησαν οἱ λαοί τῷ δόγματι τοῦ Kαίσαρος· ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί ὀνόματι θεότητος...».
Ἀλλά ποιός εἶναι αὐτός πού προφέρει τίς μεγαλοπρεπεῖς αὐτές ἀντιθέσεις; Εἶναι ἡ περίφημος Κασία ἤ Κασσιανή τῶν βυζαντινῶν χρόνων.
Ἔπειτα ἄλλοι στίχοι ἐξόχως σπουδαῖοι καί μέ θεολογικό περιεχόμενο μᾶς μεταφέρουν στόν τόπο τοῦ θείου Μυστηρίου τῆς Γεννήσεως.«Λαθών ἐτέχθης ὑπό τό σπήλαιον ἀλλ' οὐρανός σέ πᾶσιν ἐκήρυξεν, ὥσπερ στόμα τόν ἀστέρα προβαλλόμενος, Σωτήρ...». Πρόκειται γιά ἕνα ὑπέροχο τροπάριο πληρέστατο ἀπό τήν θεολογία τῆς Θείας Γεννήσεως. Ἡ μετοχή «λαθών» τοῦ ρήματος «λανθάνω», σημαίνει διαφεύγω τῆς προσοχῆς κάποιου. Ἔτσι ὁ Χριστός σάν εἶναι ἄγνωστος, ἀπαρατήρητος, ἔρχεται καί μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ θεότητά Του εἶναι κρυμμένη μέσα στήν ἐνανθρώπηση. Πράγματι, ὁ Χριστός μας σμίκρυνε ἑκούσια τό μεγαλεῖον καί τήν δόξα Του, πρός καιρόν, καί ταπείνωσε τόν Ἑαυτόν Του δεχόμενος νά γεννηθεῖ κρυφά, χωρίς ἐξωτερικούς θορύβους καί κοσμικές θριαμβολογίες, ἐκεῖ στό σκοτεινό σπήλαιο, στή φάτνη τῶν ἀλόγων. Ἀντί νά γεννηθεῖ στήν πρωτεύουσα στά Ἱεροσόλυμα, προτιμᾶ τήν ταπεινή καί ἄσημη πολίχνη Βηθλεέμ. Ἀντί τά ἀνάκτορα μέ τήν χλιδή, τήν φάτνη μέ τά ἄχυρα τῶν ἀλόγων. Ἀντί τά χρυσοκέντητα ἐνδύματα, τά πτωχικά σπάργανα τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἔκρυψε τήν θεότητά Του, ἔγινε «ἐν ὁμοιώματι σαρκός» (Ρωμ. 8,3), ντύθηκε τήν ἀνθρώπινη φύση χωρίς ἁμαρτία γιά νά μᾶς λυτρώσει καί σώσει ἀπό τίς δικές μας ἁμαρτίες. Ἀλήθεια, σέ ἁδρές γραμμές, πόση ὕψιστη θεολογία.
Καί ὅταν πιά ξημερώνει, ὁ μελωδός μέ τήν λύρα του, μᾶς ξυπνᾶ γιά νά ὑπάγουμε καί ὑπαντήσουμε καί ψάλλουμε τό: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ...».
Ἀλλά τί νά προφέρουν τά χείλη, ὅταν ἡ καρδιά ξεχειλίζει ἀπό αἴσθημα καί ὁ νοῦς σταματᾶ; Θάμβος καί ἔκσταση συνέχουν τόν ὑμνωδό. Ἀφοῦ ἡ Παρθένος ἐκπλήσσεται, σέ σημεῖο ὥστε ἐκεῖνος νά τήν ἐρωτᾶ: -«Τί θαυμάζεις Μαριάμ; τί ἐκθαμβείσαι τό ἐν σοί;» Καί ἐκείνη: -«Ὅτι ἄχρονον υἱόν χρόνῳ ἐγέννησα, φησί».
Ἡ πραγματική ὅμως ἀπάντηση, ἡ μεταφυσική λύση τοῦ μυστηρίου, δίδεται ἐπιγραμματικά στή συνέχεια μ' ἕνα καί μόνο συμπέρασμα: «Ὅπου Θεός δέ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Καί πάλιν ὁ ὑμνογράφος διερωτᾶται: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; «Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός; Πάντως ὡς εἶδεν, ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησε». Ὁ τελευταῖος στίχος κλείνει ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καί συγκαταβάσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
*
Στή συνέχεια, ὁ Κανόνας τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, θά μᾶς ἀνεβάσει στά οὐράνια καί μαζί μέ τούς ἀγγέλους θά ψάλλουμε: «Χριστός Γεννᾶται δοξάσατε. Χριστός ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε˙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καί ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοί ὅτι δεδόξασται». Τά λόγια εἶναι ἀπό τόν λαμπρόν «Εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», Λόγον τοῦ μεγάλου θεολόγου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου (PG 36,312). Ἐδῶ νάματα μελίρρυτα ξεχύνονται στίς 8 ὠδές τοῦ Κανόνα καί προσκαλεῖ ὁ μελωδός νά συνεορτάσει μαζί μέ τούς πιστούς ὁλάκερο τό σύμπαν. Ἡ μία ὠδή καλύτερη ἀπό τήν ἄλλη, μέ βαθύτατο πνευματικό νόημα.
*
Ἀνάμεσα σ' αὐτόν τόν Κανόνα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ ἔρχεται καί ὁ Ἰαμβικός Κανόνας πού ἔχει ἐπιγραφή «Ἰωάννου μοναχοῦ», ἔτσι ἁπλά καί τόσο λιτά. Ὁ Κανόνας αὐτός ἔχει 26 θαυμάσιες στροφές καί κάμνει μεγάλη ἐντύπωση ἡ τόσο ταπεινή ἐπιγραφή. Ποῖος τάχα νά τό ἔγραψε τό ἐμπνευσμένο αὐτό ἐκκλησιαστικό ποίημα; Κάποιος ἄγνωστος, μοναχός σέ κάποιο ἄγνωστο μοναστήρι. Καί ὅμως. «Ἰωάννης μοναχός» εἶναι ὁ ταπεινότερος τίτλος μιᾶς ἀπό τίς μεγαλύτερες προσωπικότητες τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Εἶναι ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, ἕνας ἐκ τῶν ἀρχόντων, τῶν μεγίστων ὑμνογράφων καί μελωδῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ τῆς Δογματικῆς Θεολογίας πατήρ, μέ τό σπάνιο ποιητικό του τάλαντο, τήν μεγάλη του ἔμπνευση καί τήν γλυκύτατη λύρα τῆς θεολογίας του, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά συγκινεῖται καί συγκλονίζεται πνευματικά ἀπό τό θεῖο μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί μέ τήν πέννα του γράφει καί μᾶς προσφέρει τόν ὑπέροχο ἰαμβικό κανόνα στόν ὁποῖο ὁ πλοῦτος τῶν αἰσθημάτων τῆς ψυχῆς του συναγωνίζεται τό βάθος τῶν νοημάτων καθώς καί τήν βαθειά κατοχή καί γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἀξίζει κάπως περισσότερο νά ἀπασχοληθοῦμε μέ τόν δύσκολο αὐτό ἰαμβικό κανόνα. Καί ἰδού ἡ ἀρχή: «Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης ὑγρόν θαλάσσης, κῦμα χερσώσας πάλαι. Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατὴν Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ᾿ οὐσίαν Ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖς δοξάζομεν».
Δηλαδή, ὁ Δεσπότης Κύριος ἔσωσε τούς Ἰσραηλῖτες μέ θαυμαστό τρόπο, μετατρέποντας τήν θάλασσα σέ ξηρά. Ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ὁ Χριστός μέ τήν θέλησή Του, γεννήθηκε ἄνθρωπος καί ἔγινε διαβατός ὁ δρόμος μας πρός τόν οὐρανό. Αὐτόν πού εἶναι ὅμοιος ὡς πρός τήν οὐσία μέ τόν Πατέρα Θεό καί μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους, ἄς Τόν δοξάσουμε. Ἔτσι ἀρχίζει ὁ ὑμνογράφος μέ εἰκόνες καί μέ τύπους καί ἀλληγορίες γιά νά μᾶς δώσει τήν δυνατότητα προσέγγισης τοῦ Μυστηρίου τῆς Γεννήσεως. Μᾶς μεταφέρει στό γεγονός τῆς Π. Διαθήκης, στήν Ἐρυθρά θάλασσα καί παρομοιάζει ὅπως ὁ Δεσπότης, ὁ Θεός, διά μέσου θαυματουργίας ἔσωσε τόν λαόν μεταβάλλοντας σέ ξηρά τό ὑγρό στοιχεῖο, τήν θάλασσα καί πραγματοποιήθηκε ἡ διάβαση γιά τούς Ἰσραηλῖτες, πρός σωτηρίαν τους, ἔτσι καί τώρα, ὁ Γεννηθείς ἑκουσίως ἀπό τήν Παρθένο, ἔκαμε βατή τήν ὁδό τοῦ πόλου, ἤτοι τό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. Μᾶς ἄνοιξε καί πάλιν τήν θύρα τοῦ Παραδείσου.
Ἀλλ ὁ Γεννηθείς Χριστός δέν ἄνοιξε μόνο τόν δρόμο πρός τόν οὐρανό. Μᾶς ἔδωσε καί τό φῶς. Ἔτσι μέ μία δεύτερη μεγαλειώδη εἰκόνα ὁ ὑμνωδός μᾶς παρουσιάζει ἀπό τήν μία πλευρά τούς ἀνθρώπους κατρακυλισμένους μέσα στή νύκτα τῆς ἁμαρτίας καί ὅπως γράφει: «λυγρῶς (=ἐλεεινῶς) πεσόντας ἐν σκότει τῶν πταισμάτων» ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη ἔρχεται ὁ Σωτήρ σκορπίζει τό «φῶς τῆς ἄνω φρυκτωρίας». Μία φρυκτωρία, δηλαδή ἕνα φωτεινό σημάδι πού ἀνάβει στόν οὐρανό καί πού διακηρύττει τό πρωτάκουστο γεγονός, δηλαδή τήν ἀνάπλαση τοῦ γένους τῶν θνητῶν. Γράφει συγκεκριμένα ὁ ὑμνογράφος Δαμασκηνός: «Ὁ λαός εἶδεν ὁ πρίν ἠμαυρωμένος μεθ' ἡμέραν φῶς τῆς ἄνω φρυκτωρίας...» (τροπάριο ε' ὠδῆς).
Ἔπειτα δίνει καί πολλές ἄλλες εἰκόνες μέ τά τροπάρια καί τῶν ἄλλων Ὠδῶν καί καλεῖ τά ἔθνη πού ἦταν βυθισμένα στή φθορά, τώρα πού ἦλθε ὁ Χριστός καί γλύτωσαν ἀπό τόν ὄλεθρο, νά ὑψώσουν εἶναι καιρός πλέον, τά χέρια τους, ψάλλοντες ὕμνους καί ὠδές, ἀλλά συγχρόνως καί προσκαλεῖ νά ἀναλάβουν καί τό καθῆκον νά σέβονται καί νά λατρεύουν μόνο τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή καί Εὐεργέτη τοῦ κόσμου, τόν Χριστό καί ὄχι τά εἴδωλα καί τά πάθη. Ὡραιότατα λέγει τό τροπάριον: «Ἔθνη τά πρόσθεν τῇ φθορᾷ βεβυσμένα, ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα, ὑψοῦτε χεῖρας σύν κρότοις ἐφύμνιον, μόνον σέβοντα Χριστόν ὡς εὐεργέτην, ἐν τοῖς καθ' ἡμᾶς, συμπαθῶς ἀφιγμένων». Δηλαδή, οἱ εἰδωλολάτρες πού ἦσαν βυθισμένοι στήν ἁμαρτία, ἡ κατάστασή τους τώρα ἄλλαξε πέρα γιά πέρα ἀπό τόν ὄλεθρο. Καί μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀπέφυγαν τόν πνευματικό θάνατο πού προκαλεῖ ὁ διάβολος. Ὑψῶστε, λοιπόν, τά χέρια σας στόν οὐρανό καί δοξάσατε τόν μόνον Κύριό μας πού σαρκώθηκε καί ἦλθε στόν κόσμο ὡς εὐεργέτης.
Τέλος, μέ τίς ὠδές του, ὁ ἱερός ὑμνογράφος ἀναπέμπει εὐχές. Τήν εὐχή νά ταπεινωθεῖ ἡ ἐπηρμένη ὀφρύς τοῦ ἀρχεκάκου, τοῦ ψεύδους, τοῦ ἐχθροῦ τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τοῦ διαβόλου καί ὁ Γεννηθείς Κύριος νά μᾶς στηρίξει στή βάση τῆς πίστεως. Λέγει τό τροπάριο: «Νεῦσον πρὸς ὕμνους, οἰκετῶν Εὐεργέτα ἐχθροῦ ταπεινῶν, τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν· φέρων τε παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας Ὕπερθεν ἀκλόνητον, ἐστηριγμένους Μάκαρ μελῳδούς, τῇ βάσει τῆς πίστεως». Καί στό τελευταῖο τροπάριο ἄλλη εὐχή, ἐκείνη τοῦ πόθου τῆς πνευματικῆς ἀνακαινίσεως. Ἀφοῦ ἀξιώθηκε ὁ ὑμνωδός καί ὁ πιστός λαός νά ζήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, τώρα ζητεῖ νά χαρεῖ καί τήν ἑορτή τῆς παλιγγενεσίας, ἤτοι τῶν Θεοφανείων. Ὡραιότατα τό διατυπώνει: «Πόθου τετευχώς, καὶ Θεοῦ παρουσίας, ὁ χριστοτερπής λαὸς ἠξιωμένος, νῦν ποτνιᾶται, τῆς παλιγγενεσίας...».
*
Ὕστερα, σπουδαῖος ὕμνος χαρᾶς τῆς ἑορτῆς εἶναι τό Κοντάκιον. Ὁ Πίνδαρος τῆς ὀρθοδοξίας, ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός μᾶς τόν προσφέρει : «Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Κλείνουμε τό κείμενό μας αὐτό μέ τό ὑπέροχο καί ἐξόχως περιεκτικό καί θεολογικότατο Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς. «Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο· σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι».
*
Ἡδύμολπα, λοιπόν, τροπάρια καί ὕμνοι ἐξυμνοῦν τήν «Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν» καί μελωδοῦν τήν «Γενέθλιον ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητος». Ἀλήθεια, πόσο θά ἔπρεπε νά μελετοῦμε, νά διδασκόμεθα καί νά ἐμπνεόμεθα ἀπ' αὐτό τό ἱερό θησαύρισμα; Τότε τῆς φωνῆς τῶν ὑμνωδῶν τῶν Χριστουγέννων ἐνωτιζόμενοι, τῷ ὄντι, θά βιώνουμε, τό τοῦ Χριστοῦ Γεννῶν, μέγα Μυστήριο.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, τό μεῖζον ὅμως ἐρώτημα ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει ἐνώπιόν μας. Ἄραγε θά μπορέσουμε νά ξαναβροῦμε καί πάλιν τό βαθύτατο καί οὐσιαστικότατο, τό μοναδικό νόημα τῶν Χριστουγέννων;
Πάντως, τό σταθερό σημεῖο εἶναι, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι ἀπών ἀπό τήν σύγχρονη κοινωνία μας. Ὁ Χριστός «χθές καί σήμερον ὁ Αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας».