Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'
- Ἐρ. Ἐάν ἔχει πεθάνει ἡ μητέρα ἑνός νηπίου καί δέν ἔχει προλάβει νά σαραντήσει τό παιδί, τότε ποιός θά τό φέρει στό ναό γιά σαραντισμό;
Ἀπ. Θά τό φέρει ἕνα ἄλλο συγγενικό πρόσωπο καί βεβαίως θά ἀναγνωσθεῖ μόνον ἡ εὐχή, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τό παιδί ἐφόσον ἡ μητέρα ἔχει ἀποθάνει.
- Ἐρ. Ὅταν τελεῖται βάπτιση πρέπει νά ἀνοίγεται ἡ Ὡραία Πύλη κατά τήν διάρκεια τοῦ Μυστηρίου;
Ἀπ. Βεβαίως καί πρέπει, καθ' ὅτι ἡ βάπτιση κατά τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια ἦταν συνυφασμένη μέ τήν Θ. Λειτουργία.
- Ἐρ. Ποία εἶναι ἡ ὀρθή διατύπωση στήν ἐκφώνηση «Ἐν πρώτοις μνήσθητι...., τοῦ πατρός καί ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν...» ἤ «τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν...»;
Ἀπ. Τό ὀρθόν εἶναι «τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν...». Ἡ ἄλλη ἐκδοχή εἶναι νεοτέρα προσθήκη.
- Ἐρ. Εἶναι τό ἴδιο οἱ φράσεις πού ἐναλλάσσονται στή Θ. Λειτουργία ὅπως: «Καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου», στή συνέχεια, «Μέλισον, δέσποτα, τόν ἅγιον ἄρτον», μετά «Μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ». Ἔπειτα, «Μεταδίδοταί μοι τῷ ἀναξίῳ πρεσβυτέρῳ τό τίμιον καί πανάγιον Σῶμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδή ἄλλοτε «ἅγιος ἄρτος» καί μάλιστα μετά τόν καθαγιασμόν, ἄλλοτε «ἀμνός τοῦ Θεοῦ» ἤ «Σῶμα Χριστοῦ»;
Ἀπ. Ναι, εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο. Ἔχουν τήν ἴδια ἀκριβῶς ἔννοια. Ὅλες οἱ φράσεις αὐτές δηλώνουν αὐτό τοῦτο τό ἄχραντο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού κοινωνοῦμε.
- Ἐρ. Ἐπιτρέπεται ὅταν δέν ὑπάρχει ἱεροψάλτης νά ἐκτελέσει χρέη ψάλτου μία γυναῖκα;
Ἀπ. Ναί, μπορεῖ νά γίνει αὐτό κατ’ ἐκκλησιαστικήν οἰκονομίαν, ἄν δέν γνωρίζει ἀπολύτως τίποτε κάποιος ἐκκλησιαζόμενος ἀνήρ, ἀρκεῖ βεβαίως ἡ γυναίκα αὐτή νά εἶναι εὐλαβής καί νά ἔχει λάβει τήν εὐλογία τοῦ ἱερέα.
- Ἐρ. Ποία Ὀπισθάμβωνος Εὐχή πρέπει νά ἀναγιγνώσκεται στή Θ. Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου: «Ὁ εὐλογῶν τούς εὐλογοῦντας Σε...» ἤ «Ὁ θυσίαν αἰνέσεως...»;
Ἀπ. Ἡ Ὀπισθάμβωνος Εὐχή, «Ὁ θυσίαν αἰνέσεως» ἀναγιγνώσκεται μόνον τήν ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου, ἤτοι τήν 1η Ἰανουαρίου. Στίς ἄλλες Κυριακές ἤ περιπτώσεις ὅπου τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου λέγεται ἡ συνήθης: «Ὁ εὐλογῶν τούς εὐλογοῦντας Σε...».
- Ἐρ. Ἐπιτρέπεται νά κηρύξει τόν θεῖο λόγο ἕνας λαϊκός κατά τήν διάρκεια τῆς τελέσεως τῆς Θ. Λειτουργίας;
Ἀπ. Ναί, μπορεῖ νά κηρύξει τόν θεῖο λόγο ἀφοῦ προηγουμένως λάβει τήν εὐχή τοῦ ἱερέως καί ἐνδυθεῖ ράσον. Ἐννοεῖται ὁ λαϊκός αὐτός θά πρέπει νά κοσμεῖται ὑπό ἐκκλησιαστικοῦ ὀρθοδόξου ἤθους καί νά τυγχάνει ἱκανός εἰς τό κηρύττειν τόν θεῖον λόγον.
- Ἐρ. Ἐάν ἕνα παιδί εἶναι διανοητικῶς καθυστερημένο σέ βαρυτάτη κατάσταση ἐπιτρέπεται νά τό μεταλάβουμε;
Ἀπ. Βεβαιότατα. Ὁ Θεός ξέρει. Ἡ θεία χάρις τό χαριτώνει πλουσιοπάροχα.
- Ἐρ. Ἐάν τήν ὥρα πού λειτουργεῖ ὁ ἱερεύς ἐπισυμβεῖ μεγάλος σεισμός καί δεῖ ὅτι ἡ στέγη τοῦ ναοῦ καί μάλιστα πάνω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα εἶναι ἑτοιμόρροπη, τότε ὁ ἱερεύς τί πρέπει νά κάνει;
Ἀπ. Διά τό ἄκρως ἀπρόοπτον καί ἐπικίνδυνον τοῦ γεγονότος θά λάβει τά Ἅγια Δῶρα μαζί μέ τό Ἀντιμήνσιο μετά μεγάλης προσοχῆς καί θά πάει σ' ἄλλο ναό νά τελειώσει τήν θεία Λειτουργία ἐπί τοῦ ἰδίου Ἀντιμηνσίου.
- Ἐρ. Ἐάν ἕνα νήπιον μέ τά χέρια του ὠθήσει τήν ἁγία λαβίδα τήν ὥρα τῆς Θ. Κοινωνίας καί πέσει κάτω στό μαρμάρινο δάπεδο τοῦ ναοῦ, τί πρέπει νά κάνει ὁ ἱερεύς;
Ἀπ. Κατ' ἀρχήν, ὅταν πρόκειται νά κοινωνήσει νήπια ὀφείλει νά ἔχει μεγάλη προσοχή καί ἑτοιμότητα γιά κάθε κίνηση τοῦ νηπίου γιά τήν ἀποφυγή συμβάντος ὡς στήν ἀνωτέρω ἐρώτηση. Ἐάν συμβεῖ νά πέσει κάτω μερίδα Θ. Κοινωνίας ἤ σταγών, τότε ὁ ἱερεύς ἐπιστρέφει στό Ἱ. Βῆμα, ἀκουμβᾶ τό Ἅγ. Ποτήριον στήν Ἁγία Τράπεζα καί ἐρχόμενος στόν τόπο πού ἔπεσε ἡ Θ. Κοινωνία γονατίζει καί γλείφει μέ τήν γλῶσσα του καλά τήν ἁγία Κοινωνία. Στή συνέχεια ρίχνει οἰνόπνευμα καί καίει τό μέρος ἐκεῖνο.
- Ἐρ. Ἐάν μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων λιποθυμήσει ὁ ἱερεύς πού λειτουργεῖ, τότε τί πρέπει νά γίνει;
Ἀπ. Ἄν ὑπάρχει στό Ἱ. Βῆμα ἄλλος ἱερεύς συμπροσευχόμενος, τότε ἐκεῖνος ἐνδυόμενος τά ἄμφιά του συνεχίζει τήν Θ. Λειτουργία. Ἄν δέν ὑπάρχει, τότε ἤ τό παιδί τοῦ ἱεροῦ ἤ ὁ ψάλτης ἤ ὁ νεωκόρος (πάντα ἀνήρ) ἤ κάποιος εὐλαβής πιστός σκεπάζει μετά δέους καί φόβου Θεοῦ τά Ἅγια Δῶρα μέ τόν ἀέρα καί γίνεται εἰδοποίηση νά ἔλθει ἄλλος ἱερεύς διά τά περαιτέρω ὡς ὁρίζει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσ/κης (Ἅπαντα σελ. 473).
- Ἐρ. Ἐάν ὁ ἱερεύς «ἔχει βγάλει» Ἀμνούς διά τέσσερις Προηγιασμένες Θ. Λειτουργίες καί μάλιστα μεγάλους διότι πρόκειται νά κοινωνήσουν πολλοί μαθητές Σχολείου κατά τόν ἐκκλησιασμό τους καί τά Σχολεῖα κλείσουν λόγῳ κάποιου γεγονότος καί οὐδόλως προσέλθουν μαθητές, οἱ δέ πιστοί εἶναι ἐλάχιστοι, τότε τί πρέπει νά κάνει ὁ ἱερεύς;
Ἀπ. Θά κοινωνήσει κανονικά τούς ἐλαχίστους ἐκείνους πιστούς καί ὁ ἴδιος θά τούς καταλύσει ὅλους μετά πολλῆς προσοχῆς.
- Ἐρ. Ἐάν δεῖ ὁ ἱερεύς κατά τήν ὥραν πού πρέπει νά λάβει τά Ἅγια Δῶρα γιά νά κάμνει τήν Μεγάλη Εἴσοδο πλῆθος ἀπό μυρμήγκια νά ἔχουν εἰσέλθει στό Ἅγ. Ποτήριο τί πρέπει νά κάμνει;
Ἀπ. Τότε ἐκβάλλει τό περιεχόμενο τοῦ Ἁγ. Ποτηρίου στό χωνευτήριο καί θέτει καθαρόν οἶνον καί ὕδωρ λέγοντας τούς λόγους: «Εἷς τῶν στρατιωτῶν» κλπ. Γι' αὐτό καί ὁ ἱερεύς πρέπει ὅλως ἰδιαιτέρως νά προσέχει τόν χῶρο τῆς προθέσεως ὥστε νά εἶναι πολύ καθαρός, σχολαστικά καθαρός.
- Ἐρ. Διατί τήν Μεγ. Παρασκευή δέν τελεῖται Θεία Λειτουργία;
Ἀπ. Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν θεοφόρων ἁγίων Πατέρων ὥρισε νά μή τελεῖται Θ. Λειτουργία τήν Μεγ. Παρασκευή διότι ἡ ἡμέρα αὐτή εἶναι ἡ κατ' ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ ἱεροτάτου πένθους διά τόν Σταυρωθέντα Λυτρωτήν τοῦ κόσμου, Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. «Δεῖ εἰδέναι ὅτι παρελάβομεν (Τυπικόν Ἱεροσολύμων) κατά ταύτην τήν ἁγίαν ἡμέραν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, μή ποιεῖν λειτουργίαν τελείαν, μήτε προηγιασμένην, ἀναγιγνώσκονται δέ μετά τῆς προσηκούσης τῇ πενθίμῳ ἡμέρᾳ σοβαράς καί συγκινητικῆς μεγαλοπρεπείας αἱ Μεγάλαι καί Βασιλικαί Ὧραι». Ἐνώπιον τῆς φοβερᾶς ἐπί τοῦ Γολγοθᾶ αἱματηρῆς θυσίας τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ θείου Διδασκάλου καί Σωτῆρος ἡμῶν Κυρίου, πᾶν τό πανηγυρικόν ἐπιμελῶς ἀποφεύγεται, καθ' ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία ἔχει πασχάλιο χαρακτῆρα.
- Ἐρ. Στό Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς ἑβδόμης τῶν Ἁγίων Πάντων στό τέλος τῆς περικοπῆς αὐτῆς ἀναγιγνώσκουμε τήν φράση: «Μακάριον ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35). Τό κείμενο ἀναφέρει στόν ἴδιο στίχο ὀλίγον παραπάνω, ὅτι ὁ λόγος αὐτός εἰπώθηκε ἀπό τόν Κύριο. Λέγει χαρακτηριστικά: «Μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτός εἶπε...». Τό ἐρώτημα εἶναι: Πού ὁ Ἰησοῦς εἶπε αὐτούς τούς λόγους καθ' ὅτι πουθενά δέν βρίσκονται στά Ἱ. Εὐαγγέλια;
Ἀπ. Δέν εὑρίσκονται πουθενά πράγματι, στά Ἱ. Εὐαγγέλια, ἀλλά ἀναμφιβόλως οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ διακηρύσσουν στή μνήμη τούς πολλούς λόγους τοῦ Θείου Διδασκάλου, οἱ ὁποῖοι δέν περιελήφθησαν καί στά κείμενα τῶν Εὐαγγελίων τους. Μή λησμονοῦμε ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῶν Εὐαγγελίων, ἐκτός ἀπό τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἔχουν θέσει καί τήν προσωπική τούς σφραγῖδα στή συγγραφή τῶν κειμένων. Ἐξ' ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι «ἔστι δέ καί ἄλλα πολλά ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐάν γράφηται καθ' ἕν, οὐδέ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία» (Ἰω. 21,25). Διεσώθησαν συνεπῶς ἀπό μνήμης καί ἄλλοι λόγοι τοῦ Κυρίου οἱ ὁποῖοι δέν ἀπαντοῦν στόν Κανόνα τῆς διαμορφώσεως τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τόν παραπάνω λόγο τοῦ Κυρίου. Ὁ συγγραφεύς τῶν «Πράξεων», εὐαγγελιστής Λουκᾶς παραθέτει τούς λόγους αὐτούς πού εἶπε ὁ Ἀπ. Παῦλος ἀπευθυνόμενος πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου ὅταν ἦταν πλήρης θλίψεως γιά τόν ἀποχωρισμό του καί ἐπιθυμῶντας νά περιφρουρήσει τό ἔργον τῆς διακονίας του αὐτός (ὁ Παῦλος) εἶπε μεταξύ ἄλλων ὅτι: «ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησε» καί ὅτι «μακάριον ἐστί διδόναι μᾶλλον ἡ λαμβάνειν», φράση πού ἀποδίδεται στό βαθύτερο νόημα τῆς θείας διδασκαλίας περί τῆς εὐποιΐας καί ἐλεημοσύνης.
- Ἐρ. Ἔχει κάποια σημασία ἡ ἀνταλλαγή ἑορταστικῶν γραμμάτων μεταξύ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος καί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν;
Ἀπ. Βεβαίως, ἡ ἀνταλλαγή τῶν γραμμάτων αὐτῶν δέν γίνεται ἁπλῶς γιά τυπικούς λόγους. Δηλώνει τήν πνευματική ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν κανονικότητα ἀμοιβαίως. Ἔτσι δέν ἐπιτρέπεται ἀνταλλαγή τέτοιων ἑορταστικῶν γραμμάτων μετά τῶν ἑτεροδόξων (λζ' κανών τῆς Λαοδικείας).
- Ἐρ. Εἴθισται κατά τήν τελετήν τοῦ Ἁγιασμοῦ νά χρησιμοποιεῖται βασιλικός. Γιά ποιό λόγο ἔχουμε κλάδους ἀπό αὐτό τό φυτό; Καί ἄν δέν εὑρεθεῖ βασιλικός μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖ ἄλλο εἴδους φυτό;
Ἀπ. Κατά ἀρχαία παράδοση, στό σημεῖο ὅπου εὑρέθη στά Ἱεροσόλυμα ὁ Τίμιος Σταυρός, ἐκεῖ βλάστιζε ἀείποτε βασιλικός. Ἐπειδή δέ κατά τήν τέλεσι τοῦ Ἁγιασμού ἔχουμε τόν Τίμιο Σταυρό μέ τόν ὁποῖο θά εὐλογηθεῖ τό ὕδωρ εἴθισται νά συνοδεύεται καί ἀπό βασιλικόν εἰς διαιωνίζουσα μνήμη καί ἔνδειξιν τοῦ θαύματος. Ἄν βέβαια δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει βασιλικός τότε μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖ ἕνα παρεμφερές φυτόν καθ' ὅτι ἐκκλησιαστικόν ἔθιμο εἶναι τοῦτο καί ὄχι δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.
- Ἐρ. Εἶναι σωστό ὅταν ἐξέρχεται ὁ νεκρός ἀπό τό σπίτι ἤ ὅταν τελεῖται Τρισάγιο τό λεγόμενο «Τριήμερο» ἐπάνω στόν τάφο νά σπάζουν πιάτα οἱ συγγενεῖς τοῦ νεκροῦ γιά νά φύγει τό κακό, ὁ θάνατος ὅπως λέγουν;
Ἀπ. Αὐτό εἶναι ἕνα σαφῶς ἀπαράδεκτο ἀπό χριστιανική ἄποψη ἔθος καί δέν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση οὔτε μέ τό μυστήριο τοῦ θανάτου καί τήν σωστή χριστιανική ἀντιμετώπισή του οὔτε μέ τόν νεκρό συγγενῆ οὔτε μέ τήν πίστη μας στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι εἰδωλολατρικά κατάλοιπα.
- Ἐρ. Στό Ἱ. Εὐαγγέλιο εἰκονίζονται στή μία πλευρά οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές. Κοντά στόν καθένα εἰκονίζονται καί ἄλλες παραστάσεις. Ποῖος εἶναι ὁ λόγος;
Ἀπ. Πράγματι ἔτσι εἶναι. Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἔχει δίπλα ἕνα πτερωτό ἄνθρωπο. Τοῦτο διότι ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιό Του διά τῆς ἀνθρωπίνης γενεαλογίας τοῦ Ἰησοῦ δηλώνοντας μέ τήν παράστασι αὐτή τήν κατά σάρκα γέννησή Του. Ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος εἰκονίζεται μ' ἕνα πτερωτό λέοντα. Αὐτό συμβολίζει τό βασιλικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καί ἔπειτα ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος ἄρχεται βασιλικῶς τρόπον τινα τό Εὐαγγέλιό του ὅταν γράφει: «Ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ». (Μάρκ. 1,1). Ὁ ἄλλος Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔχει δίπλα του ἕνα μόσχο, ὁ ὁποῖος συμβολίζει τό ἄλλο ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ τό Ἀρχιερατικό δηλ. τήν θυσία Του ὑπέρ τοῦ κόσμου καί ἀκόμη ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιόν του μέ μνεία τοῦ παλαιοῦ νόμου τῆς ἱστορίας τοῦ ἱερέως Ζαχαρίου ὅπου θυσίαζαν μόσχους στό θυσιαστήριο. Τέλος, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης εἰκονίζεται μ' ἕνα ἀετό καθ' ὅτι ὅπως ὁ ἀετός ἀνέρχεται στά ὕψη ἔτσι καί ἡ θεολογία τοῦ Εὐαγγελίου του εἶναι ὑψηλή ἀρχίζοντας μέ τήν φράση: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1,1). Ἄλλωστε γι' αὐτό καί ὠνομάσθη πρῶτος αὐτός, θεολόγος, δηλαδή μεταρσιοῦται στά ὕψη τῆς θεολογίας, ὅπως ὁ ὑψιπέτης ἀετός.